Του Μανώλη Στυλιανάκη,
Ας υποθέσουμε, εν είδει νοητικού πειράματος, ότι υπάρχει ένας φοροτεχνικός νόμος που ορίζει πως αν ένας πορτοφολάς σου κλέψει την τσάντα με το πορτοφόλι σου, τότε το κλεμμένο ποσό εκπίπτει από το συνολικό φορολογητέο εισόδημα. Αν δηλαδή σου κλέψει ένας το πορτοφόλι και μέσα είχες Χ€, στη φορολογική σου δήλωση το υπό φορολόγηση εισόδημά σου γίνεται (εισόδημα-Χ)€.
Μία ηλιόλουστη μέρα ξυπνάς σκυθρωπός να πας στην εφορία να πληρώσεις τους φόρους που σου αναλογούν. Λέω σκυθρωπός, διότι βάζω στοίχημα ότι δεν υπάρχει κανένας εχέφρων άνθρωπος ο οποίος εθελουσίως και άνευ εξαναγκασμού λέει «γιούπι, ευτυχώς που πληρώνω φόρους, διότι ειδάλλως δεν θα ‘ξερα πώς να τα ξοδέψω μόνος μου». Συνεπώς, το πρώτο επιχείρημα κατά της ύπαρξης των φόρων είναι το εξής πολύ απλό: «κανένας δεν γουστάρει να πληρώνει φόρους, είναι αναγκαίο κακό κι αν δεν εξαναγκαζόμασταν ούτε που θα περνούσαμε απ’ έξω απ’ την εφορία». Όπως κάποιος που αποκηρύσσει τον μιλιταρισμό μπορεί να δηλώνει αντιρρησίας συνειδήσεως και να αποφύγει έτσι το στρατό, κάλλιστα θα έπρεπε να υπάρχει νομική πρόβλεψη για κάποιον που βδελύσσεται τον κρατισμό, ώστε να μην πληρώνει φόρους, ως φορο-αντιρρησίας συνείδησης.
Πίσω στο παράδειγμά μας τώρα. Ας υποθέσουμε ότι εκεί που περπατάς καθ’ οδόν προς την εφορία αναλογιζόμενος τι καλά που θα ‘ταν να είχες γεννηθεί στα νησιά Κέιμαν, ένα κλεφτρόνι σου αρπάζει το πορτοφόλι που έχεις μέσα τα χρήματα για να πληρώσεις τους φόρους. Οπότε πας στο πλησιέστερο αστυνομικό τμήμα, λες ότι κάποιος σου έκλεψε την τσάντα, το διαπιστώνουν κι αυτοί από κάποια κάμερα και σου δίνουν υπογεγραμμένο χαρτί ότι όντως σ’ έκλεψαν. Ύστερα πας στην εφορία, τους περιγράφεις τα καθέκαστα, τους λες ότι σήμερα έπρεπε να πληρώσεις 1000€, αλλά «έσπασε ο διάολος το ποδάρι του» και δυστυχώς τα ‘χες στην κλαπείσα τσάντα, ε και με βάση τον παραπάνω νόμο η εισφορά σου πρέπει να μηδενιστεί.
Αφού πάρεις 10 δευτερόλεπτα για να ξεπεράσεις το σοκ ότι έπεσες θύμα κλοπής, το ξανασκέφτεσαι μέσα σου και προσπαθείς να το εξορθολογίσεις ως εξής, σκεπτόμενος: «Τι είχα τι έχασα! Αν δεν μου τα έπαιρνε αυτός, θα τα έπαιρνε κάποιος κηφήνας του δημοσίου. Σαν πως εγώ θα τα ξόδευα; Ούτως ή άλλως δεν ήταν δικά μου ευθύς εξαρχής, διότι λεφτά που δεν μπορείς να ξοδέψεις είναι σαν να μην τα έχεις. Ενδεχομένως ο κλέφτης αυτός για να πάρει αυτό το ρίσκο να κλέψει, μάλλον θα τα ‘χε μεγάλη ανάγκη, σίγουρα μεγαλύτερη από έναν κρατικοδίαιτο που τρύπωσε με ρουσφέτι στο δημόσιο». Και κάπως έτσι καταλήγεις στο συμπέρασμα «ευτυχώς τα λεφτά αυτά προορίζονταν για την εφορία και δεν είναι δικά μου». Πρακτικά δεν σε πειράζει που σε έκλεψαν στο συγκεκριμένο παράδειγμα, διότι το ίδιο σου κάνει είτε τα πάρει ένα κλεφτρόνι με μάσκα είτε ένας δημόσιος υπάλληλος με γραβάτα.
