Της Εύας Δημητρίου,
Η σχέση των Ηνωμένων Πολιτειών με το Ιράν δεν ήταν ανέκαθεν προβληματική. Μια σειρά γεγονότων, με αποκορύφωμα την κρίση των ομήρων, οδήγησαν στη διαμόρφωση του σημερινού πολιτικού τοπίου. Η κρίση των ομήρων, χωρίς αμφιβολία, αποτελεί μια μαύρη σελίδα στην ιστορία των ΗΠΑ. Σηματοδοτεί την πτώση της αμερικανικής πρεσβείας στην Τεχεράνη και την παράδοση 66 Αμερικανών πολιτών στα χέρια των Φρουρών της Επανάστασης. Το γεγονός αυτό άλλαξε ριζικά την πορεία της σχέσης των δύο κρατών, ενώ οι συνέπειές του είναι ορατές ακόμα και σήμερα. Ωστόσο, τα αίτια τα οποία οδήγησαν στην 4η Νοεμβρίου του 1979 και, κατ’ επέκταση, στη σημερινή κρίση, είναι βαθύτερα.
Το 1951, ο δημοκρατικά εκλεγμένος Ιρανός πρωθυπουργός, Mohammad Mossadegh, ανακοινώνει την κρατικοποίηση της -μέχρι τότε Βρετανικών συμφερόντων- πετρελαϊκής βιομηχανίας. H Μεγάλη Βρετανία σαφώς και δεν θα εγκατέλειπε το προνόμιο του ιρανικού πετρελαίου χωρίς μάχη, καθώς ήταν ζωτικής σημασίας για τη μεταπολεμική ανοικοδόμηση της χώρας. Παράλληλα, στο πλαίσιο του Ψυχρού πολέμου, οι ΗΠΑ είχαν έντονες ανησυχίες για μεταστροφή του Ιράν προς τη Σοβιετική σφαίρα επιρροής. Οι συνθήκες, λοιπόν, ήταν ιδιαίτερα ευνοϊκές για τη συνεργασία των δυο δυτικών δυνάμεων. Το 1953, οι μυστικές υπηρεσίες της Βρετανίας, σε συνεργασία με την CIA, ενορχηστρώνουν ένα πραξικόπημα, με τελικό στόχο την εγκαθίδρυση μιας φιλικής προς τη Δύση κυβέρνησης, υπό την ηγεσία του Σάχη. Το πραξικόπημα ήταν επιτυχές. Η απόφαση, όμως, για ανατροπή μιας δημοκρατικά εκλεγμένης κυβέρνησης, όχι. Η πτώση του Mossadegh μπορεί βραχυπρόθεσμα να χάρισε σε Βρετανία και Αμερική μια εικοσαετία ευημερίας, αλλά μακροπρόθεσμα καλλιέργησε έναν έντονο αντιαμερικανισμό, που οδήγησε στο ξέσπασμα της Ιρανικής επανάστασης του 1979.
Η παλινόρθωση του Mohammad Reza Pahlavi, ενός ιδιαίτερα φιλοαμερικανού μονάρχη, καθιστούσε ξεκάθαρη στους Ιρανούς πολίτες την ανάμειξη των ΗΠΑ στο πραξικόπημα του 1953. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι το 1973, ο Σάχης κατάφερε να εδραιωθεί μέσα από μια δεκαετία οικονομικής σταθερότητας και κοινωνικής ευημερίας. Πρωταρχικός του στόχος ήταν ο εκσυγχρονισμός του κράτους. Για τη χρηματοδότηση των προγραμμάτων του, στράφηκε στην αύξηση των τιμών του πετρελαίου. Ωστόσο, το εγχείρημα ναυάγησε, εξαιτίας κάποιων συγκεχυμένων οικονομικών πολιτικών, με αποτέλεσμα η οικονομική σταθερότητα να δώσει τη θέση της στην ανεργία και τον πληθωρισμό. Από την πετρελαϊκή κρίση και έπειτα, η ισχύς του Σάχη άρχισε να φθίνει.
Η πενταετία που ακολούθησε χαρακτηρίζεται από σφοδρές διαδηλώσεις κατά του καθεστώτος, αναταραχές, συγκρούσεις και απεργίες. O λαός δεν αντιδρούσε πλέον μόνο στις οικονομικές αντιξοότητες, αλλά και στο καθεστώς καταπίεσης του Σάχη. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως ήταν θαυμαστής της αμερικανικής κουλτούρας, όχι όμως και των δημοκρατικών της θεσμών. Κατά την περίοδο της μοναρχίας του, φυλάκισε, εκτέλεσε και εξόρισε πλήθος πολιτικών του αντιπάλων, ένας εκ των οποίων ήταν και ο Ruhollah Khomeini. Ο Khomeini, κληρικός με μεγάλη επιρροή στην Ιρανική κοινωνία, κατέκρινε ευθέως την πολιτική του Σάχη και τη συνθηκολόγησή του με τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό. Αντιπροσώπευε μεγάλο μέρος του Ιρανικού λαού, καθώς οραματιζόταν ένα κράτος αρκετά διαφορετικό από εκείνο που «διαφήμιζε» ο Σάχης. Αποτελούσε το σύμβολο της επανάστασης και η εξόριση ενός τέτοιου συμβόλου μόνο αρνητικές επιπτώσεις μπορούσε να επιφέρει. Το κρίσιμο γεγονός που πυροδότησε την Ιρανική επανάσταση ήταν η εξέγερση της «Μαύρης Παρασκευής», το Σεπτέμβριο του 1978, οπότε και δεκάδες διαδηλωτές σκοτώθηκαν και εκατοντάδες τραυματίστηκαν, σε μια σύγκρουση με τις στρατιωτικές δυνάμεις του Σάχη. Τον Ιανουάριο του 1979, μετά από αλλεπάλληλες διαδηλώσεις και τους δρόμους της Τεχεράνης τυλιγμένους στις φλόγες, ο Σάχης αναγκάζεται να διαφύγει στο εξωτερικό. Λίγους μήνες μετά, ο Khomeini επιστρέφει και ιδρύει την Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν.
