15.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ επόμενη μέρα μετά τη Μάχη της Δουνκέρκης

Η επόμενη μέρα μετά τη Μάχη της Δουνκέρκης


Του Νίκου Μελιτσιώτη,

Η άνοιξη του 1940 έφερε μια αντιθετική πραγματικότητα. Η άνθιση της φύσης ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τον μαρασμό της Ευρώπης. Ο μαρασμός, φυσικά, δεν είναι άλλος από τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο οποίος, από το ξεκίνημά του το 1939, έχει φέρει τα πάνω κάτω στις ισορροπίες μεταξύ εθνών και λαών. Τη σπίθα που τελικά κατάκαψε ολόκληρο τον κόσμο άναψε ο Αδόλφος, δικτάτορας του Γερμανικού Τρίτου Ράιχ, μαζί με τον σύμμαχό του Benito Mussolini, δικτάτορα της Ιταλίας. Η πρώτη χώρα που ήρθε αντιμέτωπη με την πολεμική μηχανή του Άξονα Ρώμης – Βερολίνου, όπως ονομαζόταν η συμμαχία, ήταν η Πολωνία. Παρά την αντίσταση του ηρωικού πολωνικού ιππικού, η τρομακτική υπεροχή των αντιπάλων τους έκρινε το αποτέλεσμα.

Από τις επιχειρήσεις που διενεργήθηκαν ως τις 6 Ιουνίου ξεχωρίζει, από την πλευρά των Γερμανών, η επιχείρηση «Κόψη του Δρεπανιού», την οποία εμπνεύστηκε ο Γερμανός αντιστράτηγος Έρικ Φον Μάνσταϊν. Αυτή περιλάμβανε την προέλαση των Γερμανικών Panzer μέσα από το σχεδόν αφύλακτο δάσος των Αρδεννών, με την υποστήριξη της γερμανικής αεροπορίας (Luftwaffe). Αποτέλεσμα αυτής ήταν η κατάληψη τριών σημείων κατά μήκος του ποταμού Μεύση, από τα οποία οι μεραρχίες των Panzer πέρασαν στο εσωτερικό της χώρας, συντρίβοντας κάθε αντίσταση, εφαρμόζοντας την τεχνική της κεραυνοβόλου επιθέσεως Μπλίτσκριγκ (Blitzkrieg) και φτάνοντας μέχρι το Καλέ στις 27 Μαΐου.

Από την πλευρά των Συμμαχικών δυνάμεων, το «Θαύμα της Δουνκέρκης» αποτελεί αναμφισβήτητα μια κίνηση σωτήρια για τη συνέχιση του πολέμου ενάντια στον σκοτεινό Άξονα. Μετά από αλλεπάλληλες ήττες των Βρετανικών και Γαλλικών δυνάμεων και τη διαρκή υποχώρησή τους, το Βρετανικό στρατηγείο αποφάσισε να προβεί στην εκκένωση ενός μέρους της Βρετανικής Εξερευνητικής Δύναμης, θεωρώντας πως η περαιτέρω παραμονή τους εκεί θα είναι ολέθρια. Τα αρχικά τους σχέδια ήταν η διάσωση λιγότερων από 60.000 ανδρών. Όμως, η ηρωική αντεπίθεση Βρετανών και Γάλλων στην περιοχή του Arras, σε συνδυασμό με την ακινητοποίηση των Γερμανικών αρμάτων από τον Χίτλερ, ελλείψει κάλυψης και υπό τον φόβο διαταραχής των τάξεών τους, έδωσε τη δυνατότητα στο Βρετανικό Ναυτικό, σε συνεργασία με ιδιωτικά σκάφη Βρετανών και υπό την κάλυψη της Βρετανικής Πολεμικής Αεροπορίας, να διασώσει 340.000 χιλιάδες άνδρες, υπερβαίνοντας κατά πολύ τις προσδοκίες. Βέβαια, δεν ήταν λίγα τα σκάφη που βυθίστηκαν από τα γερμανικά βομβαρδιστικά, παρασέρνοντας στον θάνατο πλήρωμα και διασωθέντες.