«Ναι αλλά με τους φόρους μας, το κράτος θα δώσει επιδόματα και θα τονώσει την ενεργό ζήτηση». Μα και ο κλέφτης το ίδιο θα κάνει! Κλέβει για να ξοδέψει, όχι για να τα βάλει κάτω από το στρώμα ή σ’ ένα σεντούκι να λιμνάζουν. Έκλεψε 1000€ για να τα ξοδέψει σε ακριβά κρασιά και εδέσματα, ρούχα, clubs, τονώνοντας έτσι την «ενεργό ζήτηση» και μάλιστα περισσότερο από εμένα τον φανατικό Προτεστάντη αποταμιευτή που απλώς θα τα κατάχωνα στον κουμπαρά που έχω στο συρτάρι του γραφείου μου.
Ας υποθέσουμε τώρα ότι το κράτος, με τα χρήματα των φόρων μας, θα επιδοτήσει μία επιχείρηση ή μία ΜΚΟ. Δηλαδή, ξυπνάω, πηγαίνω στην εφορία, πληρώνω 1000€ και το κράτος θα πάρει τα 1000€ που θα πληρώσω σε φόρους για να τα παραδώσει στον Β. (Α=>Κ=>Β). Ας υποθέσουμε τώρα ότι ο κλέφτης του παραδείγματος είναι ο ίδιος ο Β. (Α=>Β)! Θα πρέπει όμως εδώ να μας εξηγήσει κάποιος, για ποιο λόγο αν ο Β μου ορμήσει για να μου πάρει το πορτοφόλι με τα χίλια ευρώ είναι κλοπή, αλλά αν το κάνει ένας δημόσιος υπάλληλος για χάρη του, ενόσω εκείνος κάθεται αναπαυτικά στην πολυθρόνα του περιμένοντας να τα εισπράξει από το κράτος, αυτό είναι κάτι ηθικό και άμεμπτο; Ιδού η απορία. Δηλαδή η αθέλητη και αναγκαστική αυτή μεταβίβαση, μόνο άμα γίνεται αδιαμεσολάβητα ονομάζεται κλοπή, ενώ άμα μεσολαβεί το κράτος «καμουφλάρεται» με κάποιον ευφημισμό; Θέλει ιδιαίτερη σοφιστική μαεστρία να βαφτίσεις το κρέας, ψάρι! Σε μία κοινωνία δίχως φορολογία, ο Β θα έπρεπε να με κλέψει για να λάβει αυτά τα 1000€. Τώρα απλώς μπορεί να ψηφίσει έναν πολιτικό να αυξήσει το φόρο εισοδήματος και να λάβει έτσι την επιδότηση.
Επί του πρακτέου τώρα. Στην ελεύθερη αγορά, μπαίνω σ’ ένα μαγαζί, παίρνω από το ράφι το προϊόν που επιθυμώ, πηγαίνω στο ταμείο, το δείχνω στον ταμεία, μου λέει την τιμή, του δίνω τα λεφτά κι εγώ φεύγω απ’ το κατάστημα με το αγαθό που αγόρασα. Αυτή είναι μία τίμια, εθελούσια συναλλαγή. Όταν το κράτος επιδοτεί μία επιχείρηση, παίρνει τα λεφτά μου και τα δίνει στην επιχείρηση ακριβώς όπως θα έκανα κι εγώ. Μόνο που εγώ ως άτομο δεν λαμβάνω κάτι σαν αντάλλαγμα, δεν παίρνω κάποιο προϊόν στο χέρι. Κι αν παίρνω κάτι που βαφτίζεται δημόσιο αγαθό ή δημόσια υπηρεσία, αυτό είναι τόσο κακής ποιότητας που ακόμα κι αν το αγόραζα εγώ ο ίδιος, δεν θα το ξαναγόραζα και η επιχείρηση θα με έχανε από πελάτη.
