Του Ραφαήλ Νικόλαου Μπελενιώτη,
Εξέχουσα θέση στην ιστοριογραφία κατέχουν συνήθως οι νίκες και οι επιτυχίες ενός συνόλου, λιγότερο, φυσικά, οι ήττες και οι παλινωδίες. Οι πρώτες, άλλωστε, είναι που εγγράφονται με μεγαλύτερη θέληση στο συλλογικό θυμητικό, όσο για τις πικρές δεύτερες συνήθως απωθούνται από τη μνήμη και τη σκέψη των συγχρόνων.
Η Δουνκέρκη, όμως, είναι ένα ιστορικό παράδοξο. Αφενός πρόκειται για μια πρώτης τάξεως ήττα, για μια άτακτη υποχώρηση του Βρετανικού και του Γαλλικού στρατού. Ο έντεχνος όμως τρόπος και η ηρωική μορφή που έλαβε αυτή η προσπάθεια εκκένωσης των Βρετανικών στρατευμάτων (Winston Churchill’s speech: «We shall go on the end, we shall fight in France, we shall fight on the seas and oceans…we shall fight on the beaches») από τη Δουνκέρκη, αποτέλεσε και σημείο συζήτησης, μελέτης και έντονης τριβής στην ιστοριογραφία.
Από την επική προσπάθεια εκκένωσης των 300.000 Βρετανών στρατιωτών από τη γαλλική Δουνκέρκη στη Βρετανία, σήμερα έχουμε στη διάθεσή μας πολλά στοιχεία και αναφορές διαθέσιμες ώστε να μελετήσουμε την επιχείρηση· η οποία, εν πολλοίς, σημαδεύτηκε και από μακάβρια γεγονότα.
Μέχρι σήμερα έχει αποτυπωθεί σε υπερθετικό βαθμό τόσο στα βιβλία όσο και στη μικρή και μεγάλη οθόνη, ο ηρωισμός όσων πολέμησαν στις Γαλλικές ακτές. Υπάρχει, όμως, μια πτυχή που άργησε να έρθει στο φως. Η μακάβρια ιστορία των σφαγιασμένων, από τη Βέρμαχτ, Βρετανών στρατιωτών του Δεύτερου Τάγματος του Βασιλικού Συντάγματος Norfolk. Η αλήθεια σχετικά με τη σφαγή των αιχμαλώτων Βρετανών θάφτηκε για πολλά χρόνια. Ήρθε στο φως μέσα από τις μαρτυρίες δύο επιζώντων της σφαγής: του William O’ Callaghan και του Albert Pooley, που στην αρχή δεν τους πίστευε κανείς!
Από την 24η Μαΐου του 1940 είχε αρχίσει να λαμβάνει χώρα η υποχώρηση των Βρετανικών και συμμαχικών στρατευμάτων στη Δουνκέρκη, με τους Γερμανούς να ακολουθούν και να πλησιάζουν απειλητικά προς τις ακτές, ενώ οι σύμμαχοι έχαναν συνεχώς έδαφος. Τα συμμαχικά μαζί με τα Βρετανικά στρατεύματα προσπαθούσαν απεγνωσμένα να διατηρήσουν τις θέσεις τους. Όταν αποφασίστηκε η εκκένωση, 300.000–338.000 στρατιώτες κατάφεραν να φθάσουν πίσω στις ακτές του Ηνωμένου Βασιλείου. Όμως, δεν κατάφεραν όλοι να εκκενώσουν εγκαίρως τις, υπό Ναζιστική απειλή, Γαλλικές ακτές. Κάποιοι έπρεπε να μείνουν πίσω και να πολεμήσουν, ώστε να καταστεί πλήρως δυνατή η αποχώρηση.
Οι στρατιώτες του 2ου Τάγματος του Βασιλικού Συντάγματος Norfolk είχαν διαταγές να παραμείνουν στα Γαλλικά χωριά Riez du Vinage, Le Cornet Malo και στο Le Paradis και να διατηρήσουν ακέραια τη γραμμή του πυρός και το μέτωπο άμυνας. Στις 27 Μαΐου, το 3ο Τάγμα SS του τομέα Totenkopf, αποτελούμενο από φανατικούς Ναζί, επιτέθηκε στις Βρετανικές δυνάμεις του χωριού Le Cornet Malo, με 150 συνολικούς νεκρούς και από τις δύο πλευρές.