Το κίνημα «Death to America» μπορεί να επισκιάστηκε προσωρινά από την επανάσταση, αλλά ένα μοιραίο λάθος του Αμερικανού Προέδρου Carter το επανατροφοδότησε. Στις αρχές του φθινοπώρου του 1979, ο Σάχης, ήδη διεγνωσμένος με καρκίνο, ζήτησε άσυλο από τις Ηνωμένες Πολιτείες, με σκοπό να υποβληθεί σε θεραπεία. Ο Carter, παρά τις επιφυλάξεις που εκφράστηκαν από την πλευρά της αμερικανικής πρεσβείας στην Τεχεράνη, επέτρεψε την είσοδό του. Το Ιράν ερμήνευσε αυτή την ενέργεια ως συνωμοσία εναντίον της επανάστασης. Υπό το φόβο της επανάληψης των γεγονότων του 1953, η αγανάκτηση και το μίσος προς τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό αναζωπυρώθηκαν ραγδαία. Στις 4 Νοεμβρίου 1979, οι Φρουροί της Επανάστασης, μαζί με πλήθος διαδηλωτών, πλημμυρίζουν για ακόμη μια φορά τους δρόμους της Τεχεράνης με έναν και μόνο στόχο: την πρεσβεία των Ηνωμένων Πολιτειών. Οι φοιτητές την καταλαμβάνουν επιτυχώς και κρατούν ομήρους 66 Αμερικανούς πολίτες. Ο Khomeini εκφράζει δημοσίως τη στήριξή του στους φοιτητές λίγο αργότερα. Το αίτημά τους ήταν η επιστροφή του Σάχη στο Ιράν, με σκοπό την απονομή δικαιοσύνης. Φυσικά, κάτι τέτοιο δε συνέβη ποτέ και η ομηρία των 52 (οι υπόλοιποι 14 είχαν αφεθεί ελεύθεροι πολύ νωρίτερα) διήρκεσε 444 μέρες, τελειώνοντας οριστικά την ημέρα ορκωμοσίας του Προέδρου Reagan. Η απόφαση του Khomeini να μην επιστρέψει τους ομήρους όσο ο Carter ήταν ακόμα Πρόεδρος, έδινε ένα σαφές μήνυμα πως το Ιράν δεν ήθελε να αφήσει κανένα περιθώριο δράσης στον Carter, o οποίος ήταν εξαιρετικά απεχθής στον ιρανικό λαό, ώστε να οικειοποιηθεί το επίτευγμα της λήξης της κρίσης.
Η κρίση των ομήρων ήταν ένα σοβαρό πλήγμα για το κύρος των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς η πρεσβεία αποτελεί ένα σύμβολο του έθνους και της κυριαρχίας του. Η κατάληψή της συνιστά, στην ουσία, κατάληψη αμερικανικού εδάφους. Κι αυτό σίγουρα δεν αποτελεί για τις ΗΠΑ μια απλή υπόθεση που μπορεί να ξεχαστεί με το πέρασμα της ιστορίας. Αποτελεί ταπείνωση. Και για τις ΗΠΑ αποτελεί βασική αιτία της μακροχρόνιας κρίσης με το Ιράν. Γι’ αυτό, άλλωστε, είναι επίκαιρη μέχρι και σήμερα. Τον περασμένο Ιανουάριο, μετά τη δολοφονία του στρατηγού Soleimani, o Πρόεδρος Trump έσπευσε να προειδοποιήσει πως αν το Ιράν αντεπιτεθεί, οι ΗΠΑ θα χτυπήσουν 52 καίρια σημεία για το ιρανικό κράτος και την ιρανική κουλτούρα. Η κρίση των δύο χωρών, λοιπόν, δε φαίνεται να έχει σύντομα τέλος. Και λαμβάνοντας υπόψη την τελευταία κλιμάκωση, η ελπίδα του αισίου τέλους απομακρύνεται όλο και περισσότερο.
Είναι δευτεροετής φοιτήτρια του τμήματος Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει συμμετάσχει σε διάφορες προσομοιώσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και άλλων περιφερειακών οργανισμών. Μιλάει αγγλικά και γαλλικά και ασχολείται ενεργά με τον εθελοντισμό.