Παράδειγμα, εγώ σαν καταναλωτής επιθυμώ να πληρώσω για να γίνω συνδρομητής στο netflix, διότι μ’ αρέσουν οι ταινίες και οι σειρές που προβάλλει και νιώθω πως βγαίνω ικανοποιημένος απ’ αυτήν τη συναλλαγή. Απεναντίας, ως φορολογούμενος στο πλαίσιο του κράτους, εκών άκων πληρώνω την ΕΡΤ, μολονότι ούτε παρακολουθώ καθόλου ΕΡΤ, ούτε μ’ αρέσουν οι εκπομπές της. Η ποιοτική διαφορά μεταξύ εθελούσιας συνδρομής σε netflix και υποχρεωτικού τέλους υπέρ ΕΡΤ είναι πασίδηλη.
«Μα η κοινωνία επιτάσσει να πληρώνεις φόρους, οπότε δεν θα σε ρωτήσουμε, διότι είσαι ένας και είμαστε πολλοί». Μα αυτό είναι ο ορισμός και ο πυρήνας της κλοπής. Πολλοί vs ένας, άρα πράξε όπως προστάζουμε, ειδάλλως θα το πληρώσεις. Ο ορισμός του εξαναγκασμού. Προσπερνώντας το ιστορικό γεγονός ότι η πλειοψηφοκρατική κοινωνία, που δεν είναι παρά ένας ευφυμισμός για την απρόσωπη οχλοκρατική μάζα, απαίτησε να θανατώσουμε τον Σωκράτη με κώνειο, να σταυρώσουμε τον Χριστό στη θέση του Βαραβά, ή να καταδικάσουμε αθώες γυναίκες ως μάγισσες στην πυρά, από που και ως που η κοινωνία μπορεί να διεμβολίζει την ατομικότητά μας; Η κοινωνία δεν παίρνει πάντα τις πιο σοφές αποφάσεις.
Την ίδια στιγμή που το αδηφάγο, σπάταλο κράτος και οι δορυφόροι του, μας απειλούν με ποινικές κυρώσεις, τιμωρίες και φυλακίσεις, οι υπόλοιποι φιλειρηνικοί πολίτες ή οι συλλογικότητες της κοινωνίας των πολιτών, αν θέλουν να αιτηθούν ή αν χρειάζονται οικονομική υποστήριξη από τους συνανθρώπους τους, δηλαδή από εμάς, θα πρέπει να κάνουν crowdfunding, να φτιάξουν μία σελίδα στο GoFundMe, να οργανώσουν μία καμπάνια ενημέρωσης, να διαφημίσουν τον σκοπό τους στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να κάνουν εθελοντισμό, ώστε να μας πείσουν με επιχειρήματα να συνεισφέρουμε στον ευγενή τους σκοπό. Απεναντίας, το κράτος και οι κρατικοδίαιτοι δεν μπαίνουν καν στον κόπο να επιδείξουν αυτή τη στοιχειώδη αστική αβρότητα, να μας εξηγήσουν δηλαδή τι σκοπεύουν να κάνουν με τους φόρους που πληρώνουμε ή έστω να μας παρουσιάσουν ένα πλάνο ή μία περίληψη του σκοπού τους. Δεν μπαίνουν καν στον κόπο να δώσουν έναν υποτυπώδη λογαριασμό, απλώς μας απειλούν με κατασχέσεις, πάγωμα λογαριασμών, φυλακίσεις και ούτω καθεξής.
