Της Νικολέτας Ζιώγα,
Το Ισραήλ, αν και αποτελεί ένα κράτος νεοσύστατο, αφού μετράει μόλις 72 χρόνια εθνικής ανεξαρτησίας, κατάφερε να αναδειχθεί σε παγκόσμια οικονομική και στρατιωτική δύναμη, μέσα σε λίγες μόλις δεκαετίες. Με σύσσωμο τον αραβικό κόσμο εναντίον του, τη γεωγραφική του έκταση να περιορίζεται στα 20.770 τ.χλμ και το λαό του διεσπαρμένο στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, θα έλεγε κανείς – και μάλιστα εύλογα – ότι το «προσδόκιμο ζωής» του ισραηλινού κράτους βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα. Παρά τις όποιες δυσκολίες, όμως, το Ισραήλ κατόρθωσε να αποτελέσει το τεχνολογικό διαμάντι της Μέσης Ανατολής και να καταστεί ανταγωνιστικό στις διεθνείς αγορές.
Το μεγαλύτερο στοίχημά του, ωστόσο, εξακολουθούσε να είναι, εδώ και αιώνες, ένα: ο επαναπατρισμός των εκτοπισμένων από τη «Γη της Επαγγελίας» Εβραίων, που επιζητούσαν να επιστρέψουν στα πολυπόθητα πάτρια εδάφη τους. Εξαίρεση δεν αποτελούσε ούτε η αιθιοπική, εβραϊκή κοινότητα, ονόματι «Beta Israel» ή αλλιώς «Φελάσα», για την οποία η επιστροφή στην Ιερουσαλήμ ήταν ένα ανεκπλήρωτο όνειρο 2.700 χρόνων. Αν και αποκομμένοι από τον υπόλοιπο εβραϊσμό, οι Φελάσα παρέμειναν πιστοί στα ήθη και τα έθιμά τους, με την ιδέα ότι αποτελούσαν το τελευταίο απομεινάρι του εβραϊσμού. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, εντούτοις, υπέπεσε στην αντίληψη της μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών του Ισραήλ, Mossad, ότι οι Εβραίοι της Αιθιοπίας διέτρεχαν κίνδυνο, μέσω σχετικής επιστολής που συνέταξε το μέλος της αιθιοπικής κοινότητας, Φερέντε Άκλουμ, απευθύνοντας έκκληση σε οργανώσεις για ανθρωπιστική αρωγή.
Η περιβόητη μυστική υπηρεσία δεν άργησε να αναλάβει τα ηνία και να θέσει σε εφαρμογή την επιχείρηση διάσωσης των Εβραίων αδερφών τους, με την κωδική ονομασία «Μωυσής». Δεδομένων των μεταναστευτικών φραγμών που είχε θέσει η αιθιοπική κυβέρνηση, η Mossad έκρινε πως η μετακίνηση των Φελάσα έπρεπε να γίνει από το όμορο Σουδάν. Στο μεταξύ, επίλεκτοι ισραηλινοί πράκτορες εντόπισαν στην ακτογραμμή της Ερυθράς Θάλασσας ένα εγκαταλελειμμένο παραθαλάσσιο χωριό, που προσφερόταν για ναυτική επιβίβαση, μιας και η μεταφορά των Εβραίων προσφύγων δια θαλάσσης αξιολογήθηκε ως η καλύτερη δυνατή λύση. Παριστάνοντας, επομένως, τους εκπροσώπους ενός ελβετικού ταξιδιωτικού πρακτορείου, τα «γεράκια» της Mossad έπεισαν τις σουδανικές αρχές να πωλήσουν το ερημωμένο καλοκαιρινό θέρετρο της περιοχής στην εξευτελιστική τιμή των 320.000 δολαρίων, με στόχο τη δήθεν προσέλκυση τουρισμού.
Υποκρινόμενοι, λοιπόν, με μεγάλη πειστικότητα τους εκπαιδευτές καταδύσεων, οι ισραηλινοί πράκτορες εκμεταλλεύτηκαν τη στρατηγική θέση του θερέτρου – «βιτρίνα» προς όφελος τους. Υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι του σουδανικού στρατού, Βρετανοί στρατιώτες της SAS, αλλά και ξένοι διπλωματικοί ακόλουθοι, που φιλοξενήθηκαν στο θέρετρο, αγνοούσαν παντελώς ότι επρόκειτο για μια καλοστημένη απάτη. Το Arous Village μάλιστα, όπως ονομάστηκε, γνώρισε τέτοια επιτυχία, που απεξαρτήθηκε οικονομικώς από το Ισραήλ, το οποίο κάλυπτε μέχρι τότε όλες τις δαπάνες του. Ένα μέρος των κερδών διατέθηκε στην αγορά φορτηγών για τη μεταφορά των προσφύγων. Στο μεταξύ, όσα από τα μέλη της αιθιοπικής μειονότητας κατάφεραν να διασχίσουν την έρημο (δεδομένου ότι 1.500 Εβραίοι έχασαν τη ζωή τους, λόγω των αντίξοων συνθηκών διαβίωσης ή έπεσαν θύματα απαγωγής), εγκαταστάθηκαν σε σουδανικούς προσφυγικούς καταυλισμούς.
