Του Ανδρέα – Άγγελου Σκόνδρα,
Το τελευταίο χρονικό διάστημα, η πόλη του Χονγκ Κονγκ βιώνει εκ νέου μία σφοδρή πολιτική και κοινωνική εξέγερση του πληθυσμού, όπου ακτιβιστές και υπέρμαχοι της δημοκρατίας κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου. Ωστόσο, για τη βαθύτερη και ουσιαστικότερη κατανόηση της πολυσχιδούς αυτής κρίσης θα πρέπει να μελετήσουμε τις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτό τον πολιτικό αναβρασμό.
Το Χονγκ Κονγκ συνιστούσε αποικία της Βρετανικής Κοινοπολιτείας (1842-1997) και, στη συνέχεια, περιήλθε σε κινεζικό έλεγχο, διατηρώντας μια σχετική αυτονομία. Στον οικονομικό τομέα, η πόλη έχει βιώσει πολλές χρηματοπιστωτικές κρίσεις ανά τα χρόνια, αλλά κατάφερε να ανταπεξέλθει. Παράλληλα, στον πολιτικό τομέα, παρατηρείται μία ιδιάζουσα διοικητική οργάνωση, καθώς εντοπίζει κανείς το πρότυπο «μία χώρα, δύο συστήματα», όπου Πεκίνο και Χονγκ Κονγκ διαφέρουν σημαντικά σε νομικό, πολιτικό και δικαστικό σύστημα. Η μονοκομματική Κίνα προσπαθεί να επέμβει στις εσωτερικές υποθέσεις της πολυκομματικής πόλης, γεγονός που εγείρει αμφιβολίες σχετικά με τις εγγυήσεις για αυτονομία. Η τακτική αυτή έχει δημιουργήσει έντονες αποσχιστικές τάσεις, οι οποίες, εάν επιβεβαιωθούν, θα μεταβάλλουν σημαντικά τη διεθνή πολιτική σκηνή, με συνεπακόλουθες οικονομικές συνέπειες. Το Χονγκ Κονγκ λειτουργεί, κατά κάποιον τρόπο, ως «off shore» της Κίνας, καθώς παρέχει τη δυνατότητα διεθνών συναλλαγών μεταξύ Κίνας και τρίτων χωρών, με μία ομαλή μετάβαση από τον κομμουνισμό στον καπιταλισμό. Ίσως και αυτός να είναι ο λόγος που το Πεκίνο δεν προχωρά και σε μία στρατιωτική καταστολή των διαδηλώσεων, καθώς κάτι τέτοιο μπορεί να προκαλέσει μια εκτεταμένη χρηματοπιστωτική κρίση και να διαταράξει αυτό το ειδικό καθεστώς. Σημαντική δε, λεπτομέρεια, είναι πως το status της περιοχής διαθέτει ως ημερομηνία λήξης το 2047, οπότε έχει συμφωνηθεί, μεταξύ των δύο μερών, διεξαγωγή δημοψηφίσματος, όπου ο λαός του Χονγκ Κονγκ θα μπορέσει να αποφασίσει για το μέλλον του. Οι ΗΠΑ, από την άλλη, όπως είναι φυσικό, εργαλειοποιούν αυτήν την αδυναμία της Κίνας, προκειμένου να διαιωνίσουν τον εμπορικό πόλεμο.
Αφορμή για την νέα αυτή πολιτική κρίση, αποτέλεσε η κατάθεση νομοσχεδίου από την Πρωθυπουργό Κάρι Λαμ, το οποίο θα επέτρεπε την έκδοση υπόπτων στην κυρίως Κίνα, με συλλήψεις, πιθανώς αναίτιες και νομικά ασύμβατες. Το νομοσχέδιο θορύβησε τους πολίτες, καθώς μεταφράστηκε ως μία απόπειρα του Πεκίνου να περιορίσει την ελευθερία του Χονγκ Κονγκ, ως ημιαυτόνομης περιοχής. Παράλληλα, οι ΗΠΑ με αυστηρή δήλωσή τους, τόνισαν ότι διαφωνούν καθέτως με τον νόμο περί «εθνικής ασφάλειας» και ζητούν την άμεση ανάκλησή του από το Πεκίνο. Παρά τις ποικίλες αντιδράσεις, τόσο εσωτερικές, όσο και εξωτερικές, το Πεκίνο δεν πρόκειται να υποχωρούσε στις επιδιώξεις του, πόσο μάλλον όταν μια υποχώρηση θα σήμαινε ότι η κυβέρνηση θα ενέδιδε στις πιέσεις της Ουάσινγκτον. Πράγματι, το Εθνικό Λαϊκό Κογκρέσο της Κίνας ενέκρινε το πολύκροτο νομοσχέδιο, προκαλώντας την αντίδραση των ΗΠΑ, της Ιαπωνίας και της Ταϊβάν, με την τελευταία να δηλώνει πως θα προχωρήσει σε βοήθεια όσων θέλουν να εξέλθουν της χώρας. Ο Τζόσουα Γουόνγκ, επιφανής ακτιβιστής και μέλος του «Demosisto», κινήματος υπέρ της δημοκρατίας, δήλωσε στο δίκτυο CNBC πως «το νομοσχέδιο δεν έχει καμία σχέση με την ασφάλεια του Χονγκ Κονγκ, αλλά με την πρόθεση του Πεκίνου να επιβάλλει το κομμουνιστικό μοντέλο».
Οι ΗΠΑ και η Κίνα φαίνεται να χρησιμοποιούν το Χονγκ Κονγκ ως πεδίο σύγκρουσης και αντιπαράθεσης, στα πλαίσια ενός εμπορικού πολέμου για την επίτευξη οικονομικών, κυρίως, συμφερόντων και υπεροχής, χωρίς να αναλογίζονται τη θέση της πόλης, η οποία -λίγο πολύ- διαδραματίζει το ρόλο της παράπλευρης απώλειας σε έναν αγώνα οικονομικής επικράτησης. Με το νομοσχέδιο εγκαινιάζεται ένας νέος κύκλος κυρώσεων και αμέτρητων βαρυσήμαντων «tweets», τα οποία δυναμιτίζουν το κλίμα ·ένα κλίμα που ξυπνά μνήμες από τα γεγονότα της πλατείας Τιεν Αν Μεν, το 1989, όπου άγνωστος αριθμός (πιθανόν 2.400) διαδηλωτών – φοιτητών θυσιάστηκε για την ελευθερία. Το μόνο σίγουρο, πάντως, είναι πως το Χονγκ Κονγκ αποτελεί -πλέον- μια ωρολογιακή βόμβα, η οποία θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα στο άμεσο μέλλον.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2001 και είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει παρακολουθήσει δεκάδες σεμινάρια, ημερίδες και συνέδρια συναφή με τις σπουδές του. Παράλληλα, έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις του ΟΗΕ (MUN) και σε κοινωνικές δράσεις. Τέλος, ενδιαφέρεται για την μουσική και την ανάγνωση βιβλίων, κυρίως πολιτικών δοκιμίων.