Της Κωνσταντίνας-Μαρίνας Χριστοφή,
Μια αγαπημένη ασχολία όλων μας είναι τα ψώνια… Φυσικά δεν αρέσουν σε όλους στον ίδιο βαθμό, αλλά δεν παύουν να αποτελούν μια πολύ ευχάριστη διαδικασία, η οποία προσδίδει στον καταναλωτή ένα αίσθημα χαράς και ενδεχομένως ανανέωσης. Η εμπειρία, όμως, του να ψωνίζει κανείς δεν είχε πάντα αυτή την υφή. Ειδικότερα, πριν από είκοσι περίπου χρόνια τα ψώνια δεν ήταν παρά μία διαδικασία σπάνια, δεδομένου ότι πραγματοποιούνταν μία έως δύο φορές το χρόνο και εξυπηρετούσαν αποκλειστικά την κάλυψη αναγκών.
Με την πάροδο των χρόνων όμως, η νοοτροπία του καταναλωτικού κοινού άλλαξε, καθώς σταδιακά η δύναμη της εικόνας άρχισε να υπερισχύει, οι άνθρωποι έπαψαν να αντιμετωπίζουν τα ενδύματα και τα αξεσουάρ ως πολυτέλεια ή απλή ανάγκη και φυσικά, άρχισε να γεννάται η έννοια της μόδας και του στυλ. Στη συγκεκριμένη, λοιπόν, μεταβατική καμπύλη πρόσφορο έδαφος βρήκαν μεγάλες εταιρίες μαζικής παραγωγής ενδυμάτων και υποδημάτων, δίνοντας ζωή σε έναν νέο όρο, το fast fashion (γρήγορη μόδα). Το fast fashion περιλαμβάνει ρούχα τα οποία ακολουθούν πιστά τις τάσεις της μόδας, πωλούνται μαζικά σε χαμηλό κόστος και χαμηλή ποιότητα, καθώς κατασκευάζονται σε χώρες με ιδιαίτερα φθηνό εργατικό δυναμικό (Κίνα, Μπαγκλαντές, Ινδία).
Όλη η προβληματική με τη νοοτροπία της «γρήγορης μόδας» έγκειται αφενός στο ότι τροφοδοτείται ο καταναλωτισμός και αφετέρου στο ότι ασθμαίνουν μικροεπιχειρήσεις, τοπικές και μη (αντίστοιχα εγχώριες και μη). Μια μεγάλη μερίδα καταναλωτών, εύλογα θα επιλέξει τη δυνατότητα να προμηθευτεί μεγάλο όγκο ενδυμάτων, που καλύπτουν φυσικά και τις «επιταγές» της μόδας, με πολύ χαμηλό τίμημα, αντί να αγοράσει ένα μπλουζάκι ή ένα τζιν σε μία τιμή κατά πολύ υψηλότερη. Κατ’ επέκταση λοιπόν, ελληνικές επιχειρήσεις που απασχολούν έναν συγκεκριμένο αριθμό δυναμικού, τηρώντας φυσικά τους κανόνες υγιεινής, τα εργασιακά δικαιώματα και την αμοιβή που απαιτείται, ωχριούν μπροστά σε μεγάλες επιχειρήσεις, που επικεντρώνονται μόνο στη μαζική παραγωγή και στο υψηλό κέρδος.
Από τα παραπάνω συνάγεται επίσης το γεγονός ότι το σύνολο αυτών των επιχειρήσεων, στηρίζεται στην αισχροκέρδεια και θυσιάζει στον βωμό του χρήματος πανανθρώπινα δικαιώματα. Δεν είναι άλλωστε άγνωστο το γεγονός ότι πολλές βιομηχανίες παραγωγής απασχολούν ανήλικα τέκνα, γυναίκες αμισθί και δεν τηρούν στοιχειώδεις κανόνες που ευνοούν τις συνθήκες εργασίας (π.χ. παροχή αδειών, τακτικά διαλείμματα, εργασιακή ασφάλιση κτλ).
Σε αυτό το σημείο, θα ήθελα να τονίσω ότι για πολλούς ανθρώπους, η «μόδα» πράγματι αποτελεί πολυτέλεια, καθώς δεν έχουν όλοι την οικονομική ευχέρεια να «επιλέξουν» ανάμεσα στην ποιότητα και στην τιμή. Συνεπώς, το fast fashion έχει και μια πιο «φωτεινή» πλευρά, καθώς δίνει σε πολλούς τη δυνατότητα να προμηθευτούν ρούχα, υποδήματα και όλα τα αναγκαία για την καθημερινότητά τους εφόδια. Επίσης, πολλές γνωστές αλυσίδες τέτοιων καταστημάτων στηρίζουν διάφορα κινήματα, όπως είναι για παράδειγμα τα σχετικά με την προστασία του περιβάλλοντος, την παραγωγή βιοδιασπώμενων ενδυμάτων ή την πολιτική «ανακύκλωσης» ρούχων.
Πολλά είναι συνεπώς τα ζητήματα που ανακύπτουν από την αυτοκρατορία της «γρήγορης μόδας»… Ζητήματα ηθικής, ζητήματα ανθρωπισμού, αλλά κυρίως ζητήματα νοοτροπίας. Μιας νοοτροπίας δηλαδή «διαδοχής», όπου το νέο θα αντικαταστήσει το παλιό και κάθε φορά θα οδηγούμαστε σε έναν φαύλο κύκλο που στηρίζεται στην «εικόνα», σε ένα φαίνεσθαι δηλαδή, αντικαταστατό. Συνεπώς, θα ήταν θεμιτό -όταν είναι οικονομικά εφικτό- να επιλέγουμε ποιοτικά κομμάτια, τα οποία είναι απόρροια οργανωμένης εργασίας, έμπνευσης και δημιουργίας και όχι ενδύματα τα οποία απλώς γεμίζουν τα ράφια των καταστημάτων για δύο εβδομάδες.
Είναι προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος της Νομικής, στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης. Ο τομέας που την ενδιαφέρει αρκετά όσον αφορά στη νομική, είναι εκείνος του ναυτικού δικαίου, ωστόσο την αγγίζουν έντονα και ζητήματα ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών. Σε ένα έξω-νομικό πλαίσιο, λατρεύει ιδιαίτερα τη συγγραφή, τη λογοτεχνία και την τέχνη. Τέλος, προσπαθεί να δραστηριοποιείται όσο το δυνατόν περισσότερο εθελοντικά καθώς υποστηρίζει έντονα τις αρχές της φιλανθρωπίας και ανιδιοτέλειας.