Του Δημητρίου Αναστασιάδη,
Τον Νοέμβριο του 2018, η Γερμανίδα Καγκελάριος Άγκελα Μέρκελ και ο Γάλλος ομόλογός της Εμανουέλ Μακρόν, έκαναν μία κοινή διακήρυξη για την ανάγκη δημιουργίας ευρωπαϊκού στρατού. Μετά την δήλωση αυτή, ξέσπασε μία θύελλα αντιδράσεων από ευρωσκεπτικιστές και των δύο άκρων, σχετικά με τους κινδύνους που θα επιφύλασσε ένα τέτοιο εγχείρημα. Παρόλα αυτά, η ανάγκη για την Ε.Ε να κάνει «το επόμενο βήμα» προς την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση παραμένει. Μπορεί στις μέρες μας η κρίση του κορωνοϊού, οι οικονομικές συνέπειες που έχει προκαλέσει και η αντιμετώπισή τους να έχουν το μονοπώλιο, σχεδόν, της Ευρωπαϊκής πολιτικής προσοχής, παρόλα αυτά, οι εξελίξεις στο διεθνές επίπεδο δεν σταματούν ποτέ και η Ευρώπη καλείται να είναι ενεργός παίχτης στις εξελίξεις που την αφορούν. Ήδη, στην προ-Κορωνοϊού εποχή η Ε.Ε κλυδωνιζόταν από απειλές και αδυναμία αυτοσυντήρησης και σήμερα, με τις πολλαπλές κρίσεις που καλείται να αντιμετωπίσει και τις δηλώσεις Τραμπ ότι η Ευρώπη εξαρτάται εξολοκλήρου από τις ΗΠΑ για την άμυνά της, πράγμα αληθές, το ερώτημα έχει αρχίσει να ξαναγεννιέται. Πρέπει η Ε.Ε να αποκτήσει κοινό, ευρωπαϊκό στρατό;
Σήμερα, αν και η Ένωση δεν έχει τις δικές της στρατιωτικές δυνάμεις, διεξάγει στρατιωτικές επιχειρήσεις βασισμένες στην συνεργασία μεταξύ των στρατών των επιμέρους κρατών-μελών της. Την ώρα που γράφεται αυτό το άρθρο, η Ένωση διεξάγει 6 στρατιωτικές αποστολές απασχολώντας περίπου 5.000 ένστολους. Κύριοι σκοποί αυτών των αποστολών, αποτελούν η διατήρηση της ειρήνης και η πρόληψη της εμπορίας ανθρώπων και της πειρατείας. Ταυτόχρονα, ήδη γίνονται μικρά βήματα προς την μεγιστοποίηση της συνεργασίας των κρατών-μελών, τόσο σε επίπεδο έρευνας, όσο και σε επιχειρησιακό επίπεδο. Όλα τα παραπάνω, γίνονται στο πλαίσιο της ΚΕΠΠΑ (Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφαλείας). Σύμφωνα με το Ευρωβαρόμετρο, την επίσημη υπηρεσία διεξαγωγής ερευνών της κοινής γνώμης του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, το 75% των Ευρωπαίων πολιτών ήταν υπέρ της ΚΕΠΠΑ και το 79% θα υποστήριζε η ΚΕΠΠΑ να ανεξαρτητοποιούνταν περισσότερο από την συμβολή των ΗΠΑ ενώ το 55% των ερωτηθέντων ήταν υπέρ της δημιουργίας Ευρωπαϊκού στρατού. Επομένως, εφόσον είναι θεμιτή η δημιουργία Ευρωπαϊκού στρατού αξίζει να δούμε αν κάτι τέτοιο είναι πρακτικά δυνατόν.
Τα Ευρωπαϊκά κράτη έχουν απολέσει την τρομακτική στρατιωτική ισχύ που είχαν τους προηγούμενους αιώνες. Τίθεται, επομένως, το ζήτημα του «επάν»-εξοπλισμού. Για χρόνια, η Ευρώπη εξοπλιζόταν ως επί το πλείστον από τις ΗΠΑ, τιμωρώντας την ευρωπαϊκή βιομηχανία με την μη αγορά ευρωπαϊκών όπλων, προκαλώντας μειωμένα κέρδη και ως εκ τούτου, υποσκάπτοντας την ικανότητα επένδυσης στην έρευνα για την δημιουργία όπλων τελευταίας τεχνολογίας. Είναι, επομένως, επιτακτική ανάγκη, να στηριχθεί η Ευρωπαϊκή στρατιωτική βιομηχανία. ώστε, όχι μόνο να μπορέσει ένας ευρωπαϊκός στρατός να εξοπλιστεί χωρίς το οικονομικό βάρος να είναι αβάσταχτο, αλλά και να αποφευχθεί ο κίνδυνος δημιουργίας αμερικανικού μονοπωλίου στην ευρωπαϊκή αγορά μέσω του NATO. Παράλληλα, τα Ευρωπαϊκά κράτη σήμερα, διαθέτουν διαφορετικούς στρατιωτικούς εξοπλισμούς, πράγμα που δημιουργεί δυσκολίες. Εξαιρετικά ανησυχητικό παρουσιάζεται το στατιστικό, ότι ενώ η Ένωση ξοδεύει συνολικά 40-45% των αμυντικών δαπανών της Αμερικής ετησίως, είναι ικανή να υλοποιήσει μόνο το 10-15% των επιχειρήσεων.