Αν και η εκκένωση της Δουνκέρκης είχε επιτυχή έκβαση, η Μάχη της Γαλλίας έβαινε από το κακό στο χειρότερο. Στις 29 Μαΐου ο Φύρερ διατάζει ανασύνταξη δυνάμεων, προκειμένου η επίθεση να συνεχιστεί Νότια. Αν και μπορούσε, αποφάσισε να μη στραφεί προς τη Βρετανία, καθώς στο μυαλό του είχε πως εάν εξοντώσει τη σύμμαχό της και δεν της προκαλέσει πολλές απώλειες, θα είναι εύκολο να επιτευχθεί μια συμμαχία, προκειμένου να στραφεί απρόσκοπτα προς την Ανατολική Ευρώπη.

Στο στρατόπεδο της Γαλλίας επικρατούσε, για μια ακόμη φορά, ασυνεννοησία. Ο πρώην στρατάρχης Γκαμελέν πρότεινε ως λύσεις στη δυσχερέστατη αυτήν κατάσταση είτε την ανακωχή είτε την απόδραση από τη Γαλλία και τη συνέχιση του πολέμου στις γαλλικές αποικίες της Βόρειας Αφρικής. Για τη δεύτερη λύση θεωρούσε απαραίτητη, αν και σχεδόν μάταιη, την αντίσταση στη λεγόμενη «Γραμμή Βεϋγκάν», κατά μήκος των ποταμών Σομ και Αίν, προκειμένου οι γαλλικές δυνάμεις και η κυβέρνηση να κερδίσουν χρόνο και να πραγματοποιηθεί η μεταφορά των δυνάμεων στη Βόρεια Αφρική. Αντίθετα ο αντικαταστάτης του Στρατάρχης Βεϋγκάν, σχεδιαστής της ομώνυμης γραμμής, διαφωνούσε κάθετα, αρνούμενος πλήρως την υποχώρηση, καθώς, όπως πίστευε, δε διέθεταν τις απαραίτητες εφεδρείες για τη στήριξή της. Αντίθετα, θεωρούσε ορθότερη την παραμονή των δυνάμεων μέχρι τέλους στη γραμμή Σομ – Αίν, ακόμη και μετά την ενδεχόμενη διάρρηξη του μετώπου να ενισχύσει την άμυνα της γραμμής ενάντια στην επέλαση των Μεραρχιών Πάντσερ. Γι’ αυτό, δημιούργησε μικρές βάσεις – οχυρά, με το κωδικό όνομα «σκαντζόχοιροι», οι οποίοι ήταν εξοπλισμένοι με αντιαρματικά όπλα των 75 χιλιοστών και μπορούσαν να αμυνθούν των γερμανικών δυνάμεων ακόμη και μετά την κύκλωσή τους από τον εχθρό.

Στις 6 Ιουνίου οι γερμανικές δυνάμεις ξεκινούν την επίθεση στη γαλλική γραμμή άμυνας, με αιχμή του δόρατος 10 τεθωρακισμένες μεραρχίες οργανωμένες σε 5 σώματα, υπό τους στρατηγούς Φέντορ φον Μποκ και Γκέρτ φον Ρούντστετ. Στις 8 Ιουνίου ο Ρόμμελ (υπό τον Μποκ) διαρρηγνύει τη γαλλική γραμμή άμυνας στην περιοχή του ποταμού Σομ, φτάνοντας στους ποταμούς Μπετύν και Αντέλ. Η γαλλική άμυνα επανατοποθετήθηκε, κατόπιν εντολής του Βεϋγκάν, στη γραμμή Ρουέν – Βερνόν – Ποντουάζ. Σε αυτήν τη γραμμή ο Ρόμελ έφτασε την επόμενη μέρα, περνώντας τον ποταμό Σηκουάνα παρά την ανατίναξη των γεφυρών που πραγματοποίησαν οι Γάλλοι στην περιοχή Έλβαφ.

Στην ανατολική πλευρά της γαλλικής άμυνας τα πράγματα δεν ήταν καλύτερα. Οι γερμανικές δυνάμεις διέσχησαν τον ποταμό Αίν, δημιουργώντας βάση στη Σουασόν. Οι γαλλικές δυνάμεις υποχώρησαν και ανασυντάχθηκαν κοντά στον ποταμό Σηκουάνα. Στις 9 Ιουνίου ο Γκουντέριαν (υπό τον Ρούντστετ) επιτίθεται στη γραμμή γύρω από το Αττίνι και, παρά την αρχική αντίσταση των Γάλλων, καταφέρνει μέσω ενός μικρού προγεφυρώματος να περάσει τον ποταμό Αίν στις 10 Ιουνίου. Στη συνέχεια της προέλασής του την ίδια μέρα, κατάφερε με ην 1η και 2η Μεραρχία Πάντσερ να ισοπεδώσει όλους σχεδόν τους «σκαντζόχοιρους», που ήταν τοποθετημένοι κυρίως στην περιοχή κοντά στο Ρενς.