Αλλά, χάριν συζήτησης, ας δεχτούμε το επιχείρημα ότι αυτή η αόριστη, νεφελώδης και μεταφυσικής υφής οντότητα που καλεί στο όνομα «κοινωνία» έχει το δικαίωμα να επιβάλλει φόρους και να μας υποχρεώνει να τους πληρώνουμε. Καταρχάς, η κοινωνία είναι ένα σύνολο ατόμων. Μπορεί δηλαδή ένα άτομο, π.χ. ο Γιώργος να πάει στη Μαρία και να της πει «δώσε μου το 20% του εισοδήματός σου;». Κανένας δεν μπορεί να το κάνει αυτό. Κι αν κανένας μας δεν διαθέτει ηθικά, ακόμα και νομικά, αυτή την εξουσία ή αυτό το δικαίωμα, πόθεν προκύπτει ότι η κοινωνία, που συνίσταται από όλους εμάς, έχει αυτό το δικαίωμα;
Ο Γιώργος, η Κατερίνα, ο Κώστας, η Έλενα εξατομικευμένα δεν μπορούν να απαιτήσουν έτσι από τη Μαρία να τους δώσει τα λεφτά της, αν όμως το κάνουν μαζί από κοινού, αυτό μεταστοιχειώνεται σε δικαίωμα; Λέμε για «κοινωνία». Ποιος είναι ο ελάχιστος αριθμός ατόμων που μπορεί να αυτοτιτλοφορείται ως κοινωνία και να απαιτεί δικαίως και ηθικώς τους καρπούς της εργασίας των άλλων; Αν το πράξει ένα άτομο είναι κλοπή. Αν το πράξουν 2,3, 10 πάλι είναι κλοπή. Αν το πράξουν 40, σίγουρα και πάλι είναι κλοπή. Στους πόσους και μετά παύει να θεωρείται κλοπή;
Εν πάση περιπτώσει, εγώ προσωπικά δεν έχω κανένα πρόβλημα με μία λελογισμένη φορολογία. Δεν είμαι ούτε ριζοσπάστης, ούτε ιδεοληπτικός, ούτε έχω την ψευδαίσθηση ότι μπορεί κανείς να μετακενώσει τις αρχές του κλασικού φιλελευθερισμού σε μία διαποτισμένη με κρατισμό χώρα ή ότι μπορεί αυτή να βαπτιστεί εν μια νυκτί στα φιλελεύθερα νάματα του διαφωτισμού. Προφανώς δεν προτείνω να καταργήσουμε άπαξ δια παντός τους φόρους, καθώς αντιλαμβάνομαι ότι μία τέτοια πρόταση είναι εκτός πλαισίου Overton. Απλώς, θέλω να καταστήσω σαφές ότι η φορολογική δύναμη που έχει η κυβέρνηση στη διάθεσή της δεν είναι απεριόριστη, ούτε τόσο αυτονόητη ή δεδομένη, όπως πολλοί βαυκαλίζονται. Αυτό που θέλω να τονίσω είναι ότι πρέπει να βάλουμε χαλινάρι στο κράτος.
Όμως, ακόμα και η Ελλάδα αναγνωρίζει το δικαίωμα στην ατομική ιδιοκτησία. Και όταν το κράτος με αναγκάζει να πληρώνω, με τον ΕΝΦΙΑ, νοίκι για το δικό μου ιδιόκτητο σπίτι, τι είναι αυτό αν όχι τορπίλη στην ίδια την έννοια της ιδιοκτησίας. Ο φόρος κατοικίας δεν είναι παρά νοίκι στο κράτος. Αν αγοράσεις σπίτι με στεγαστικό δάνειο, πληρώνεις τις μηνιαίες δόσεις σου στην τράπεζα κι αν νοικιάζεις σπίτι πληρώνεις κάθε μήνα νοίκι στον ιδιοκτήτη. Αν πάλι έχεις δικό σου σπίτι, πληρώνεις ΕΝΦΙΑ στο κράτος. Σε κάθε περίπτωση, το σπίτι σου δεν σου ανήκει πραγματικά στην ολότητά του. Μπορεί το κράτος να επιβάλει φόρο εισοδήματος 100%; Δεν χρειάζεται να είσαι οικονομολόγος ή να έχεις διδαχτεί την καμπύλη του Laffer για να καταλάβεις ότι κάτι τέτοιο είναι ανόητο και ανεφάρμοστο.