Την ίδια στιγμή το 2ο Τάγμα του Norfolk είχε καταφέρει να οχυρωθεί σε μια φάρμα, που έμεινε γνωστή ως Φάρμα Ντούριεζ (Duriez Farm), στο Le Paradis και να προετοιμαστεί για την επερχόμενη γερμανική επίθεση. Τα μέλη του τάγματος ήταν εξουθενωμένα από τις προηγούμενες επιθέσεις και μάχες, ενώ δεν υπήρχε η παραμικρή γραμμή επικοινωνίας με τα υπόλοιπα συμμαχικά στρατεύματα, ούτε και υπήρχε γραμμή εφοδιασμού. Είχαν αποκοπεί πλήρως. Η μάχη που δόθηκε στη Γαλλική αγροικία με την επίθεση των Γερμανικών στρατευμάτων ήταν σφοδρή. Αργά το απόγευμα οι Βρετανοί ξέμειναν από πυρομαχικά και ήταν πλέον ξεκάθαρο για όλους ότι υπήρχε μονάχα ένας δρόμος, εκείνος της πικρής παράδοσης. Είχαν απομείνει συνολικά 99 άντρες υπό τις διαταγές του Ταγματάρχη Lisle Ryder, οι οποίοι και βγήκαν από την αγροικία με υψωμένη μια λευκή σημαία.
Ο Γερμανός αξιωματικός των SS, Fritz Knoechlein, διέταξε τους Βρετανούς να πετάξουν τα όπλα τους και να βαδίσουν κατά μήκος της αγροικίας, σε έναν άλλο αχυρώνα λίγα μέτρα παραδίπλα. Αφού έστησε και τους 99 στρατιώτες στον τοίχο του αχυρώνα διέταξε δύο αυτόματα πολυβόλα να ανοίξουν πυρ. Ύστερα οι άνδρες των SS επιθεώρησαν τα πτώματα, αποτελειώνοντας με πιστόλια όσους Βρετανούς δεν είχαν υποκύψει κατευθείαν στα τραύματά τους.
Σαν από θαύμα, όμως, διέφυγαν της προσοχής των Ναζί οι William O’ Callaghan και Albert Pooley, οι οποίοι αντίκρισαν τη σφαγή, ένιωσαν πως θα πεθάνουν, όμως αν και βαριά τραυματισμένοι επέζησαν μέσα από ένα πραγματικό θαύμα της τύχης. Ο William O’ Callaghan χτυπήθηκε από ριπή του πολυβόλου στο χέρι, έχασε αμέσως τις αισθήσεις του και έπεσε αναίσθητος στο χώμα, ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή καταπλακώθηκε από το σώμα ενός νεκρού συντρόφου του στρατιώτη. Λίγο αργότερα, οι Γερμανοί έχοντας ολοκληρώσει τη δουλειά τους, άρχισαν να αποχωρούν. Ο William O’ Callaghan ξύπνησε από τον λήθαργο και συνήλθε από το σοκ από έναν άλλον επιζώντα, τον Albert Pooley, ο οποίος λόγω μιας ριπής πολυβόλου που τον πέτυχε εξ αρχής στο πόδι, είχε χάσει αμέσως τις αισθήσεις του και είχε λιποθυμήσει.
Ο William κατάφερε και έδωσε ένα προσωρινό καταφύγιο στον Albert μέσα στην αγροικία, ώστε να αναρρώσει πλήρως το τραυματισμένο πόδι του. Οι δύο άνδρες κατάφεραν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες και να βοηθήσουν ο ένας τον άλλον με τα τραύματά τους. Παρέμειναν στην αγροικία για περίπου τρεις ημέρες τρώγοντας μόνο ξερό ψωμί, ωμές πατάτες και λασπώδη βρόχινο νερό. Η κατάποση ειδικά του βρόχινου νερού, μάλλον και μολυσμένου, τους προκάλεσε αρρώστιες αφού μόλυνε τους ήδη αποδυναμωμένους οργανισμούς τους. Σε τέτοια άθλια κατάσταση βρέθηκαν από την Duquenne-Creton και τον γιο της Victor, στον οποίο ανήκε και η φάρμα. Αγνοώντας τους κινδύνους που εγκυμονούσε η πράξη τους, η Creton και ο γιος της έδωσαν καταφύγιο στους δύο Βρετανούς φαντάρους και περιποιήθηκαν τις πληγές τους. Όταν αργότερα μαθεύτηκε, άγνωστο παραμένει το πώς οι δύο επιζώντες των εκτελέσεων είχαν βρει καταφύγιο στην αγροικία. Το 251ο Τμήμα Πεζικού της Βέρμαχτ ήρθε στο χωριό, το περικύκλωσε και τους συνέλαβε ως αιχμάλωτους πολέμου.
