12.8 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΟικονομίαΓιατί η Γερμανία λέει «όχι»

Γιατί η Γερμανία λέει «όχι»


Του Μιχάλη Τιάκα,

Στις 9 Μαΐου 1950, ο Γάλλος υπουργός εξωτερικών Robert Schuman παρουσίασε σε έξι ευρωπαϊκά κράτη, την πρότασή του για τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κοινότητας Άνθρακα και Χάλυβα. Με αυτή τη σεμνή, πλην φιλόδοξη συμφωνία, έξι κατεστραμμένες από τον πόλεμο οικονομίες χρειάστηκαν μόλις δύο υλικά για να οικοδομήσουν τα θεμέλια της μετέπειτα Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ακριβώς 70 χρόνια αργότερα, τον Μάιο του 2020, το ευρωπαϊκό οικοδόμημα δέχτηκε ένα ισχυρό πλήγμα από μια χώρα-πρωτοστάτη της κατασκευής του.

Στις 5 Μαΐου 2020, το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας αμφισβήτησε τη νομιμότητα της νομισματικής πολιτικής που ακολουθήθηκε στην Ευρωζώνη, αψηφώντας το ίδιο το ευρωπαϊκό δίκαιο. Η πολιτική αυτή, κατά κοινή ομολογία, έσωσε το ευρώ και τα μέλη της Ένωσης, ενώ εφαρμόστηκε από τον φορέα, στον οποίο το μεγαλύτερο μερίδιο έχει η ίδια η Γερμανία. Δεδομένου ότι η ΕΕ πέρα από οικονομική είναι κατά βάση μια ένωση δικαίου, η απόφαση του δικαστηρίου όχι μόνο προβληματίζει, αλλά επισκιάζει την ίδια τη λειτουργία της, φέρνοντας στο προσκήνιο το ενδεχόμενο μιας νομικής κρίσης. Εκ πρώτης όψεως, φαντάζει παράλογο η χώρα με μια από τις μεγαλύτερες συνεισφορές στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση να απειλεί τη σταθερότητά της και να θέτει εμπόδια στη λειτουργία της. Εύλογα αναρωτιέται κανείς, γιατί να συμβαίνει κάτι τέτοιο.

Μελετώντας την ιστορία της σύγχρονης Γερμανίας παρατηρεί κανείς μια αξιοθαύμαστη οικονομική πορεία. Η χώρα χρειάστηκε 30 χρόνια για να ηττηθεί σε δύο καταστροφικούς παγκόσμιους πολέμους και άλλα τόσα για να εξελιχθεί στην ισχυρότερη οικονομία της Ευρώπης. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, επτά κράτη του ευρωπαϊκού βορρά σε μια προσπάθεια να συγκρατήσουν τον πληθωρισμό της εποχής αποφάσισαν να συνδέσουν τα εθνικά τους νομίσματα με το γερμανικό μάρκο. Με τον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, τα κράτη παρέδωσαν ένα μέρος της ανεξαρτησίας των κεντρικών τους τραπεζών, τηρώντας σταθερές ισοτιμίες με το ισχυρό γερμανικό νόμισμα.

Ο Μηχανισμός σύντομα επεκτάθηκε και οδήγησε στη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ), μαζί με την οποία υιοθετήθηκε ένα ενιαίο νόμισμα, το ευρώ. Μεγαλύτερος και βασικότερος μέτοχος της ΕΚΤ είναι και πάλι η Γερμανία, η οποία με την επιρροή της έχει το μεγάλο μερίδιο στην άσκηση της ευρωπαϊκής νομισματικής πολιτικής. Ως αντάλλαγμα αυτής της νομισματικής επιρροής, η Γερμανία παρέχει στην Ευρώπη ένα από τα σημαντικότερα εξαγώγιμα προϊόντα της. Αξιοπιστία.

Ένα κράτος είναι οικονομικά αξιόπιστο όταν όλοι πιστεύουν ότι μπορεί να φέρει εις πέρας τις υποχρεώσεις του. Ως προς τους πολίτες, πρέπει να διατηρεί τις τιμές των προϊόντων σταθερές, τους μισθούς σε ικανοποιητικά επίπεδα και τις καταθέσεις ασφαλείς. Ως προς τις αγορές, αξιοπιστία σημαίνει ικανότητα αποπληρωμής των δανείων. Για να πείσει ότι μπορεί να αποπληρώσει τα δάνειά του, ένα κράτος πρέπει να διατηρεί επαρκή ταμειακά διαθέσιμα. Πέρα από τα διαθέσιμα, ένα αξιόπιστο κράτος οφείλει να συγκρατεί όχι μόνο τις δαπάνες του, αλλά και τον δημόσιο δανεισμό του. Με δυο λόγια, προκειμένου να είναι αξιόπιστο ένα κράτος, πρέπει ως επί το πλείστον να αποταμιεύει.

Λίγα έθνη παγκοσμίως δείχνουν μεγαλύτερη εμμονή στην αποταμίευση από αυτή που δείχνουν οι Γερμανοί. Δεν είναι τυχαίο ότι, τον 19ο αιώνα, πρώτα δημιούργησαν μια εμπορική και οικονομική ένωση και μετά δημιούργησαν κράτος. Έκτοτε η αποταμίευση έχει γίνει βασικό εθνικό τους χαρακτηριστικό. Ο Hans Eichel, ένας πρώην υπουργός οικονομικών, παρατήρησε ότι «για να κερδίσεις τη στήριξη των ψηφοφόρων δεν πρέπει να τάζεις φοροελαφρύνσεις και μεγάλες δαπάνες, αλλά να υπόσχεσαι ότι οι αποταμιεύσεις θα είναι ασφαλείς και τα δημοσιονομικά πειθαρχημένα». Πράγματι, οι δημοφιλέστεροι πολιτικοί της Γερμανίας είναι εκείνοι που κατάφεραν να συγκρατήσουν τις δημόσιες δαπάνες και τον δανεισμό και κατ’ επέκταση να προστατεύσουν τις ιδιωτικές αποταμιεύσεις και τα ταμειακά αποθέματα.

