Της Χριστίνας Μαυρέα,
Το τελευταίο διάστημα και με την πανδημία του κορωνοϊού να πλήττει σοβαρά τον κόσμο, η Κίνα αυξάνει την προκλητικότητά της κατά της Ταϊβάν. Η Κίνα έχει έντονη στρατιωτική δραστηριότητα γύρω από την Ταϊβάν, καθώς η τελευταία είχε ιδιαίτερη επιτυχία στην αντιμετώπιση του κορωνοϊού, γεγονός που προάγει τη διεθνή θέση του νησιού. Το Πεκίνο έχει κλιμακώσει τον αριθμό των στρατιωτικών ασκήσεων, δοκιμάζοντας τα πολιτικά ύδατα της Ταϊπέι και εκφράζοντας την εχθρότητά του προς την Πρόεδρο της Ταϊβάν, Tsai Ing-wen. Οι ασκήσεις ήταν «ιδιαίτερα επιθετικές», δήλωσε ο Bonnie Glaser, διευθυντής του έργου «China Power Project» στο Κέντρο Στρατηγικών και Διεθνών Σπουδών. «Σίγουρα προορίζονται για να στείλουν μηνύματα εκφοβισμού στην Ταϊβάν». O Yao-Yuan Yee, καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Μινεσότα, δήλωσε ότι «η Κίνα φαίνεται να δοκιμάζει το νερό για να δει τις δυνατότητές της να απειλήσει την κυβέρνηση της Ταϊβάν, καθώς και μια πιθανή απάντηση από τις ΗΠΑ».
Ο Glaser ισχυρίστηκε, ότι οι στρατιωτικές ασκήσεις είναι πιθανότατα μια προσπάθεια τιμωρίας της Ταϊβάν για αυτό που το Πεκίνο έχει δει ως μια σειρά από προκλητικές ενέργειες, συμπεριλαμβανομένου ενός ταξιδιού του εκλεγμένου αντιπροέδρου, William Lai, στην Ουάσινγκτον το Φεβρουάριο. Η επίσκεψη αυτή είναι αντίθετη με τους μακροχρόνιους κανόνες που αφορούν τις επισκέψεις από Ηγέτες της Ταϊβάν. Ο Lai έγινε ο υψηλότερος σε κατάταξη ηγέτης της Ταϊβάν που επισκέφθηκε τις ΗΠΑ, από το τέλος των επίσημων διπλωματικών σχέσεων, το 1979.
Οι σχέσεις μεταξύ Ταϊβάν και Κίνας, ωστόσο, έχουν κλιμακωθεί από το 2016, όταν η Tsai εξελέγη για πρώτη φορά Πρόεδρος, ως ηγέτης του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος (DPP). Η Tsai και το κόμμα της έχουν υιοθετήσει μια στάση υπέρ της Ταϊβάν, αλλά δεν έχουν λάβει ποτέ μέτρα για να επισημοποιήσουν την ανεξαρτησία της από την Κίνα. Η Ταϊβάν εξακολουθεί να είναι επίσημα γνωστή ως μέρος της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας, ενώ υπάρχει δυσαρέσκεια στο Πεκίνο, καθώς η Tsai δεν έχει εκφράσει έμπρακτη υποστήριξη στην αρχή «Μια Κίνα» ή τη θέση ότι τόσο η Ταϊβάν, όσο και η ηπειρωτική χώρα είναι μέρος της Κίνας, ότι η ανεξαρτησία δεν είναι επιλογή για την Ταϊβάν, όπως επίσης και ότι είναι απαραίτητο οι δύο πλευρές να συνεργαστούν για την τελική ενοποίηση.
Η Ταϊβάν, ακόμη, μετά την επιτυχημένη αντίδρασή της ως προς την αντιμετώπιση του κορωνοϊού, ζήτησε να παρευρεθεί στη συνάντηση της Παγκόσμιας Συνέλευσης Υγείας (WHA), που πραγματοποιήθηκε στις 18 Μαΐου. Η Κίνα, όμως, ισχυρίστηκε πως η Ταϊβάν είναι μια επαρχία χωρίς δικαίωμα διπλωματικής εκπροσώπησης στην παγκόσμια σκηνή και σε διεθνείς οργανισμούς, πόσο μάλλον σε μια συνέλευση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (WHO), υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών. Η Ταϊβάν συμμετείχε στις συναντήσεις του WHΟ ως παρατηρητής από το 2009 έως και το 2016, οπότε και αποκλείστηκε.
