Του Παναγιώτη Τσελέκη,
Ένα από τα πρώτα θεσμικά μέτρα της βαυαρικής κυβέρνησης ήταν η συγκρότηση ξένου τακτικού μισθοφορικού στρατού που στην πλειονότητά του ήταν Βαυαροί, καθώς με διάταγμα της Αντιβασιλείας ο ελληνικός άτακτος στρατός είχε διαλυθεί. Οι Αγωνιστές του 1821 κάτω των 30 ετών είχαν δικαίωμα κατάταξης στον στρατό και στη χωροφυλακή, ενώ οι μεγαλύτεροι σε ηλικία ενσωματώθηκαν «τιμής ένεκεν» στη φάλαγγα χωρίς όμως να ασκούν εξουσία, καθώς τη διοίκηση του πεζικού και του ναυτικού ανέλαβαν αποκλειστικά Βαυαροί αξιωματικοί. Στο πλαίσιο της ενοποίησης της Επικράτειας, η κυβέρνηση του Άρμανσπεργκ προέβη σε διοικητική αναδιάρθρωση της χώρας. Σχηματίστηκαν, λοιπόν, 10 νομαρχίες με επιμέρους 47 επαρχίες και αρκετούς δήμους. Η περιφερειακή διοίκηση όμως δεν ήταν αυτοδιοικούμενη, καθώς οι αξιωματούχοι αφενός είχαν περιορισμένες αρμοδιότητες και αφετέρου ελέγχονταν από την κεντρική εξουσία, που από το 1834 έδρευε στη νέα πρωτεύουσα του κράτους, την Αθήνα.
Η κυβέρνηση του Άρμανσπεργκ, επιδιώκοντας τη διοικητική αποδέσμευση της εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης αλλά και από την αυτοκέφαλη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, ανακήρυξε την Εκκλησία της Ελλάδας αυτοκέφαλη. Με τον διορισμό των μελών της Ιεράς Συνόδου από τον βασιλιά, την κατάργηση αρκετών μονών και την κρατικοποίηση μεγάλου μέρους της εκκλησιαστικής περιουσίας, επιτεύχθηκε η εκκοσμίκευση του κράτους, η οποία ήταν χαρακτηριστικό των φιλελεύθερων δυτικών κρατών. Όσον αφορά την οικονομία, το σχέδιο της Κυβέρνησης Όθωνα ήταν η διανομή των εθνικών γαιών, γι’ αυτό άλλωστε έλαβε χώρα και η ίδρυση της Εθνικής Τράπεζας το 1841, που είχε σκοπό την ενίσχυση μέσω της χρηματοδότησης με ευνοϊκούς όρους (χαμηλό επιτόκιο) των μικροκαλλιεργητών αλλά και των μικροεπαγγελματιών. Παρ’ όλα αυτά, η οικονομική κατάσταση της Ελλάδας ήταν ασφυκτική και τούτο είχε ως αποτέλεσμα: μειώσεις μισθών, απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων και επιβολή περιορισμών από την Τουρκία στο εμπόριο των Ελλήνων λόγω της επανάστασης της Κρήτης, τα οποία εξέγειραν τον λαό κατά του Όθωνα.
Την περίοδο της βαυαροκρατίας, στο πολιτικό πεδίο, εξελίσσονταν τα κόμματα, τα οποία αποτελούσαν κοινωνικά δίκτυα που είχαν αναπτυχθεί γύρω από ισχυρές οικογένειες και υποστηρίζονταν από μια ξένη Δύναμη, παρέχοντάς της μάλιστα τη δυνατότητα να παρεμβαίνει στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της χώρας. Τα ονόματα των κομμάτων -αγγλικό, γαλλικό, ρωσικό- δηλώνουν τόσο τη σχέση τους με το ξένο κράτος όσο και την έλλειψη του ιδεολογικού προσανατολισμού. Σταδιακά, ο ρόλος των κομμάτων ενισχύθηκε και ήταν ένας από τους παράγοντες που διαμόρφωσαν τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα. Πολύ σύντομα οι πολιτικές αυτές των κυβερνήσεων της Αντιβασιλείας προκάλεσαν την αντίδραση των Ελλήνων. Κύρια αιτία της αναταραχής που οδήγησε στην επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου, ήταν τα λάθη των Βαυαρών αξιωματούχων -κυρίως του Άρμανσπεργκ- που κυβερνούσαν την Ελλάδα σαν γερμανικό κρατίδιο αδιαφορώντας για τις ιδιαιτερότητές της. Η απαλλοτρίωση της εκκλησιαστικής περιουσίας και το κλείσιμο των ιερών μονών προσέβαλε το θρησκευτικό αίσθημα των Ελλήνων. Επιπρόσθετα, το γεγονός ότι δεν ενέταξαν στον νέο ελληνικό στρατό πολλούς Έλληνες αγωνιστές της επανάστασης του 1821 καταδικάζοντάς τους στην ανέχεια και η αποτυχία τους να διανείμουν την αδιάθετη καλλιεργήσιμη γη αποκαθιστώντας πολλούς ακτήμονες που ζούσαν στα όρια της εξαθλίωσης, σε συνδυασμό με τη σφιχτή οικονομική πολιτική και τα σκληρά φορολογικά μέτρα, αύξησαν τη λαϊκή δυσαρέσκεια η οποία εκφράζονταν κυρίως μέσα από τα τρία ισχυρά κόμματα της εποχής: το Αγγλικό, το Γαλλικό και το Ρωσικό.