Τις τελευταίες δεκαετίες, η οικονομική πολιτική της χώρας έχει επικεντρώσει τις προσπάθειές της, ώστε οι δαπάνες να μην ξεπερνούν τα δημόσια έσοδα. Ιδανικός στόχος ήταν το λεγόμενο «Schwarze Null» που σημαίνει έναν τέλεια ισοσκελισμένο προϋπολογισμό. Το επιχείρημα είναι, ότι όσο αυξάνεται ο δημόσιος δανεισμός, τα ταμειακά αποθέματα μειώνονται και μόλις αυτά εξαντληθούν, η φορολογία θα αυξηθεί επώδυνα. Ένα τέτοιο ενδεχόμενο κινδυνεύει να πλήξει την αξιοπιστία της Γερμανίας, η οποία στο τέλος θα κληθεί να δανειστεί με ακριβότερους όρους. Η πολιτική αυτή εξηγεί τη στάση της, στην παρούσα κρίση. Η ισχυρή οικονομία του βορρά επιδιώκει σχεδόν πάση θυσία να αποφύγει τον υπέρμετρο δανεισμό, ειδικά εάν αυτός συνδεθεί με τα λιγότερο αξιόπιστα κράτη του νότου.

Έτσι εξηγείται και η άρνησή της να συναινέσει στην έκδοση ευρωπαϊκού ομολόγου. Σε περίπτωση που κάποιο άλλο κράτος αθετήσει το χρέος, η Γερμανία ως μεγαλύτερος μέτοχος, θα κληθεί να πληρώσει μεγάλο μέρος της ζημιάς. Στα ίδια πλαίσια κινείται και η απόφαση του Δικαστηρίου για τα προγράμματα της ΕΚΤ. Η Γερμανία, με ένα νομικό πρόσχημα, υπενθυμίζει ότι δεν προτίθεται να στηρίξει τα προγράμματα της Ευρωζώνης, εφόσον δεν διασφαλισθούν τα συμφέροντά της. Δηλαδή η αξιοπιστία της και οι καταθέσεις των ιδιωτών της.

Η κρίση της πανδημίας δεν άφησε, ωστόσο, πολλά περιθώρια συγκράτησης. Πρόκειται για μια πρωτόγνωρη κρίση που επηρέασε όλα τα κράτη και τις οικονομίες του κόσμου, αναγκάζοντάς τα, να αυξήσουν τα δημόσια ελλείμματα για να χρηματοδοτήσουν τις επιπτώσεις της πανδημίας. Για να αποφευχθεί η πλήρης κατάρρευση της Ευρώπης, παρά τις αρχικές διαφωνίες, από κοινού η γερμανική και η γαλλική κυβέρνηση εισηγήθηκαν στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή τη δημιουργία ταμείου διάσωσης που κυρίως θα χορηγεί, αντί να δανείζει τα κράτη-μέλη. Αποτέλεσμα της εισήγησης είναι ένα φιλόδοξο πρόγραμμα 750 δισεκατομμυρίων ευρώ προς τα κράτη-μέλη, το οποίο μένει να εγκριθεί.

Η ίδια Γερμανία, που προκάλεσε με τη στάση της ανησυχίες για το μέλλον της Ένωσης, έδειξε πρόθυμη να οδηγήσει την Ευρώπη πιο κοντά στην δημοσιονομική της ολοκλήρωση. Για ακόμα μία φορά, οι Γερμανοί φαίνεται να κατανοούν το ιστορικό τους καθήκον να στηρίξουν το οικοδόμημα και να κινητοποιήσουν την εμπιστοσύνη μεταξύ των μελών, φυσικά όχι χωρίς κάποιο αντίτιμο. Στην προσπάθεια αυτή δεν θα είναι μόνη. Προκειμένου να εγκριθεί το νέο πρόγραμμα χρειάζεται η συγκατάθεση όλων των κρατών. Όλοι, με πνεύμα συνεννόησης, οφείλουν να καταλάβουν ότι η παρούσα κρίση δεν επιτρέπει δημοσιονομική φειδώ, σε κανέναν.


Μιχάλης Τιάκας

Γεννήθηκε το 1998 στη Ρόδο και είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με κατεύθυνση τα οικονομικά των επιχειρήσεων. Έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις διεθνών οργανισμών, διεθνή προγράμματα κινητικότητας και επιχειρηματικά workshops. Είναι ακόμα ιδρυτικό μέλος και project manager του E Square Project και συμμετέχει εθελοντικά στα προγράμματα του Συνδέσμου Επενδυτών και Διαδικτύου.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Μιχάλης Τιάκας
Μιχάλης Τιάκας
Γεννήθηκε το 1998 στη Ρόδο και είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Οικονομικής Επιστήμης στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με κατεύθυνση τα οικονομικά των επιχειρήσεων. Έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις διεθνών οργανισμών, διεθνή προγράμματα κινητικότητας και επιχειρηματικά workshops. Είναι ακόμα ιδρυτικό μέλος και project manager του E Square Project και συμμετέχει εθελοντικά στα προγράμματα του Συνδέσμου Επενδυτών και Διαδικτύου.