Ο Albert Pooley ύστερα από την παραμονή του σε νοσοκομείο, με ταχύτατους ρυθμούς επαναπατρίστηκε στην Αγγλία, καθώς δε θεωρήθηκε ότι αποτελεί απειλή για τους Γερμανούς. Αλλά ο Bill O’ Callaghan είχε μια τελείως διαφορετική μοίρα. Έμελλε να ζήσει όλο το υπόλοιπο του πολέμου ως αιχμάλωτος, σε διαφορετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης ανά την Ευρώπη και τη Γερμανία, παλεύοντας για να επιβιώσει. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του, έγραψε και ένα ημερολόγιο το οποίο διασώζεται τμηματικά μέχρι και σήμερα.
Ο Pooley, ύστερα από την επιστροφή του, έσπευσε να πει την ιστορία του στις Βρετανικές αρχές – όμως δε συνάντησε παρά την αδιαφορία και τη δυσπιστία τους.
Όταν έληξε ο πόλεμος το 1946, επισκέφθηκε τον Σεπτέμβριο εκ νέου τη Γαλλική μαρτυρική αγροικία και παραχώρησε μια συνέντευξη σε έναν δημοσιογράφο μιας τοπικής εφημερίδας, της Nord Éclair, ο οποίος ύστερα επιβεβαίωσε τις μαρτυρίες του Pooley μέσα από μικρές συνεντεύξεις ντόπιων χωρικών, κάτι που εξόργισε τις Βρετανικές αρχές. Ο Pooley είχε προσπαθήσει αμέτρητες φορές να κοινωνήσει την ιστορία του, όμως είχε να αντιμετωπίσει δύσπιστους γραφειοκράτες και ένα απρόθυμο Βρετανικό κράτος να ασχοληθεί σοβαρά με καταγγελίες και αναφορές που θα οδηγούσαν στη διενέργεια ερευνών για εγκλήματα πολέμου δαπανώντας πόρους και προσωπικό.
Η Μονάδα Διερεύνησης Εγκλημάτων Πολέμου (War Crime Investigation Unit) κατάφερε και εντόπισε τον αξιωματικό των SS, Fritz Knoechlein, ο οποίος ζούσε μέχρι τότε ανενόχλητος μια ήσυχη ζωή ως Γερμανός πολίτης. Συνελήφθη και μεταφέρθηκε ως κρατούμενος στις στρατιωτικές φυλακές της MI19 στο περίφημο London Cage, στους Κήπους του Κένσιγκτον.
Στην αρχή αρνήθηκε κάθε παρουσία του στην περιοχή του Le Paradis και την οποιαδήποτε σχέση με την εκτέλεση των Βρετανών στρατιωτών. Όταν, όμως, αργότερα αναγνωρίσθηκε από τους επιζώντες κατοίκους του Γαλλικού χωριού, δήλωσε πως η εκτέλεση των Βρετανών στρατιωτών ήταν επιβεβλημένη λόγω της χρήσης, εκ μέρους των Βρετανών, όπλων απαγορευμένων από τη Σύμβαση της Χάγης (σφαίρες dum–dum). Το δικαστήριο δεν ενστερνίστηκε τίποτα από την απολογία του και του επέβαλε την ποινή του θανάτου. Ο Fritz Knoechlein απαγχονίστηκε στις 21 Ιανουαρίου του 1949 για τον ρόλο του στη φρικτή σφαγή. Ήταν ο μόνος που τιμωρήθηκε μέχρι σήμερα.
Ακόμη και σήμερα η σφαγή των Βρετανών αιχμαλώτων στο Le Paradis είναι γραμμένη με ψηλά γράμματα στη διεθνή βιβλιογραφία. Πολλές φορές παρόμοιες θυσίες παραλείπονται, και οι ενέργειες ανθρώπων όπως των Βρετανών που θυσιάστηκαν για την ομαλή και σωτήρια έκβαση της μετέπειτα εκκένωσης της Δουνκέρκης, συχνά περνούν απαρατήρητες.
Ενδεικτικές Πηγές
- http://www.leparadismassacre.com/
- https://www.warhistoryonline.com/war-articles/le-paradis-ss-killing.html
- Bill Sharpe, “Massacre and Murder in Le Paradis – The murder and massacre of 99 unarmed British P.O.W.s by the German S.S. Totenkopt regiment during the retreat to Dunkirk”.
Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1999. Είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων, με κατεύθυνση στην Ιστορία. Αρέσκεται στο να αποκωδικοποιεί την τρέχουσα επικαιρότητα μέσω της αρθρογραφίας.