Της Μαρίας Τάκη,
Η «Πολίτικη Κουζίνα» είναι μια ελληνική ταινία που προβλήθηκε στις κινηματογραφικές αίθουσες της χώρας μας για πρώτη φορά το 2003. Το σενάριο καθώς και τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Τάσος Μπουλμέτης. Κύριο θέμα; Η σκιαγράφηση της ταραχώδους επικοινωνίας και αλληλεπίδρασης δυο γειτονικών λαών που δεν χάνουν ευκαιρία να αποδείξουν πως μπορούν να μεταμορφωθούν σε κλάσματα δευτερολέπτου από καρντάσια σε άσπονδους εχθρούς· των Ελλήνων και των Τούρκων.
Δε σκοπεύω να γίνω κι εγώ μια από τους πολλούς που θα αναλύσει το σενάριο και την πλοκή. Εξάλλου, μετά από 17 ολόκληρα χρόνια από την πρώτη προβολή και περίπου 1,4 εκατομμύρια εισιτήρια -εκτοξεύοντάς την στις εμπορικότερες ταινίες του ελληνικού box office- η ταινία είναι σίγουρα γνωστή στο ευρύ κοινό. Εγώ θέλω να μιλήσω για τα συναισθήματα που σου προκαλεί, που αν μη τι άλλο είναι το λιγότερο έντονα, και το περισσότερο δεν μπορώ να βρω λέξη που να τα περιγράφει.
Γιατί με θυμάμαι να χαμογελάω ασυναίσθητα όταν άκουγα τις λεξιπλασίες του παππού του Φάνη στο πατάρι του παντοπωλείου. Σύμφωνα με αυτόν, η λέξη «γαστρονόμος» κρύβει μέσα της τη λέξη «αστρονόμος», η λέξη «στροφή» κρύβει μέσα της τη λέξη «τροφή» και το ηλιακό μας σύστημα είναι φτιαγμένο από κανέλα, πιπέρι, αλάτι και κάμποσα άλλα μπαχαρικά. Θυμάμαι τον Φάνη να μαγειρεύει στη Σαϊμέ, τον πρώτο και όπως φαίνεται τελευταίο αληθινό έρωτά του, να ανταλλάσσουν συνταγές των μανάδων τους και στο τέλος αυτή να του χορεύει ως αντάλλαγμα.
Θυμάμαι τη χάβρα που επικρατούσε στους πολύβουους δρόμους της Πόλης αλλά και την ταχύτητα, την προφορά και τους ιδιωματισμούς των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης. Επίσης, ξεχνάει κανείς τα αρχοντικά φορέματα, τα ακριβά γιλέκα, τα ανδρικά καπέλα ή τα γεμάτα με φαγητά τραπέζια στις μαζώξεις της οικογένειας; Σχεδόν μπορούσες να μυρίσεις και να γευτείς όλη τη νοστιμιά των πιάτων, που απλώνονταν μπροστά στα μάτια σου.
Θυμάμαι τα σύννεφα και την ανησυχία ζωγραφισμένη στα μάτια των Ελλήνων και τα μισόλογα των ανδρών στο χαμάμ. Θυμάμαι την καρδιά μου να σφίγγεται όταν ο στρατιωτικός ανήγγειλε στην οικογένεια Ιακωβίδη την υποχρεωτική τους απέλαση από την Τουρκία. Θυμάμαι ότι τα δάκρυα μου δε μπορούσαν να σταματήσουν, όταν ο παππούς αποχαιρέτησε τον Φάνη στην αποβάθρα και του ψιθύρισε: «όπου και να βρίσκεσαι να κοιτάζεις τ’ άστρα. Γιατί εκεί στον ουρανό είναι πράγματα που βλέπουμε, αλλά είναι είναι και πράγματα που δεν βλέπουμε. Εσύ να μιλάς για τα πράγματα που δεν βλέπουν οι άλλοι. Είναι όπως με το φαΐ. Σε μέλει εσένα άμα δε βλέπεις τ’ αλάτι άμα το φαγητό σου είναι νόστιμο; Δε σε μέλει. Εκεί όμως είναι η ουσία. Στο αλάτι».