Βλέποντας τον κλοιό γύρω από το Παρίσι να σφίγγει και τις πιθανότητες για σταθεροποίηση του μετώπου να λιγοστεύουν, ο Πρωθυπουργός Ρεϊνό αποφάσισε στις 10 Ιουνίου να μεταφέρει την έδρα της κυβέρνησης από το Παρίσι στην Κοιλάδα του Λίγηρα στην Τουρ. Εκεί, σε συνάντηση που είχε με τον Τσόρτσιλ ακούστηκε για πρώτη φορά η πρόταση της ανακωχής, ενώ είχε ήδη διαταχθεί από τον Βεϋγκάν η κήρυξη του Παρισιού ως «ανοχύρωτη πόλη», προκειμένου να αποφευχθούν οι καταστροφές από τους Γερμανούς. Δόθηκε, επίσης, εντολή να καταστραφεί ο σταθμός καυσίμων της εταιρίας Standard Oil, προκειμένου να μην πέσουν τα καύσιμα στα χέρια των Γερμανών. Οι διαπραγματεύσεις για την παράδοση του Παρισιού έγιναν από τον Αμερικανό πρόξενο Ουίλιαμ Μπούλιτ.

Στις 13 Ιουνίου, σε μια νέα συνάντηση που είχε ο Τσόρτσιλ με τη γαλλική κυβέρνηση, δέχτηκε το αίτημα αποδέσμευσης της Γαλλίας από το σύμφωνο «περί μη υπογραφής ξεχωριστής συνθήκης». Ο Τσόρτσιλ που επιθυμούσε πρωτίστως να κρατήσει τη Γαλλία εντός πολέμου στη χώρα και, αν αυτό δεν ήταν εφικτό, να συνεχίσει τον αγώνα από τις αποικίες, πρότεινε να σταλθεί αίτημα στον Αμερικανό πρόεδρο Ρούσβελτ και να αναμένουν την απάντησή του πριν ενεργήσουν. Το ίδιο βράδυ στο υπουργικό συμβούλιο των Γάλλων, με πρωτοστάτη τον Φιλίπ Πεταίν, υποστήριζαν ένθερμα την υπογραφή ανακωχής, παρά την ύπαρξη φωνών, όπως του Ντε Γκολ, που υποστήριζαν την άμυνα μέχρις εσχάτων.

Την επόμενη μέρα στις 14 Ιουνίου και υπό το βάρος των εξελίξεων, ο Τσόρτσιλ συμφώνησε στην ακύρωση της αποστολής μιας δεύτερης Βρετανικής Εξερευνητικής Αποστολής στη Γαλλία, σχέδιο που είχε διατυπωθεί από τον Τσόρτσιλ κυρίως για διπλωματικούς λόγους. Χαρακτηριστική της κατάστασης ήταν η δήλωση του διοικητή της Αποστολής αυτής, στρατηγού Άλαν Μπρουκ, προς τον αρχικά αρνητικό στην ιδέα Τσόρτσιλ, η οποία περιέγραφε την αποστολή της δύναμης ως «σπατάλη δυνάμεων σε μάταιο σκοπό».

Την ίδια μέρα οι Γερμανοί μπαίνουν στο εγκαταλελειμμένο Παρίσι, με την πληθώρα των κατοίκων του να το εγκαταλείπουν. Τις προηγούμενες μέρες οι γραμμές του μετώπου είχαν σπάσει κατ’ επανάληψη, με τις απώλειες να είναι αποκαρδιωτικές. Η δήλωση του στρατηγού Αλφόνς Γκιόρκι προς τον Στρατάρχη Βεϋγκάν πως «όλες οι στρατιές έχουν διαλυθεί» είναι αποκαλυπτική. Στα Δυτικά οι δυνάμεις του Ρόμελ προήλαυναν στην περιοχή της Βρετάνης, ενώ ο Γκουντέριαν στα Ανατολικά είχε φτάσει στις 17 Ιουνίου στη Ντιζόν.

