Της Αγγελίνας Παλαιοκαστρίτη,
Η άνοια είναι μια νευροεκφυλιστική διαταραχή, η οποία χαρακτηρίζεται από τη γνωστική έκπτωση του ατόμου και τη μείωση της λειτουργικότητάς του. Πιο συγκεκριμένα, στα συμπτώματα γνωστικής έκπτωσης περιλαμβάνονται οι διαταραχές στη μνήμη, στον λόγο, στην αντίληψη του χώρου, καθώς και στον προγραμματισμό της κίνησης (απραξία).
Σήμερα, υπολογίζεται ότι υπάρχουν περίπου 50 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως που ζουν με άνοια, ενώ αυτός ο αριθμός αναμένεται να αυξηθεί δραματικά μέχρι το έτος 2040.
Λόγω του ότι η άνοια προκαλεί υψηλή υγειονομική δαπάνη, είναι μείζονος σημασίας να αναγνωριστούν οι παράγοντες που επιδεινώνουν την εμφάνισή της και να ληφθούν μέτρα πρόληψης.
Έρευνες στο παρελθόν έχουν αποδείξει ότι η κατάθλιψη αποτελεί τον πρόδρομο για την ανάπτυξη της γνωστικής δυσλειτουργίας, η οποία δυνητικά οδηγεί σε άνοια. Μάλιστα, σύμφωνα με τον δρ. Lars Vedel Kessing, καθηγητή Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης, «τα συμπτώματα της κατάθλιψης μπορεί να καλύπτουν τα συμπτώματα της άνοιας, λόγω του ότι συμπτώματα, όπως η κοινωνική απόσυρση και η απάθεια, που ανήκουν και στην καταθλιπτική συμπτωματολογία, μπορεί να αποτελούν ταυτόχρονα τις πρώιμες ενδείξεις για την εμφάνιση της άνοιας».
Ωστόσο, όπως αναφέρει ο δρ. Kessing, «όσον αφορά τη βιολογία, η πραγματικότητα είναι πιο πολύπλοκη από το αναμενόμενο», υποδεικνύοντας με αυτόν τον τρόπο ότι υπάρχουν περισσότεροι παράγοντες για τη συσχέτιση της καταθλιπτικής συμπτωματολoγίας με την εμφάνιση της άνοιας. Πιο συγκεκριμένα, αναφέρει ότι:
«κάποιες μορφές καταθλιπτικής συμπτωματολογίας μπορεί να αποτελούν έναν μακροχρόνιο παράγοντα επικινδυνότητας για την ανάπτυξη της άνοιας και ορισμένα καταθλιπτικά συμπτώματα, τα οποία κάνουν την εμφάνισή τους για πρώτη φορά σε προχωρημένη ηλικία, μπορεί να αποτελούν τις πρώιμες ενδείξεις της εμφάνισής της. Παρ’ όλα αυτά, βλέπουμε σε πρόσφατες έρευνες ότι και η χρόνια χρήση αντικαταθλιπτικής φαρμακευτικής αγωγής μπορεί να έχει επίδραση στη συσχέτιση της κατάθλιψης και της άνοιας».
Σε σχετική έρευνα του 2019 από το Πανεπιστήμιο της Χάιφα, οι ερευνητές ανακάλυψαν ότι η έκθεση ατόμων μεγάλης ηλικίας (60 και άνω) σε αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή συσχετιζόταν με την εμφάνιση άνοιας. Για να γίνει εφικτή αυτή η έρευνα χρειάστηκαν τα ιατρικά αρχεία 15 ετών από 71.515 άτομα ηλικίας 60 και άνω.
Αναλύοντας τα συγκεκριμένα αρχεία, οι ερευνητές εντόπισαν την εμφάνιση της άνοιας στο 11% αυτών που είχαν λάβει αντικαταθλιπτική φαρμακευτική αγωγή (στο διάστημα των 15 ετών) και μόλις στο 2.6% αυτών που δεν είχαν.
