Του Μανώλη Ανδριγιαννάκη,
Έντονους τριγμούς στην παγκόσμια αγορά έχει δημιουργήσει η ένταση που έχει προκληθεί το τελευταίο διάστημα μεταξύ Κίνας και Αυστραλίας, τόσο πολιτικά όσο και εμπορικά. Αιτία αυτής της έντασης ήταν η απαίτηση της Αυστραλίας, ανάλογη με άλλων χωρών, προεξαρχουσών των ΗΠΑ, για διεξαγωγή εκτεταμένης έρευνας σχετικά με το πώς εξαπλώθηκε η πανδημία του κορωνοϊού, κατηγορώντας το Πεκίνο ότι δεν αντέδρασε αποτελεσματικά τις πρώτες εβδομάδες της επιδημίας και ότι υποβάθμισε τις συνέπειές της ή απέκρυψε πληροφορίες.
Η Κίνα απάντησε με την επιβολή εμπορικών κυρώσεων στη χώρα της Ωκεανίας, με κυριότερη την επιβολή δασμών εισαγωγής σε ποσοστό 80,5% της εισαγωγής κριθαριού από την Αυστραλία. Μάλιστα, η Αυστραλία αποτελεί τον κορυφαίο προμηθευτή κριθαριού της Κίνας και ετησίως οι εξαγωγές σιτηρών στη χώρα της Άπω Ανατολής ανέρχονται στα 980 εκατομμύρια δολάρια, αποτελώντας το 50% των εξαγωγών κριθαριού της Αυστραλίας. Εύκολα λοιπόν, γίνεται αντιληπτή η στρατηγική αυτή επιλογή της Κίνας έναντι ενός εκ των σημαντικότερων εξαγώγιμων αγαθών της Αυστραλίας στη χώρα.
Οι ενέργειες αυτές της Κίνας έγιναν μετά τις προειδοποιήσεις του Πρέσβη της ότι το αίτημα της Αυστραλίας για έρευνα σχετικά με τον κορωνοϊό ήταν «επικίνδυνο» και θα μπορούσε να οδηγήσει σε μποϊκοτάζ από Κινέζους καταναλωτές, αφήνοντας ανοικτή την πιθανότητα μείωσης του αριθμού των Κινέζων που θα έρχονταν για σπουδές σε πανεπιστήμια της Αυστραλίας και που αποτελούν μία σημαντική πηγή εισοδήματος για αυτά τα ιδρύματα. Στην ένταση αυτή ελλοχεύουν σημαντικοί κίνδυνοι για την Αυστραλία, δεδομένου ότι η Κίνα αποτελεί τον κύριο εμπορικό της εταίρο, γεγονός το οποίο και εκμεταλλεύεται ως μοχλό πίεσης η ασιατική υπερδύναμη.