Στις 16 Ιουνίου η κυβέρνηση μεταφέρεται εκ νέου, αυτήν τη φορά στο Μπορντώ. Στις 17 Ιουνίου, σε ένα ακόμη συμβούλιο της γαλλικής κυβέρνησης, ο πρωθυπουργός Ρεϊνό έθεσε προς συζήτηση μια πρόταση, η οποία είχε διατυπωθεί από τους ευρισκόμενους στη Γαλλία στρατηγό Ντε Γκολ και διπλωμάτη Ζαν Μονέ, η οποία προέβλεπε τη δημιουργία ενιαίας πολιτείας Βρετανίας – Γαλλίας με κοινό Υπουργείο Πολέμου. Οι αντιδράσεις του συμβουλίου ήταν τόσο σφοδρές, με κυριότερο επιχείρημα την υποδούλωση της Γαλλίας και της απώλειας των αποικιών της από τους Βρετανούς, που ώθησαν τον πρωθυπουργό Ζαν Πολ Ρεϊνό σε παραίτηση, με τον Φιλίπ Πεταίν να γίνεται νέος πρωθυπουργός, κατόπιν διορισμού του από τον Πρόεδρο της Γαλλικής Δημοκρατίας Αλμπέρ Λεμπράν.

Αμέσως ο νέος Γάλλος πρωθυπουργός επικοινώνησε με τη Γερμανική διοίκηση, ξεκινώντας διαδικασίες διαπραγμάτευσης. Στις 19 Ιουνίου οι Γερμανοί καταλαμβάνουν τo Σερμπούρ και τη Βρέστη, με τον Χίτλερ να διακηρύσσει πως η κατάληψή τους είναι «ζήτημα τιμής για τον γερμανικό στρατό». Την ίδια μέρα ο επίλογος της αντίστασης του Γαλλικού Στρατού γράφτηκε στην Κοιλάδα του Λίγηρα. Στο διάστημα μέχρι τις 22 Ιουνίου οι γερμανικές δυνάμεις είχαν φτάσει στη γραμμή Ρουαγιάν – Ανγκουλέμ – Κλερμόν Φεράρ – Σαιντ Ετιέν – Γκρενόμπλ.

Στις 22 Ιουνίου 1940 υπεγράφη η ανακωχή της Γαλλίας με τη Γερμανία, στο ίδιο βαγόνι στο Κομπέιν που η Γερμανία υπέγραψε την παράδοση της στο τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Οι όροι περιλάμβαναν την προσάρτηση της Αλσατίας και της Λωρραίνης από τη Γερμανία, την εδραίωση ζώνης κατοχής από τη Βόρεια Γαλλία ως τις ακτές του Ατλαντικού, με τον Φιλίπ Πεταίν να αναλαμβάνει τη διοίκηση του νέου «Γαλλικού Κράτους», το οποίο εκτεινόταν Νότια του ποταμού Λίγηρα. Επίσης, το νέο κράτος θα αναλάμβανε την κάλυψη των εξόδων των δυνάμεων κατοχής, ενώ θα πραγματοποιείτο αποστρατικοποίηση του Γαλλικού Ναυτικού και επ’ αόριστον κράτηση των Γάλλων στρατιωτών και της φρουράς της Γραμμής Μαζινό.

Βέβαια, αν και το μέτωπο της Γαλλίας με τη Γερμανία έκλεισε με ήττα της πρώτης, υπήρξε ένα δεύτερο μέτωπο, στις Γαλλικές Άλπεις, στο οποίο οι Γάλλοι στρατιώτες επέδειξαν αδιαμφισβήτητο ηρωισμό. Στις 10 Ιουνίου ο Μπενίτο Μουσολίνι, ο αδύναμος κρίκος του Άξονα Ρώμης – Βερολίνου, κήρυξε τον πόλεμο στη Γαλλία. Η έναρξη των επιθέσεων δεν έγινε πριν τις 20 Ιουνίου, καθώς ο φοβικός Μουσολίνι περίμενε την επικράτηση του συμμάχου του. Σε αυτήν τη μάχη ο Ιταλός δικτάτορας έριξε 30 μεραρχίες, 8 εκ των οποίων ήταν στην εφεδρεία. Από την άλλη, οι Γάλλοι αντέταξαν μόλις 3 Μεραρχίες υπό τον στρατηγό Ρενέ Ολρύ, ενώ στη γραμμή άμυνας περιλαμβάνονταν και 3 επανδρωμένες οχυρές θέσεις. Παρά την αριθμητική υπεροχή των φασιστικών δυνάμεων, τα στενά περάσματα των Γαλλικών Άλπεων εκμηδένισαν αυτό το πλεονέκτημα, με τον στρατηγό Ολρύ να προβαίνει σε περαιτέρω καταστροφή τους στις 11 Ιουνίου. Οι επιθέσεις των Ιταλών στις 20 Ιουνίου αποκρούστηκαν με επιτυχία, ενώ οι μικρής κλίμακας νίκες τους στις 21 δεν απέτρεψαν την καταστροφή του φρουρίου τους στο Σαμπερτόν. Στις 22 και 23 προήλασαν σε περιορισμένη κλίμακα, χωρίς να καταφέρουν να κάμψουν την αντίσταση στη Μπριανσόν και τη Νίκαια. Στις 24 Ιουνίου υπεγράφη συνθήκη ειρήνης στη Ρώμη.