Τα κόμματα αυτά είχαν διαφορετικούς λόγους δυσαρέσκειας με την ελέω Θεού βασιλεία του Όθωνα. Οι φιλελεύθεροι του Αγγλικού κόμματος, στους οποίους περιλαμβάνονταν και οι Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, Ανδρέας Λόντος και Σπυρίδων Τρικούπης, επιζητούσαν τον περιορισμό της κρατικής εξουσίας, τη μείωση της εκκλησιαστικής εξουσίας, την επιβεβαίωση των ατομικών ελευθεριών, γραπτό σύνταγμα και κυβερνήσεις εκλεγμένες από κοινοβούλιο. Οι οπαδοί του Γαλλικού κόμματος με κύριους εκφραστές τους Ιωάννη Κωλέττη, Δεληγιάννη και Ιωάννη Μακρυγιάννη, κήρυσσαν έναν επιθετικό αλυτρωτισμό σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αποκατάσταση όλων των αγωνιστών του 1821. Τέλος, το Ρωσικό κόμμα με κύριο εκφραστή του τον Ανδρέα Μεταξά, έθετε την ορθοδοξία ως βασική πηγή εξουσίας, ενώ ήταν κάθετα αντίθετοι στην ύπαρξη συντάγματος. Η εσωτερική οικονομική πολιτική των τριών κομμάτων ήταν σε γενικές γραμμές κοινή, ενώ οι προσανατολισμοί τους στην εξωτερική πολιτική υποδηλώνονταν από τις ονομασίες τους.
Οι συνωμοσίες για την επιβολή συντάγματος ξεκίνησαν όταν οι πολιτικές φιλοδοξίες των αρχηγών των ως άνω τριών πολιτικών κομμάτων συνάντησαν τη δυσαρέσκεια της Αγγλίας για τις αλυτρωτικές προσπάθειες του Όθωνα να αποσταθεροποιήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Βέβαια, το κεντρικό πολιτικό αίτημα των συνωμοτών για παροχή συντάγματος ήταν απλά ένα πρόσχημα, καθώς η βασική επιδίωξή τους ήταν η μεταβίβαση της εξουσίας από τις δοτές Οθωνικές κυβερνήσεις στις φατρίες τους και αυτό τεκμαίρεται από το γεγονός ότι ο Λόντος και ο Μεταξάς είχαν ολιγαρχικές και αντισυνταγματικές πολιτικές ιδέες. Απώτερος στόχος των κινηματιών ήταν, ωστόσο, η παραίτηση του Όθωνα από τον θρόνο, καθώς ήλπιζαν ότι ο τελευταίος δε θα δεχόταν τη μείωση των δικαιωμάτων του. Επιπρόσθετα, εύκολα γίνεται αντιληπτό πως η δυσαρέσκεια των Ελλήνων πολιτών δε θα μπορούσε να έχει τις πηγές της στη «δήθεν» έλλειψη συντάγματος, καθώς το 80% του ελληνικού λαού είχε χαμηλό μορφωτικό επίπεδο -οι περισσότεροι δεν ήταν εντελώς αγράμματοι- με προβλήματα καθημερινής επιβίωσης μετά από ένα πολιτιστικό και πολιτικό σκότος τετρακοσίων ετών και, ως εκ τούτου, μόνο συνταγματικές ευαισθησίες δεν είχε.
Όταν, λοιπόν, στις αρχές του 1843 εκδηλώθηκε οικονομική κρίση με αφορμή την άρνηση των τριών Μεγάλων Δυνάμεων να παρέχουν νέο δάνειο με την εγγύησή τους καθώς το Ελληνικό βασίλειο αδυνατούσε να καταβάλλει τα συμφωνημένα τοκοχρεολύσια, η κυβέρνηση του Όθωνα αναγκάστηκε να κάνει δραματικές περικοπές κόβοντας μισθούς, δημόσια έργα και περιορίζοντας τις δαπάνες για διπλωματικές αποστολές, με αποτέλεσμα να αυξηθεί σημαντικά ο αριθμός των δυσαρεστημένων, στους οποίους περιλαμβάνονταν κρατικοί λειτουργοί αλλά και Έλληνες αξιωματικοί, οι οποίοι υπέφεραν από τις περικοπές των απολαβών τους και δεν έβλεπαν με καλό μάτι τη συμμετοχή Βαυαρών στρατιωτικών στο ελληνικό στράτευμα και ομολογουμένως, αποτέλεσαν καταλυτικό παράγοντα για την επιτυχία του κινήματος.