Τι κρύβεται όμως, πίσω από όλο αυτό; Τα κίνητρα της σύγκρουσης, με μια δεύτερη ματιά, δείχνουν να είναι καθαρά πολιτικά ή μάλλον πολιτικοοικονομικά. Η Αυστραλία είναι μόνο μια από τις χώρες που έχουν αντιδράσει έντονα στους χειρισμούς της Κίνας για τη διαχείριση της πανδημίας και ακολουθούν τη γραμμή των Ηνωμένων Πολιτειών, αναζητώντας τις ευθύνες του Πεκίνου. Σε αντίστοιχες δηλώσεις έχουν προβεί τόσο οι δύο ισχυρές δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διά στόματος Μέρκελ και Μακρόν, όσο και το Ηνωμένο Βασίλειο, ζητώντας έλεγχο και διαφάνεια και εκφράζοντας έντονο προβληματισμό για τη στάση της Κίνας. Για πρώτη φόρα βλέπουμε συντονισμένα πυρά των ηγετών του Δυτικού κόσμου εναντίον της Κίνας, λόγω της πανδημίας. Η πανδημία είναι όμως η αιτία ή μήπως η αφορμή;
Μήπως απλώς έδωσε την ευκαιρία, μια ακόμη φορά, στη Δύση να καταλάβει πόσο υπέρμετρα εξαρτημένη έχει καταλήξει να είναι από την κινεζική παραγωγή και εφοδιαστική αλυσίδα; Δεν είναι ψέμα ότι στο μεγαλύτερο μέρος της υγειονομικής κρίσης ο Δυτικός κόσμος προμηθευόταν κατά κύριο λόγο τα αναγκαία αγαθά από την Κίνα, από μάσκες και γάντια μέχρι αναπνευστήρες. Τις κρίσιμες στιγμές που τα κρούσματα αυξάνονταν δραματικά και τα περιορισμένα εγχώρια διαθέσιμα εξαντλούνταν, οι χώρες της Δύσης έπρεπε να αναζητήσουν σανίδα σωτηρίας στην Άπω Ανατολή. Τουλάχιστον μέχρι να ξεκινήσουν με όλες τις δυσκολίες την εγχώρια παραγωγή για την κάλυψη των έκτακτων αναγκών. Ενδεχομένως αυτό να έκρουσε τον κώδωνα του κίνδυνου για την εξάρτηση που έχουν οι δυτικές οικονομίες από την Κίνα.
Τα παρακάτω στοιχεία για το εμπορικό ισοζύγιο μεταξύ Κίνας και διαφόρων ισχυρών οικονομιών αποδεικνύουν αυτή την έντονη σχέση εξάρτησης των οικονομικών δυνάμεων της Δύσης από την Κίνα. Παρατηρώντας τις χώρες με τις οποίες η τελευταία επιτυγχάνει τα μεγαλύτερα εμπορικά πλεονάσματα, θα δούμε ότι στην κορυφή της λίστας βρίσκονται οι ΗΠΑ, με εμπορικό πλεόνασμα-μαμούθ για την Κίνα που ξεπερνά τα 320 δισ., σε στοιχεία του 2018, ενώ ακολουθούν χώρες όπως η Ολλανδία, το Ηνωμένο Βασίλειο, το Μεξικό και η Ισπανία.
Παρά τα πολλά πλεονεκτήματα που έχει για τις ευρωπαϊκές και αμερικανικές εταιρίες και όχι μόνο, διατηρώντας χαμηλότατο το κόστος παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών, η υφιστάμενη τάξη πραγμάτων έδωσε τη δυνατότητα στην Κίνα να αποκτήσει σταδιακά ισχύ και να συγκεντρώσει στο έδαφός της μεγάλο μέρος της παγκόσμιας βιομηχανίας και ιδίως σε καίριους τομείς όπως, μεταξύ άλλων, η τεχνολογία και ο ιατρικός εξοπλισμός, ενώ διατηρεί και πολύτιμες πρώτες ύλες. Η εμπορική διάχυση της Κίνας αρχίζει να γίνεται εμπόδιο για τη Δύση που ξεμένει από εγχώρια παραγωγή και αναγκάζεται να ανέχεται τις διαθέσεις της Κίνας που έχει ρόλο κλειδοκράτορα για την παγκόσμια παραγωγή και το παγκόσμιο εμπόριο. Ήρθε μήπως η στιγμή να αντιδράσει ο δυτικός κόσμος;
Άλλωστε, είναι ξεκάθαρο πως η κατάσταση τις τελευταίες δεκαετίες τείνει να καταστεί ανεξέλεγκτη και η Κίνα αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη γεωπολιτική και οικονομική ισχύ, μη απέχοντας πολύ από το να πάρει ολοκληρωτικά τα σκήπτρα της παγκόσμιας οικονομίας. Έχει καταφέρει επίσης να διεισδύσει καταλυτικά σε κρίσιμες περιοχές του πλανήτη και χτίζει συστηματικά την κυριαρχία της. Ταυτόχρονα, όπως φάνηκε και στην περίπτωση του ΠΟΥ, που κατηγορείται από αμερικανικής πλευράς για συμπαιγνία με την Κίνα για το «κουκούλωμα» του ιού, έχει πάρει τον έλεγχο και καίριων διεθνών οργανισμών που για δεκαετίες ήταν υπό τον αυστηρό έλεγχο των ΗΠΑ, προκαλώντας εκνευρισμό στην αντίπερα όχθη.
