Της Νάνσυ Κούκου,
Είναι γνωστό ότι μετά τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η αχανής αυτοκρατορία η οποία είχε διαμορφωθεί με τις πολλαπλές μάχες κατά των Περσών, διασπάστηκε. Οι στρατηγοί του Αλέξανδρου ήρθαν σε ρήξη όπως ήταν αναμενόμενο για τη διεκδίκηση της εξουσίας και ο καθένας από αυτούς κατέληξε να διοικεί ένα από τα μικρά βασίλεια της μέχρι τότε αυτοκρατορίας. Ο Κάσσανδρος, λοιπόν, ανέλαβε το βασίλειο της Μακεδονίας και αποφάσισε να ιδρύσει την έδρα του σε έναν νέο τόπο, που σύμφωνα με τον Στράβωνα στο έβδομο βιβλίο του «Γεωγραφικά», μέχρι τότε ονομαζόταν Θέρμη. Αυτήν την πρωτεύουσα την ονόμασε Θεσσαλονίκη προς τιμή της γυναίκας του, της ετεροθαλούς αδελφής του Αλέξανδρου. Πολύ διπλωματική η επιλογή του, καθώς έδειχνε με αυτόν τον τρόπο τη σύνδεση που είχε με τον Αλέξανδρο, τον αγαπητό στον λαό ηγέτη. Με άλλα λόγια χρησιμοποίησε τη συγγένεια αυτή για τη διάχυση της δικής του προπαγάνδας. Γιατί, όμως, να θέλησε να μεταφερθεί από την Πέλλα στη Θεσσαλονίκη η πρωτεύουσα; Ένας από τους λόγους είναι ότι έτσι ήθελε να αναδείξει το προσωπικό του «εγώ», αλλά και να εκμεταλλευτεί τη γεωγραφική θέση εκείνης της τοποθεσίας. Καταρχάς, η Θεσσαλονίκη δεν απέχει πολύ σε απόσταση από τις Αιγές και την Πέλλα. Υπάρχει έντονα το υγρό στοιχείο με τους ποταμούς Γαλλικό, Αξιό, Λουδία και Αλιάκμονα. Έχει φυσική οχύρωση και μεγάλο λιμάνι για την ανάπτυξη του εμπορίου, παρέχοντας παράλληλα ασφαλή είσοδο στο Αιγαίο Πέλαγος λόγω της κλειστής του φυσικής διαμόρφωσης. Ακόμη, από αρχαιοτάτων χρόνων υπήρχαν περιμετρικά εκεί πολλοί οικισμοί. Οι οικισμοί αυτοί, που είχαν αρχίσει να παρακμάζουν, κατάλαβε ο Κάσσανδρος ότι θα βοηθούσαν στην ίδρυση της νέας πόλης. Γι’ αυτό τους υποβάθμισε πολιτειακά εντελώς, αναγκάζοντας τους κατοίκους να τον ακολουθήσουν.
Η πόλη λόγω του συσσωρευμένου πλούτου των εκστρατειών του Αλέξανδρου γνώρισε αίγλη και χτίστηκε με το Ιπποδάμειο σύστημα. Κατά τη Ρωμαϊκή εποχή, η Θεσσαλονίκη επεκτείνεται περισσότερο εδαφικά και περιμετρικά και γενικά παρατηρείται αυξομείωση στα εδάφη της Μακεδονικής επαρχίας. Οι Ρωμαίοι, ωστόσο, εμφανίζονται δυναμικά και αρκετά απειλητικά στο πολιτικό προσκήνιο κατά τη βασιλεία του Φιλίππου του Ε΄. Όσο όμως κι αν προσπάθησε να αποκρούσει την απειλή, ο γιος του ο Περσέας το 168 π.Χ. στη μάχη της Πύδνας χάνει, καθιστώντας τον εαυτό του τελευταίο Μακεδόνα βασιλιά. Όμως, επίσημα οι Ρωμαίοι κατακτούν τη Μακεδονία το 146 π.Χ, γιατί εμφανίζεται ο Ανδρίσκος που υποστηρίζει πως είναι νόθο παιδί του Περσέα και κάνει απόπειρα εναντίον των Ρωμαίων. Αποτυγχάνει, όμως, λόγω του στρατηγού Κόϊντου Καικίλιου Μετέλλου, νότια της Πύδνας.