Αυτή τη φορά, η Ταϊβάν δήλωσε ότι δεν έλαβε από πρώτο χέρι πληροφορίες από τον ΠΟΥ για το ξέσπασμα του κορωνοϊού, με αποτέλεσμα να τεθεί σε κίνδυνο η υγεία των πολιτών της. Αυτό, βέβαια, δεν εμπόδισε το αυτόνομο νησί να εκτελέσει ένα σχέδιο έγκαιρης ανίχνευσης, με έλεγχο στα σύνορα και εντοπισμό των κρουσμάτων. Εάν της επιτραπεί η συμμετοχή στη συνέλευση, θα είναι μια ευκαιρία η Ταϊβάν να μοιραστεί την εμπειρία της σε τομείς όπως οι δοκιμές, η διάγνωση, ο έλεγχος των συνόρων και η πρόληψη της επιδημίας στην κοινότητα. Η Ταϊβάν δεν εφάρμοσε αυστηρούς αποκλεισμούς, έχει αναφέρει μόλις 440 περιπτώσεις και επτά θανάτους, σε πληθυσμό ύψους 24 εκατομμυρίων. Συγκριτικά, η Νότια Κορέα έχει αναφέρει σχεδόν 11.000 περιπτώσεις μέχρι στιγμής, ενώ η Σιγκαπούρη, στη Νοτιοανατολική Ασία, έχει καταγράψει περισσότερες από 20.000 περιπτώσεις. Παρά την έλλειψη διπλωματικών συμμάχων, φωνές από διάφορες χώρες έχουν σπεύσει να υποστηρίξουν τη συμμετοχή της Ταϊβάν στη συνέλευση. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, Mike Pompeo, η Ιαπωνία και η Νέα Ζηλανδία άσκησαν πιέσεις για την ένταξή της.
Ωστόσο, για τη συμμετοχή δεν μπορεί να αποφασίσει μόνο ο Γενικός Διευθυντής του ΠΟΥ, Tedros Ghebreyesus, καθώς όλα τα κράτη μέλη πρέπει να εκφράσουν την έγκρισή τους. Αν και οι ΗΠΑ αποτελούν το μεγαλύτερο χρηματοδότη του ΠΟΥ, η Κίνα είναι αυτή που πραγματοποιεί διπλωματικές εισβολές σε διεθνείς οργανισμούς, όπως ο ΟΗΕ. Έτσι, συγκεντρώνει υποστήριξη, επηρεάζοντας διάφορα κράτη μέλη. «Η Κίνα πάντα αποφάσιζε για το αν η Ταϊβάν μπορεί να συμμετάσχει στις συναντήσεις του WHA. Λαμβάνει αυτήν την απόφαση, με βάση το δικό της πολιτικό υπολογισμό της κατάστασης των διασυνοριακών σχέσεών τους και όχι με βάση την ανησυχία για την παγκόσμια δημόσια υγεία», δήλωσε ο Drew Thompson, πρώην αξιωματούχος του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ, υπεύθυνος για τη διαχείριση των διμερών σχέσεων με την Κίνα, την Ταϊβάν και τη Μογγολία.
Το Πεκίνο, από την πλευρά του, έχει δηλώσει επανειλημμένα ότι η Ταϊβάν εκπροσωπείται επαρκώς από την Κίνα. «Όσον αφορά στη συμμετοχή της Ταϊβάν στις δραστηριότητες του ΠΟΥ, η θέση της Κίνας είναι σαφής και συνεπής. Πρέπει να αντιμετωπιστεί σύμφωνα με την αρχή της Κίνας», δήλωσε η Hua Chunying, εκπρόσωπος του κινεζικού Υπουργείου Εξωτερικών. Ανέφερε, επίσης, ότι το Πεκίνο έχει κάνει «σωστή ρύθμιση» για την Ταϊβάν για την αντιμετώπιση τοπικών ή παγκόσμιων καταστάσεων έκτακτης ανάγκης στον τομέα της δημόσιας υγείας, παρόλο που το Δημοκρατικό Προοδευτικό Κόμμα της Tsai πιέζει για ανεξαρτησία.
Οι ΗΠΑ και η Αυστραλία διατείνονται ότι το Πεκίνο απέκρυψε ένα εργαστηριακό ατύχημα, από το οποίο διέρρευσε ο κορωνοϊός, προκαλώντας την πανδημία. Οι ΗΠΑ, ακόμη, κατηγόρησαν την Κίνα ότι προσπάθησε να υποκλέψει την αμερικανική έρευνα για την παρασκευή εμβολίου, ενώ ο Τραμπ απείλησε να διακόψει κάθε σχέση με το Πεκίνο. Παράλληλα, εκτιμάται από την Ουάσινγκτον ότι ο ΠΟΥ αγνόησε μια έγκαιρη προειδοποίηση από την Ταϊβάν για τη σοβαρότητα του ιού, κάτι που ο οργανισμός διαψεύδει. Στο μεταξύ, οι ΗΠΑ, υποστηριζόμενες και από άλλες χώρες, ζήτησαν από τον ΠΟΥ «να καλέσει την Ταϊβάν» στην Παγκόσμια Συνέλευση Υγείας, παρά τις αντιδράσεις της Κίνας. Ο Οργανισμός, από την πλευρά του, διαβεβαιώνει ότι μόνο οι χώρες μέλη του, μέσω ψηφοφορίας, μπορούν να δεχθούν ή όχι την Ταϊβάν.