Με τον εμπορικό πόλεμο μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας να μαίνεται αδιάκοπα, η πανδημία και ειδικά οι συνέπειές της για την παγκόσμια όσο και τις εγχώριες οικονομίες, αποτελούν μια ικανή αφορμή για την πρόκληση νέων εντάσεων. Οι ΗΠΑ εξακολουθούν να προσπαθούν να περιορίσουν τη δυναμική της κινεζικής οικονομίας, ενώ αναζητούν συμμάχους σε χώρες που βλέπουν την επερχόμενη παγκόσμια οικονομική κυριαρχία της Κίνας και θέλουν να την αποτρέψουν. Θα καταφέρουν να συσπειρώσουν την Ευρώπη και τους λοιπούς τους εταίρους, προκειμένου να μεταφέρουν προοδευτικά το κέντρο παραγωγής από την Κίνα και να τονώσουν τις εγχώριες παραγωγές; Δεν υπάρχει άλλος τρόπος να διακοπεί η περαιτέρω επέκταση της κινεζικής μηχανής, εάν δεν υπάρξει ενωμένη αντίδραση και εναλλακτική λύση παραγωγής που θα υποκαταστήσει με τρόπο αποδοτικό, για κράτη και επιχειρήσεις, τα πλεονεκτήματα της υπάρχουσας δομής του διεθνούς εμπορίου, με ό,τι συμβιβασμούς και δράσεις χρειαστούν.
Το ζήτημα, βέβαια, είναι αν και εφόσον πλέον η Δύση συντονισμένα μπορεί να αντεπιτεθεί ή αν η Κίνα έχει συνδεθεί τόσο άρρηκτα με το οικοδόμημα των δυτικών οικονομιών, ώστε κάτι τέτοιο να καθίσταται αδύνατο. Μάλιστα, η πανδημία και η οικονομική κρίση που προκάλεσε, έδειξε πως οι οικονομίες είναι διασυνδεδεμένες με τέτοιο τρόπο, που κάτι τέτοιο ίσως φαντάζει δύσκολο σε πρώτη ανάγνωση.
Σε κάθε περίπτωση, το επόμενο διάστημα, καθώς ο πλανήτης θα αρχίσει να επιστρέφει σταδιακά στην κανονικότητα, θα είναι κρίσιμο για τις σχέσεις Δυτικού κόσμου και Κίνας και η αποφασιστικότητα που θα επιδείξουν οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους θα κρίνει πού θα γείρει η πλάστιγγα. Τα αποτελέσματα αυτής της μοιραίας επερχόμενης σύγκρουσης θα καθορίσουν τον τρόπο με τον οποίο θα χαραχτεί ο χάρτης της παγκόσμιας οικονομίας και του εμπορίου για τις επόμενες δεκαετίες.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999 και είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του ΟΠΑ. Παρακολουθεί σεμινάρια και ημερίδες πολιτικής, οικονομίας, γεωπολιτικής και τεχνολογίας, ενώ συμμετέχει σε συνέδρια και προγράμματα προσομοίωσης πολιτικών θεσμών (Europa.S, ΠΠΔΣ, ΜΒΕ, MEUS). Στις δημοτικές εκλογές του 2019 ήταν υποψήφιος Δημοτικός Σύμβουλος στο Δήμο Βύρωνα, στην Αθήνα. Στο OffLine Post έφερε την ιδιότητα του Αρχισυντάκτη Οικονομικών κατά το διάστημα Ιούνιος 2019-Ιούνιος 2020.