Σύντομα όμως, τα σχέδια των κινηματιών κατέστησαν γνωστά και η κυβέρνηση ενημερώθηκε πλήρως για το εύρος και τους συμμετέχοντες σε αυτούς. Έτσι, παραμονές της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, η κυβέρνηση είχε σχεδιάσει να συλλάβει όλους τους συμμετέχοντες, ενώ είχε οργανώσει και έκτακτα στρατοδικεία για τους επίορκους αξιωματικούς. Αυτή η ενέργεια λειτούργησε αποφασιστικά και εξώθησε τους μυημένους στην τελική ενέργεια. Τη νύχτα της 2ης προς την 3η Σεπτεμβρίου ένα τάγμα με επικεφαλής τον Καλλέργη συγκέντρωσε πολίτες και κατευθύνθηκε προς τα ανάκτορα φωνάζοντας «Ζήτω το Σύνταγμα». Η πορεία της στρατιωτικής φάλαγγας έλαβε χώρα μέσα στη νύχτα εν μέσω τυμπανοκρουσιών και σαλπισμάτων. Έντρομοι και έκπληκτοι οι κάτοικοι της πρωτεύουσας στέκονταν στους γύρω δρόμους. Ο Όθωνας κάλεσε τμήμα του πυροβολικού, του οποίου όμως ο επικεφαλής λοχαγός Ελευθέριος Σχοινάς είχε μυηθεί στο κίνημα και ενώθηκε με τους επαναστάτες. Ο Μακρυγιάννης αυτοανακηρύχθηκε φρούραρχος της πόλης και ανέλαβε την προστασία των ανακτόρων και των δημοσίων καταστημάτων. Το πρωί συγκλήθηκε το «Συμβούλιο της Επικρατείας», του οποίου τα μέλη ήταν σχεδόν όλα μυημένα στο κίνημα, και συντάχθηκε μια προκήρυξη που δικαίωνε το κίνημα και διατάγματα για τη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης, την παύση της κυβέρνησης και την απόλυση όλων των ξένων από τις δημόσιες υπηρεσίες. Μια εξαμελής επαναστατική επιτροπή παρουσιάστηκε στον βασιλιά και τον ανάγκασε να διατάξει σύγκληση Εθνικής Συνέλευσης για την ψήφιση του Συντάγματος. Οι επαναστάτες διεκδικούσαν τα πολιτικά τους δικαιώματα και όχι την απομάκρυνση του Όθωνα.
Εν τω μεταξύ, ο Όθων είχε καταστεί αιχμάλωτος του Καλλέργη που δεν επέτρεπε σε κανέναν να τον πλησιάσει. Βρισκόταν απομονωμένος από τους συμβούλους του και τους ξένους πρεσβευτές, με ένα μαινόμενο πλήθος μαζεμένο μπροστά στο παλάτι του. Σε αυτήν την κατάσταση και με την κρίσιμη παρότρυνση της βασίλισσας Αμαλίας, ο Όθων υπέκυψε και υπέγραψε τα διατάγματα που του έφερε η Επιτροπή. Ταυτόχρονα, όρκισε κυβέρνηση με πρωθυπουργό τον Ανδρέα Μεταξά και μέλη τους κυριότερους κινηματίες από τα τρία κόμματα (Λόντο, Κανάρη, Παλαμίδη κτλ). Αντιλαμβανόμενοι την αδυναμία του νεαρού μονάρχη, οι κινηματίες ζήτησαν να υπογράψει και ένα διάταγμα στο οποίο θα προβλεπόταν η 3η Σεπτεμβρίου ως Εθνική Εορτή, θα θεσπιζόταν ειδικό παράσημο για τους οπλίτες που έλαβαν μέρος στο κίνημα, ενώ ζήτησαν να τους αποδοθούν και εθνικές τιμές από τα χέρια του ίδιου του βασιλιά. Ο Όθων, αρχικά, αρνήθηκε επίμονα να υπογράψει απειλώντας με παραίτηση υπέρ του αδερφού του, πιέστηκε όμως τελικά από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Με δάκρυα στα μάτια και χέρια που έτρεμαν ο νεαρός βασιλεύς υπέγραψε την προσωπική του διαπόμπευση και λίγο μετά παρουσιάστηκε στο πλήθος περιστοιχισμένος από τους νέους του υπουργούς και τους τρεις πρεσβευτές. Ο στρατός παρέλασε μπροστά από τα ανάκτορα ζητωκραυγάζοντας «Ζήτω ο συνταγματικός Βασιλεύς Όθων Α΄».
Βιβλιογραφία
- Τρ. Ευαγγελίδης, «Ιστορία του Όθωνος της Ελλάδος (1832 -1862)», Αθήνα 1894, σ. 195-196
- Κ. Κωστής, «Τα κακομαθημένα παιδιά της Ιστορίας», Αθήνα 2013, σ. 214-216