Τα αίτια της ήττας της Γαλλίας πρέπει να αναζητηθούν τόσο στη γαλλική όσο και στη γερμανική πλευρά. Η δαιδαλώδης διοίκηση του γαλλικού στρατού δυσκόλευε σε μεγάλο βαθμό τη λήψη και μεταβίβαση των αποφάσεων, με αποτέλεσμα οι καταστάσεις να προλαμβάνουν τις εντολές. Ο ελλιπής συντονισμός της Συμμαχικής αεράμυνας έκανε τη δουλειά της Λουφτβάφε ευκολότερη. Φυσικά τόσο οι συνθήκες αυτές όσο και η ψυχοφθόρα επίδραση της ήττας στο μέτωπο της Βόρειας Γαλλίας αποθάρρυναν τους στρατιώτες σε μεγάλο βαθμό, χωρίς φυσικά να λείπουν τα περιστατικά αυτοθυσίας. Από την άλλη, το ηθικό των Γερμανών ήταν στα ύψη και οι ομολογουμένως σοβαρές απώλειες δεν ήταν αρκετές για να επιβραδύνουν την επέλασή τους. Η ευελιξία και η ορθή κρίση των Γερμανών στρατηγών επέτρεψαν την προώθησή τους στο εσωτερικό του εχθρού, με τον κεραυνοβόλο τρόπο επίθεσης να εξαλείφει σχεδόν τις πιθανότητες εκδήλωσης αντεπίθεσης.

Τα νούμερα, άλλωστε, τόσο πριν όσο και μετά τη μάχη μιλούν από μόνα τους. Τόσο πριν τη μάχη όσο και μετά η υπεροχή της πολεμικής μηχανής του Χίτλερ είναι αδιαφιλονίκητη.

Συγκεκριμένα, η Γερμανία είχε 130 Μεραρχίες εκ των οποίων οι 10 ήταν τεθωρακισμένες, ενώ η Γαλλία συνολικά κατείχε 56. Οι Απώλειες, από τις 10 Μαΐου, από την πλευρά της Γερμανίας ήταν 27.000 νεκροί, 110.000 τραυματίες και 18.000 αγνοούμενοι, ενώ η Γαλλία είχε τριπλάσιους νεκρούς (90.000), διπλάσιους τραυματίες (200.000) και 10 φορές παραπάνω αγνοούμενους ή αιχμαλώτους από τη Γερμανία (1.900.000).

Μόλις ο Χίτλερ ολοκλήρωσε την εισβολή του στη Γαλλία, στράφηκε προς τη σύμμαχό της Βρετανία. Αισθανόταν σίγουρος για την επιτυχία του ακούγοντας τις διαβεβαιώσεις του στρατάρχη Χέρμαν Γκέριγκ πως η συντριβή της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας, στα πλαίσια της επιχείρησης «Θαλάσσιος Λέων», θα ήταν γεγονός σε μία εβδομάδα. Στη διάθεσή του είχε 2.000 αεροσκάφη, διαιρεμένα σε 3 σμήνη, με βάσεις στη Γαλλία, το Βέλγιο και τη Νορβηγία. Απέναντί της η βρετανική αεροπορία προέταξε 700 αεροσκάφη σε 4 ομάδες, μία για κάθε σημείο του ορίζοντα.