Είναι ουτοπικό να πιστεύει κανείς ότι μπορεί να εκμηδενιστεί η φορολογία και ατελέσφορο να το προσπαθήσει. Αυτό που εισηγούμαι είναι να τεθούν συνταγματικά μέγιστα όρια στις δαπάνες και ρήτρα μηδενικού ελλείμματος, ως φρένο δημοσιονομικού εκτροχιασμού και ως δικλείδα ασφαλείας στον κίνδυνο διολίσθησης στην κρατική γαστριμαργία. Θα πρέπει ο κρατικός προϋπολογισμός αφενός μεν να είναι ισοσκελισμένος, ώστε να μην δημιουργούνται χρέη, αφετέρου δε να μην μπορεί να ξεπεράσει ένα συγκεκριμένο όριο ως ποσοστό του ΑΕΠ.
Κατά τα τέλη 20ου αιώνα, ένας Αμερικανός οικονομολόγος, ονόματι Richard W. Rahn, περιέγραψε στην ομώνυμη καμπύλη ότι υπάρχει ένα ολικό μέγιστο, το οποίο αν ξεπεραστεί, τότε η οικονομία θα πάρει την κατιούσα. Υπάρχει ένα μέγιστο επιτρεπτό επίπεδο κρατικών δαπανών, απ’ το οποίο κι ύστερα η αύξηση των κρατικών δαπανών αποτελεί τροχοπέδη στην οικονομική δραστηριότητα και ανάπτυξη, λόγω “crowding out” επιδράσεις. Αυτό το σημείο βρίσκεται μεταξύ 15–25% του ΑΕΠ.
Στο ίδιο περίπου μήκος κύματος, κινείται και η καμπύλη του Laffer, που εν ολίγοις λέει “δεν πάει να βάλει η κυβέρνηση και φόρο 100%… απλώς κανένας δεν θα έχει κίνητρο να δουλεύει ή στην καλύτερη των περιπτώσεων όλοι θα δουλεύουν μαύρα”. Εντωμεταξύ, η απόδειξη του συγκεκριμένου θεωρήματος αποδεικνύεται με μαθηματικά Γ’ Λυκείου, οπότε είναι λιγάκι περίεργο πώς διαφεύγει της προσοχής μερικών μεγαλόσχημων οικονομολόγων!
Το ελληνικό κράτος είναι πανθομολογουμένως διεφθαρμένο και το ποινικό του μητρώο βαρύνεται με πληθώρα σκανδάλων διασπάθισης δημοσίου χρήματος, μιζών, υπερτιμολογήσεων, ρουσφετιών, σπαταλών και πολλών άλλων ολισθημάτων ων ουκ έστιν αριθμός. Εγώ, ως δημοκράτης πολίτης που θέλω να πιστεύω ότι ζω σε μία ευνομούμενη πολιτεία, απαιτώ από το κράτος να ξοδεύει τους φόρους μου με τον ίδιο τρόπο που ξοδεύω εγώ και τα υπόλοιπα λεφτά που έχω στο πορτοφόλι μου. Με φειδώ και σύνεση. Απαιτώ λογοδοσία και διαφάνεια. Θέλω να ξέρω ανά πάσα ώρα και στιγμή τι πληρώνω και πού πάνε οι φόροι μου. Θέλω το κράτος να με ενημερώνει για κάθε του δημοσιονομική κίνηση, κατά τον ίδιο τρόπο που ο CEO μιας πολυεθνικής ενημερώσει τους μετόχους.
Οι φόροι πρέπει να επενδύονται σε δημόσια αγαθά υπέρ όλων και όχι «υπέρ ημετέρων». Το κράτος οφείλει να χρηματοδοτεί δράσεις που αποφέρουν θετικές εξωτερικότητες, που αυξάνουν την κοινωνική ωφέλεια και όχι συντεχνιακά συμφέροντα. Ακόμη, ζητώ διαπιστευτήρια ότι κάθε περιστατικό κακοδιαχείρισης θα τιμωρείται παραδειγματικά. Το κράτος θα πρέπει να αποκτήσει δημοκρατική κουλτούρα, να σέβεται τους εργαζόμενους πολίτες και να μην τους αντιμετωπίζει σαν είλωτες στο φέουδό του. Ειδάλλως από θεματοφύλακας των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων των πολιτών, εκφυλίζεται σε βδέλλα που μας αφαιμάζει.