Ωστόσο, ακόμη και μετά την κατάλυση του μακεδονικού βασιλείου οι Ρωμαίοι φοβόντουσαν μήπως ξανασχηματιζόταν το μακεδονικό «κράτος». Γι’ αυτό, χώρισαν την επαρχία της Μακεδονίας (Provincia Macedonia) σε 4 επαρχίες που η κάθε μία είχε δικό της διοικητικό σύστημα και πρωτεύουσα: στην 1) Αμφίπολη, 2) Θεσσαλονίκη, 3) Πέλλα και 4) Πελαγονία. Μάλιστα, η Θεσσαλονίκη και η Αμφίπολη ήταν φορολογικά απαλλαγμένες. Επίσης, ήταν αυστηρά ελεγχόμενη η επικοινωνία μεταξύ των επαρχιών και υπήρχαν αυστηροί κανόνες, όπως η απαγόρευση της επιγαμίας και η μετακίνηση του πληθυσμού. Ωστόσο, με το πέρασμα των χρόνων οι Ρωμαίοι έγιναν αρκετά πιο ελαστικοί με τους ντόπιους και με βάση τα αρχαιολογικά δεδομένα καταλαβαίνουμε πως επένδυσαν αρκετά με τα έργα τους στη Μακεδονία και ειδικά στη Θεσσαλονίκη.
Η Αγορά ήταν η πηγή ζωής της πόλης και από τα πιο σπουδαία κτίσματα της Ρώμης στη Θεσσαλονίκη των Αυτοκρατορικών χρόνων, που σήμερα σώζεται με εκτενές ερευνητικό υλικό για τους ειδικούς. Την περιβάλλουν οι δύο παράλληλοι οδοί της Ολύμπου και Φιλίππου και οι δύο κάθετοι οδοί της Μακεδονικής Αμύνης και Αγνώστου Στρατιώτη. Γνωρίζουμε πως στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. (Ελληνιστικά χρόνια) εμφανίζεται να χρησιμοποιείται για τη φυσική εκμετάλλευση του κόκκινου εδάφους της και για την απόρριψη των σκουπιδιών της πόλης. Η ιδιωτική της χρήση χρονολογείται περίπου στα μέσα του 2ου αι. μ.Χ, καθώς ο Αδριανός μαζί με τους διαδόχους του φρόντισε για την ολική αλλαγή της όψης και χρήσης της. Πιο συγκεκριμένα, τον 3ο αι. μ.Χ. μεγαλώνει το ωδείο, ενώ τον 4ο αιώνα γίνεται προσπάθεια μετατροπής του σε θέατρο. Τον 5ο αι. μ.Χ. η αγορά υποβαθμίζεται, καθώς όλα τα καταστήματα εκτός της νότιας κρύπτης-στοάς εγκαταλείπονται. Ο χώρος της, τότε, επαναλειτουργεί μόνο για την άντληση του πυλού. Η Αγορά κατέλαβε έκταση περίπου 20 στρέμματα ώστε να στεγάζει πολλούς χώρους, όπως ιδιωτικά καταστήματα, λουτρά, αρχείο με τα έγγραφα της πόλης, πλατεία, νομισματοκοπείο, ωδείο, δημόσια κτήρια π.χ. δικαστήριο και άλλα.
Αναλυτικότερα, στην ανατολική της πτέρυγα (η πλευρά όπου είναι το ωδείο) τα καταστήματα αναπτύσσονται γύρω από μία μαρμάρινη πλατεία, που χωρίζονται από κιονοστοιχία, σχηματίζοντας στην κάτοψη ένα «Π». Στο βόρειο τμήμα της βρέθηκε ορθογώνιο κτίσμα, του οποίου η ανατολική του πλευρά φέρει τρεις κόγχες. Δυστυχώς δε σώζεται ολόκληρο, αφού ο δρόμος της Ολύμπου το καλύπτει και δε γίνεται να επιτραπούν ανασκαφές. Από τα ευρήματα καταλαβαίνουμε πως είχε λατρευτικό χαρακτήρα προς τιμήν της θεάς Juno (Ήρας). Μάλιστα, βρέθηκαν στο βορειοανατολικό τμήμα του πολλά νομίσματα μαζί με τις πήλινες μήτρες τους, με αποτέλεσμα να θεωρούμαι τον χώρο και νομισματοκοπείο της πόλης. Καλό είναι να αναφέρουμε πως έχοντας υπόψη μας ότι η Αγορά αυτή μοιάζει τρομερά με την αγορά των Φιλίππων στην Καβάλα, μπορούμε να βοηθηθούμε παίρνοντας την κάτοψή της. Έτσι μπορούμε να έχουμε μια εικόνα της άρτιας κάτοψης του νομισματοκοπείου της Θεσσαλονίκης, το οποίο μάλιστα κτίσμα τυχαίνει να είναι στην ίδια θέση με εκείνου των Φιλίππων.
