Της Ελευθερίας-Μαρίας Γκίκα,
Επιστρέφοντας αργά το μεσημέρι από το πρώτο μου μπάνιο στη θάλασσα για φέτος, «παίζοντας» με τα κανάλια του ραδιοφώνου του αυτοκινήτου, πέτυχα σε κάποιο σταθμό μια συζήτηση για τη γηραιότερη μητέρα στον κόσμο, την 80χρονη – όχι δεν είναι τυπογραφικό λάθος – Omkali Singh από την Ινδία.
Η «διάσημη» κατά κάποιο τρόπο γυναίκα απέκτησε στα 74 της χρόνια δίδυμα, γινόμενη πρωτοσέλιδο στα μέσα ενημέρωσης και εγείροντας συζητήσεις γύρω από τη «λειτουργικότητα», αν θέλετε, της μητρότητας σε αυτή την ηλικία. Ένα από τα δύο μωρά της απεβίωσε πριν από δύο χρόνια, η Omkali όμως εξακολουθεί να μεγαλώνει το παιδί της όσο πιο φυσιολογικά μπορεί. Στο μεταξύ η ίδια με το σύζυγό της έχει δύο κόρες και πέντε εγγόνια, η απόκτηση όμως ενός γιου, υποστηρίζει, ήταν αυτό που ήθελε για την «ολοκλήρωσή» της ως μητέρα. Σήμερα, δηλώνει ευτυχισμένη με την επιλογή της και παρόλο που γνωρίζει ότι ο χρόνος δεν είναι με το μέρος της, εύχεται να προλάβει να μοιραστεί όσο περισσότερες σημαντικές στιγμές της ζωής του παιδιού της. Μεταξύ άλλων, υποστηρίζει πως την ανακουφίζει το γεγονός ότι φεύγοντας από τη ζωή, οι άλλες δύο μεγάλες – προφανώς – κόρες της, θα φροντίσουν τον γιο της και αδερφό τους, όπως χρειαστεί.
Ωστόσο, δεν είναι το πρώτο περιστατικό που κάποια γυναίκα γίνεται μητέρα σε τόσο προχωρημένη ηλικία. Το 2005 η συγγραφέας παιδικών μυθιστορημάτων Αντριάνα Ιλιέσκου, με καταγωγή από την Ρουμανία, έγινε μητέρα ενός κοριτσιού. Γέννησε την κόρη της Ελίζα σε ηλικία 66 ετών και 230 ημερών. Αυτό την καθιστούσε την γηραιότερη μητέρα του κόσμου μέχρι που η Ισπανίδα Μαρία ντελ Κάρμεν Μπουσάντα ντε Λάρα γέννησε δίδυμα στην ίδια ηλικία και 358 ημερών, σημειώνοντας μεγαλύτερο ρεκόρ από αυτό της Αντριάνα Ιλιέσκου το 2006.
Η αλήθεια είναι πως γυναίκες ηλικίας άνω των 47-48 ετών καταφέρνουν να μείνουν έγκυες με τη βοήθεια σχεδόν αποκλειστικά της εξωσωματικής γονιμοποίησης. Σύμφωνα με ιατρικές έρευνες, μετά την ηλικία των 45 ετών μόνο μία στις δέκα γυναίκες – χωρίς ιστορικό υπογονιμότητας – μπορεί να μείνει έγκυος με φυσικό τρόπο. Στο μεταξύ, περίπου το 50% αυτών που το καταφέρνουν, θα αποβάλλει ενώ από τις υπόλοιπες το 10% περίπου θα κυοφορεί έμβρυα με χρωμοσωμικές ανωμαλίες. Αυτό συμβαίνει γιατί όσο μεγαλώνει η γυναίκα, τόσο φθίνει η ποιότητα των ωαρίων της και τόσο μειώνεται το ποσοστό αυτών που θα μπορέσουν τελικά να παράγουν βιώσιμα έμβρυα.
Πέραν βέβαια των δυσκολιών βιολογικής φύσεως, υπάρχουν και αυτές της ψυχολογικής και δεν είναι καθόλου αμελητέες. Είναι μια γυναίκα στα 60 της ψυχολογικά έτοιμη να διαχειριστεί αυτή τη ριζική αλλαγή στη ζωή της και να «διαταράξει» ίσως τον ρυθμό της; Κι από την άλλη, έχει την ψυχική δύναμη να διαχειριστεί τον επερχόμενο αυτό νέο άνθρωπο, με όλες τις δυσκολίες, τις εντάσεις και την ενέργεια που θα κουβαλά ένα παιδί;
Όσο και να ψάξουμε, σωστή απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα δεν θα βρούμε. Σίγουρα, το σώμα έχει τη δική του γλώσσα να μας δείχνει τι μπορεί να βγάλει εις πέρας και τι όχι και καλό θα ήταν να το ακούμε. Κάποιες φορές βέβαια, το μυαλό παραπλανάται από την ισχυρή θέληση και άλλες από μια ενδεχόμενη ισχυρή άρνηση και φόβο… Γι’ αυτό και μια γνώμη ψυχολόγου πιστεύω θα ξεδιάλυνε κατά πολύ τον/την ενδιαφερόμενο/-η. Αν για κάτι δε μπορούμε να αμφιβάλλουμε, είναι πως κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα να γίνει γονιός αν κι εφόσον το επιτρέπει η υγεία και η ψυχική του δύναμη. Αν η επιλογή αυτή πηγάζει από υγιή κίνητρα και σαφή προσανατολισμό, τότε η κοινωνία συνολικά αλλά και κάθε μέλος που την απαρτίζει μεμονωμένα οφείλει να στηρίζει τις επιλογές αυτές. Στηρίζω δεν σημαίνει απαραίτητα συμφωνώ. Σημαίνει αποδέχομαι και κατανοώ. Και πόσο σπουδαίες είναι αυτές οι δυο έννοιες για μια κοινωνία που θέλει ευτυχισμένους πολίτες;