Ξέρω ότι δεν θα ξεχάσω ποτέ το βλέμμα του Ιεροκλή Μιχαηλίδη, τη φωνή του να σπάει, να λυγίζει και να τραυλίζει ότι «ο παππούς δεν ήρθε τόσα χρόνια γιατί δεν ήθελε να έρθει. Δεν θ’ άφηνε την Πόλη με τίποτα. Κανένας μας δεν θα άφηνε την Πόλη για τίποτα στον κόσμο. Την Πόλη, την είπανε Πόλη, γιατί ήτανε η πιο όμορφη Πόλη του κόσμου». Ξέρω ότι όσα χρόνια κι αν περάσουν, πάντα θα λυγίζω σ’ αυτό το «Παππού, ήρθα. Ήρθα, παππού!», που ξεστόμισε ο Χωραφάς στην αίθουσα της εντατικής και στο άκουσμα της φράσης το χέρι του παππού ανασηκώθηκε κι έστω και εικονικά «έτριψε μπαχαρικά» επάνω στο χειρουργικό κρεβάτι, σημάδι πως τον άκουσε. Πως αναγνώρισε τον εγγονό του!
Ξέρω ότι θα ανατριχιάζω μόνιμα στα ορχηστρικά της Ευανθίας Ρεμπούτσικα. Κάθε νότα, κάθε γραμμή στο πεντάγραμμο είναι λες και γεννήθηκε με σκοπό να με κάνει να βιώσω ακόμη πιο έντονα το όποιο συναίσθημα και να μείνει χαραγμένη στη μνήμη μου ως η μουσική υπόκρουση της πολίτικης κουζίνας. Τίποτα λιγότερο. Τα καρέ της ταινίας ανασύρονται αυτόματα κάθε φορά που θα παίξω κάποιο από τα κομμάτια στο ακορντεόν μου ή που θα τα ακούσω στον υπολογιστή.
Η κόκκινη ομπρέλα που φεύγει από τον φάρο της Πόλης και συνεχίζει το ταξίδι της στο διάστημα -και κατ’ επέκταση στο χρόνο- θα παραμείνει στην ψυχή μου ως σημάδι πως οι έρωτες, το ρομάντσο και η παιδική αθωότητα ζουν κάπως ιδεατά στο διηνεκές. Οι εικόνες, τα χρώματα, τα σκηνικά και τα κοστούμια θα με μεταφέρουν κάθε φορά σε μια άλλη εποχή και σε μια χώρα όπου ο Θεός διαφέρει, η γλώσσα έρχεται από τα βάθη της Ανατολής και η αλληλεπίδραση των λαών απλώς ρίχνει νερό στη φωτιά που όμως αδυνατεί να σβήσει εντελώς, διότι μια σπίθα μόνο φτάνει για να θεριέψει πάλι.
Θα θυμάμαι ότι η κουζίνα, η πολίτικη -ή πολιτική- και οποιαδήποτε κουζίνα, εκτός από φροντίδα, σε δένει με τον τόπο και τους ανθρώπους σου μ’ έναν τρόπο μαγικό που δύσκολα εξηγείται. Σου διεγείρει αισθήσεις και σου ξυπνάει μυρωδιές ξεχασμένες και χαμένες στο χρονοντούλαπο της ιστορίας. Ανασύρει γεγονότα, που κάπως ασυναίσθητα έχεις συνδυάσει με γεύσεις. Μα πάνω απ’ όλα, σου μαθαίνει ένα πράγμα· ότι δεν σε μέλει αν βλέπεις αλάτι ή όχι. Και κανένα από όλα τα υπόλοιπα μπαχαρικά από το ηλιακό σύστημα του παππού του Φάνη. Φτάνει που το φαγητό σου είναι νόστιμο.
Κι έτσι κάπως ασυναίσθητα μαθαίνεις πως ίσως μερικές φορές έχει μεγαλύτερη αξία να μιλάς για τα πράγματα που δεν βλέπουν οι άλλοι. Γιατί εκεί, κρύβεται η ομορφιά…
Γεννήθηκε στην Έδεσσα. Είναι απόφοιτη του τρίτου ευρωπαϊκού σχολείου Βρυξελλών και της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει άριστα Αγγλικά και Γαλλικά. Παίζει ακορντεόν και πιάνο και έχει κάνει μαθήματα φωνητικής. Χορεύει μπαλέτο και λάτιν και ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο και την φωτογραφία. Η αγάπη της για την λογοτεχνία και την ποίηση την οδήγησε στην αρθρογραφία, ενώ τα ταξίδια και η επαφή με διαφορετικές κουλτούρες και πολιτισμούς είναι το διάλειμμα από την καθημερινότητά της.