Επιπρόσθετα, ένα εγχείρημα τόσο σημαντικό, ικανό να αλλάξει τις ισορροπίες δυνάμεως παγκοσμίως, εύλογα δεν μπορεί να υλοποιηθεί παρά μόνο με την επίτευξη ομοφωνίας μεταξύ των κρατών-μελών της Ένωσης. Αυτό είναι μία πρόκληση, καθώς άλλα κράτη έχουν άλλες προτεραιότητες ενώ ο ευρωσκεπτικισμός που πλανάται στον αέρα μόνο δυσχεραίνει την κατάσταση. Παρόλα αυτά, υπό αυτό το πρίσμα, η έξοδος του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ένωση, και συνακόλουθα το βέτο που σίγουρα θα υπέβαλλε σε μία τέτοια πρόταση όχι μόνο διευκολύνει το έργο, αλλά το καθιστά και πιο επιτακτικό. Η Μεγάλη Βρετανία ξόδευε για τις αμυντικές δαπάνες τις το ¼ των συνολικών δαπανών της Ένωσης. Η έξοδός της, λοιπόν, μόνο ενισχύει το επιχείρημα περί ανάγκης δημιουργίας Ευρωπαϊκού στρατού.
Για όλη τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, η Ευρώπη είχε βρει καταφύγιο στην προστασία του NATO, το οποίο εγγυόταν την προστασία της από την Σοβιετική Ένωση. Μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, το NATO βρήκε νέο raison d’être μέσω της υποστήριξης των Ευρωπαίων συμμάχων των ΗΠΑ και της διαχείρισης κρίσεων παγκοσμίως. Έκτοτε, η Ευρώπη συνέχισε να εξαρτάται για την προστασία της από τις ΗΠΑ όλο και περισσότερο, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που ο Πρόεδρος των ΗΠΑ, Ντόναλντ Τραμπ αναρωτήθηκε δημοσίως για το εάν το NATO έχει λόγο ύπαρξης. Αυτή η εξάρτηση δεν μπορεί να συνεχίσει. Η μελλοντική σύγκρουση ΗΠΑ-Κίνας, όποια μορφή και εάν πάρει, σίγουρα θα αλλάξει το διεθνές σύστημα με απρόβλεπτους τρόπους και η Ε.Ε θα κληθεί να διεκδικήσει την θέση της στον νέο τούτο κόσμο στον οποίο, μη δυτικές ανερχόμενες δυνάμεις (Κίνα και σε βάθος δεκαετιών Ινδία) θα παίξουν ενεργό ρόλο στην διαμόρφωσή του. Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται έναν ενιαίο στρατό για να διασφαλίσει τα συμφέροντά της στον νέο αυτό κόσμο.
Τέλος, η Ευρώπη δεν μπορεί να συνεχίσει να δρα σαν μία «τεράστια Ελβετία», ειρηνική και ουδέτερη. Όταν περιτριγυρίζεσαι από επιθετικούς γείτονες (Λ.χ. Τουρκία-Ρωσία) ο ειρηνισμός δεν αποτελεί πανάκεια αλλά καταδίκη. Η Ε.Ε σαν σύνολο έχει το μεγαλύτερο ΑΕΠ στον κόσμο, δεν μπορεί επομένως να εναποθέτει την ασφάλειά της στα χέρια άλλων. Οι συχνές παραβιάσεις του διεθνούς συστήματος διδάσκουν, ότι η κατάσταση αναρχίας του διεθνούς συστήματος, αν και περιορισμένη, συνεχίζει να υπάρχει. Επομένως, ένας Ευρωπαϊκός στρατός κρίνεται απαραίτητος για τη διασφάλιση των ευρωπαϊκών κυριαρχικών δικαιωμάτων, για τον σεβασμό του διεθνούς δικαίου (Λ.χ. σε Κύπρο, Ελλάδα, Εσθονία), αλλά και για την ενίσχυση του Ενωσιακού θεσμού και το Ευρωπαϊκού αισθήματος. Δεν είναι πια επιλογή, είναι αναγκαιότητα.