Το Ωδείο είναι ένα από τα πιο εντυπωσιακά σημεία της, αφού φέρει επιβλητικότητα και σώζεται μεγάλο τμήμα του. Τον 2ο αι. μ.Χ. ξεκινάει η ανέγερσή του στη θέση του μέχρι τότε ορθογώνιου κτίσματος, του Βουλευτηρίου. Εκεί βρέθηκαν πληθώρες επιγραφικές πλάκες με προσκλήσεις μονομαχιών.
Τον 3ο αι. μ.Χ. μεγαλώνει ώστε να εξυπηρετήσει καλύτερα τις ανάγκες του κοινού. Όμως ο αρχιτέκτονας παρατηρεί πως λόγω της συγκεκριμένης δόμησης της πρόσοψης του κτηρίου σε συνδυασμό με την έλλειψη δυνατότητας πρόσβασης από την πλευρά του κοίλου, λόγω των λοιπών κτισμάτων που αναπτύσσονται γύρω του, ο κόσμος έπρεπε να εισέρχεται από αλλού και όχι από τον κοίλο. Γι’ αυτό, όλοι οι ηθοποιοί και το κοινό εισέρχονται από την πρόσοψη του ωδείου. Πιο συγκεκριμένα, οι ηθοποιοί εμφανίζονται από τις ακραίες εισόδους, ενώ ο κόσμος κεντρικά της προσόψεως, μέσω ενός επιμήκη ορθογώνιου διαδρόμου που διασχίζει το κάτω μέρος της σκηνής, ώστε να διασκορπιστεί αριστερά και δεξιά του κοίλου και να λάβει θέσεις ερχόμενος από τις κλίμακες του κοίλου. Με αυτόν τον τρόπο, η σκηνή αυτόματα καθίσταται αρκετά υπερυψωμένη, και για να είναι ορατή ολόκληρη από την πρώτη σειρά του κοίλου, το πόδι του κοίλου υπερυψώνεται κι αυτό ώστε η πρώτη σειρά του κοινού να ανέβει. Αυτόν τον τόσο υπερυψωμένο κοίλο τον συναντάμε συνήθως σε αρένες, ωστόσο λόγω του μικρού χώρου της σκηνής απορρίπτεται αυτή η άποψη, καθώς θα κινδύνευε η σωματική ακεραιότητα του πλήθους. Στο ίδιο επίπεδο της σκηνής αναπτύσσονται παρατεταγμένες καμάρες στην ίδια ευθεία, στις οποίες από πίσω τους είναι τα παρασκήνια. Πάνω από τα παρασκήνια σε οριακά υπερυψωμένο επίπεδο εμφανίζεται ο χώρος της ορχήστρας.
Κατά τον 4ο αι. μ.Χ. γίνεται προσπάθεια το ωδείο να μετατραπεί σε θέατρο κι έτσι καθίστανται ορισμένες αρχιτεκτονικές αλλαγές. Αναλυτικότερα, δομείται ένας επιπρόσθετος κοίλος 15 μ. πλάτους. Δυστυχώς ένα μεγάλο τμήμα, έτσι, της ανατολικής πτέρυγας της αγοράς κατεδαφίζεται, και παράλληλα κάτω από τον νέο κοίλο αναπτύσσονται περιμετρικά ιδιωτικές κατοικίες, οι οποίες όπως καταλαβαίνουμε αποτελούν τα θεμέλιά του. Μάλιστα, με την αλλαγή αυτή φράζονται οι τρεις κεντρικές είσοδοι του κοινού από τον κοίλο και τώρα πια οι θεατές εισέρχονται από δύο μεγάλα κτιστά κλιμακοστάσια που οδηγούν σε διάζωμα. Στρωματογραφικές ενδείξεις καταδεικνύουν ότι η φάση αυτή δεν ολοκληρώθηκε για τη δημιουργία του θεάτρου.
Βιβλιογραφία
- Π. Αδαμ-Βελενή, Δ. Ακτσέλη, Β. Αλλαμάνη-Σούρη, Χ. Γκατζόλης, Κ. Τζαναβάρη (2003), Ρωμαϊκή Θεσσαλονίκη, Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, σσ. 145-150
- Ramage Andrew, Ramage Nancy H. (2018), Η Ρωμαϊκή Τέχνη, University Studio Press, Θεσσαλονίκη, σσ. 298-313