Η ισραηλινή μυστική υπηρεσία, βετεράνος σε επιχειρήσεις διάσωσης, απευθύνθηκε στο πολεμικό ναυτικό του Ισραήλ, προκειμένου να εξασφαλίσει τη θαλάσσια κάλυψη στις ακτές, σύμφωνα με δηλώσεις που έκανε πράκτορας υψηλού κύρους στο BBC. Η τοποθέτηση, επίσης, γυναικών στη θέση των υπευθύνων του θερέτρου, απάλλασσε από τυχόν υποψίες, ενώ η χρήση κρυφών πομπών εξασφάλιζε την τακτική επικοινωνία με τα κεντρικά γραφεία της Mossad, στο Τελ Αβίβ. Το Arous Village συνέχισε να δέχεται σε καθημερινή βάση νέους ενοίκους, λειτουργώντας ως η ιδανική κάλυψη. Ανά τακτά διαστήματα, μια ομάδα πρακτόρων αποχωρούσε από το θέρετρο κατά τις νυχτερινές ώρες και πραγματοποιούσε ένα ταξίδι πολλών χιλιομέτρων, προκειμένου να συλλέξει τους Εβραίους εκείνους που διέφευγαν από τα σουδανικά στρατόπεδα. Κατόπιν, τους μετέφεραν με φορτηγά, έχοντας παρακάμψει επιτυχώς τα σημεία ελέγχου του στρατού, στην παραλία, όπου ισραηλινές ναυτικές δυνάμεις τους επιβίβαζαν στις φουσκωτές λέμβους, μέσω των οποίων και θα τους οδηγούσαν με ασφάλεια στο σκάφος αναμονής INS Bat Galim, με τελικό προορισμό το Ισραήλ.
Επρόκειτο για ένα εγχείρημα υψηλής επικινδυνότητας, το οποίο μπορούσε να οδηγήσει τόσο τους πρόσφυγες, όσο και τους ισραηλινούς πράκτορες στο δημόσιο απαγχονισμό, σε περίπτωση που οι δραστηριότητες τους γίνονταν αντιληπτές από τις σουδανικές αρχές. Για το λόγο αυτό, ξεκίνησαν, το Νοέμβριο του 1984, οι αερομεταφορές των προσφύγων. Βέβαια, οι σουδανικές δυνάμεις δεν άργησαν να υποπτευθούν ότι μυστικές δραστηριότητες λάμβαναν χώρα στο έδαφός τους, αναγκάζοντας τη διαβόητη υπηρεσία να αναζητήσει νέα σημεία προσγείωσης των αεροσκαφών. Παρά τις αντιξοότητες, πάνω από 30 επιχειρήσεις στέφθηκαν με επιτυχία, διασώζοντας κατά προσέγγιση 8.000 ζωές. Μετά την επιχείρηση «Μωυσής», η οποία έλαβε τέλος τον Ιανουάριο του 1985, ακολούθησαν, λίγα χρόνια αργότερα, και άλλες συμπληρωματικές, όπως η επιχείρηση «Joshua», αλλά και η επιχείρηση «Σολομών».
Συμπερασματικά, λοιπόν, μέσα από τις εξαιρετικά ριψοκίνδυνες αποστολές που ανέλαβε να φέρει εις πέρας η Mossad, διαφαίνεται η ενδόμυχη επιθυμία του Ισραήλ να συγκεντρώσει τον Εβραϊσμό της Διασποράς και να εκπληρώσει τις ελπίδες των εκπατρισμένων Εβραίων για επιστροφή στην δική τους «Εδέμ». Το ισραηλινό κράτος, αποδίδοντας μεγάλο βάρος στην έννοια του έθνους, απέδειξε, για μια ακόμη φορά, ότι σκοπεύει να επιβιώσει πάση θυσία στον παγκόσμιο χάρτη, αλλά και ότι διαθέτει όλες τις δυνατότητες για να το πράξει.