Όπως αναφέρουν και οι ερευνητές, «στην έρευνά μας, ο κίνδυνος για την εμφάνιση της άνοιας στα άτομα που έχουν λάβει αντικαταθλιπτικά ήταν μεγαλύτερος από αυτούς που δεν έχουν καν εκτεθεί σε αυτά. Το ποσοστό επικινδυνότητας είναι σημαντικό και τα αντικαταθλιπτικά θα έπρεπε να λαμβάνονται ως σοβαρός παράγοντας για την εμφάνιση της άνοιας, όπως ο δείκτης μάζας σώματος (BMI) και το κάπνισμα».
«Τα αντικαταθλιπτικά μπορούν να επιδράσουν στην εμφάνιση της άνοιας με πολλαπλούς τρόπους, συμπεριλαμβανομένων των νευρολογικών παρενεργειών και των εξωπυραμιδικών συμπτωμάτων», τονίζουν οι ερευνητές.
Τα αντικαταθλιπτικά χωρίζονται σε πέντε κατηγορίες (τρικυκλικά, αναστολείς μονοαμινοξειδάσης, επιλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης, επιλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης αδρεναλίνης και ετεροκυκλικά) και από αυτές πιο συχνά συνταγογραφούνται οι επιλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης σεροτονίνης (Selective Serotonin Reuptake Inhibitor-SSRI).
Στην Ελλάδα τα SSRIs αντιστοιχούν στις εξής ουσίες: εσκιταλοπράμη, παροξετίνη, σερτραλίνη, σιταλοπράμη, φλουβοξαμίνη και φλουοξετίνη.
Η χρήση μόνο της αντικαταθλιπτικής φαρμακευτικής αγωγής δεν επαρκεί για την αντιμετώπιση της συμπτωματολογίας μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής, γι’ αυτό και συνιστάται σε άτομα που εμφανίζουν την αντίστοιχη συμπτωματολογία να ακολουθούν παράλληλα και κάποιου είδους ψυχοθεραπεία, όπως η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία (CBT).
Πηγές
- Castaneda, A.E., Tuulio-Henriksson, A., Marttunen, M., Suvisaari, J., Lonnqvist, J., 2008. “A review on cognitive impairments in depressive and anxiety disorders with a focus on young adults”, J. Affect. Disord. 106, 1–27.
- Cuijpers, P., Berking, M., Andersson, G., Quigley, L., Kleiboer, A., & Dobson, K. S. (2013). “A meta-analysis of cognitive-behavioural therapy for adult depression, alone and in comparison with other treatments”, The Canadian Journal of Psychiatry, 58 (7), 376-385.
- Kessing, L.V., 1998. “Cognitive impairment in the euthymic phase of affective disorder”, Psychol. Med. 28, 1027–1038.
- Kessing, L.V., Olsen, E.W., Mortensen, P.B., Andersen, P.K., 1999. “Dementia in affective disorder: a case-register study”, Acta Psychiatr. Scand. 100, 176–185.
- Kessing, L.V., Nilsson, F.M., 2003. “Increased risk of developing dementia in patients with major affective disorders compared to patients with other medical illnesses”, J. Affect. Disord. 73, 261–269.
- Kessing, L.V., Andersen, P.K., 2004. “Does the risk of developing dementia increase with the number of episodes in patients with depressive disorder and in patients with bipolar disorder?” J. Neurol. Neurosurg.Psychiatry 75, 1662–1666.
- Kessing, L. V. (2012). Depression and the risk for dementia. Current opinion in psychiatry, 25 (6), 457-461.
- Kodesh, A., Sandin, S., Reichenberg, A., Rotstein, A., Pedersen, N. L., Ericsson, M., … & Levine, S. Z. (2019). “Exposure to antidepressant medication and the risk of incident dementia”, The American Journal of Geriatric Psychiatry, 27 (11), 1177-1188.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, όπου και κατοικεί. Είναι απόφοιτος Ψυχολογίας με μεταπτυχιακή εκπαίδευση στη Νευροψυχολογία, από το Πανεπιστήμιο του Mάαστριχτ. Ασχολείται με τη διάγνωση και την πρόληψη της άνοιας, καθώς και λοιπών διαταραχών του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος (π.χ. φάσμα αυτισμού). Μιλάει Αγγλικά και Γαλλικά κι αφιερώνει τον χρόνο της στη φωτογραφία, το σχέδιο και τη μελέτη κοινωνιολογικών και φιλοσοφικών συγγραμμάτων.