Την 1η Ιουλίου η πρώτη φάση της επίθεσης στη νότια ακτή προκάλεσε αρκετές απώλειες, τόσο στον αέρα όσο και στη θάλασσα, για τους Βρετανούς, αναγκάζοντάς τους να σταματήσουν κάθε είδους νηοπομπή στη Μάγχη. Στις 12 Αυγούστου η δεύτερη φάση στόχευσε στον σταθμό ραντάρ στο Βέντορ της νήσου Γουάιτ, ο οποίος τέθηκε εκτός λειτουργίας για 11 ημέρες, καλυπτόμενος βέβαια από γειτονικούς του. Ο Γκέριγκ συμπέρανε λανθασμένα στις 15 Αυγούστου πως η επίθεση αυτή ήταν αρκετή για την πλήξη των ραντάρ, συμπέρασμα καθοριστικό για την έκβαση της αναμέτρησης.

Στις 15 Αυγούστου και για πρώτη και τελευταία φορά, όλα τα αεροσκάφη της Λουφτβάφε ενώθηκαν, εξαπολύοντας ευρεία επίθεση σε 5 στόχους στην Ανατολική Αγγλία. Η «Μαύρη Πέμπτη», όπως έμεινε στην Ιστορία για τη Λουφτβάφε, της κόστισε 69 αεροσκάφη και 190 μέρη πληρώματος, με τους Βρετανούς να μετρούν 34 πτώσεις και 13 νεκρούς. Με τα δεδομένα αυτά, οι Γερμανοί περιόρισαν τις επιδρομές τους, σημειώνοντας σχετική επιτυχία στην καταστροφή των βάσεων της ομάδας που υπεράσπιζε τον βρετανικό Νότο.

Με την κόπωση εμφανή και στις 2 πλευρές, οι Γερμανοί άλλαξαν τα σχέδιά τους, πραγματοποιώντας στις 7 Σεπτεμβρίου την πρώτη πρωινή επίθεση στο Λονδίνο. Τις επόμενες μέρες οι πληροφορίες των γερμανικών μυστικών υπηρεσιών για την ύπαρξη μόλις 100 μαχητικών στις τάξεις της Βασιλικής Πολεμικής Αεροπορίας απεδείχθησαν ολέθρια ψευδείς, καθώς στις 15 Σεπτεμβρίου η Λουφτβάφε ήρθε πρόσωπο με πρόσωπο με τουλάχιστον 300 αντίπαλα μαχητικά, τα οποία τους υποχρέωσαν σε απώλειες 55 αεροσκαφών, με τους γενναίους Βρετανούς να μετρούν μόλις 28.

Η επίθεση στη Βρετανία κατέληξε σε φιάσκο, με την ήττα να χρεώνεται τόσο στον Γκέριγκ και στον ελλιπή σχεδιασμό της μάχης, όσο και στις αποσπασματικές και ψευδείς πληροφορίες των μυστικών υπηρεσιών. Αν και στη Γαλλία ο Χίτλερ θριάμβευσε, η «γηραιά Αλβιόνα» υπερασπίστηκε το έδαφός της, κρατώντας τη φλόγα της ελπίδας ζωντανή και αποτελώντας καταφύγιο και πηγή αντίστασης.


Βιβλιογραφία

  • Holmes R. (Επιμ. Σφυρόερα Σ.) (2017) Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο απόλυτος εικονογραφημένος οδηγός. Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο σσ. 82 – 85
  • Colonel Goutard A. ‘Fall of France’ The History of the Second World War Part 7 The Fall of France. (2η έκδοση) (1972) ΗΠΑ: BPC Publishing σσ. 170 – 175
  • Beevor A. (2014) The Second World War (2η έκδοση) Λονδίνο: Phoenix σ. 139 – 147

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Μελιτσιώτης, Σύμβουλος Έκδοσης
Νίκος Μελιτσιώτης, Σύμβουλος Έκδοσης
Γεννήθηκε το 1997 στην Καλαμάτα και είναι επί πτυχίω φοιτητής στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Συμμετείχε σε αρχαιολογικά και ιστορικά συνέδρια και ημερίδες ως εισηγητής και εθελοντής. Είναι ένθερμος μελετητής της Βυζαντινής Ιστορίας. Ασχολείται με τον παραδοσιακό χορό και τη συλλογή και μελέτη νομισμάτων.