Της Χριστίνας-Τσαμπίκας Τρουμούχη,
Στην πορεία της ανθρωπότητας, η λήξη μίας πανδημίας συνοδευόταν και από καθοριστικές μεταβολές στην κοινωνία που είχε προκληθεί. Τους τελευταίους 4 μήνες η Ευρώπη, αλλά και ολόκληρος ο πλανήτης, έχουν βρεθεί αντιμέτωποι με την πρωτόγνωρη απειλή του κορωνοϊού. Το κρίσιμο είναι πως, αν και σε αρκετά κράτη έχουν εφαρμοστεί μέτρα επαναφοράς στην κανονικότητα, η λαίλαπα της πανδημίας συνεχίζεται. Η επόμενη μέρα δεν έχει έρθει ακόμα. Εντούτοις, οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι για το πώς θα είναι η θέση η δική μας στον κόσμο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με την οποία είμαστε άρρηκτα συνδεδεμένοι, όταν αυτή φτάσει. Όπως όλα δείχνουν, οι κανόνες του παγκόσμιου συστήματος θα μεταβληθούν ριζικά, με την ύπαρξη ενός κλειστού κόσμου και την περιστολή της παγκοσμιοποίησης να δείχνουν τα επικρατέστερα σενάρια. Αμφισβητούμενο είναι, το αν από την επέλαση του κορωνοϊού τα θεμέλια του ευρωπαϊκού οικοδομήματος θα γίνουν πιο γερά ή θα αποσαθρωθούν, οδηγώντας σε κατάρρευση του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Από τη μία πλευρά, ένα μεγάλο ποσοστό Ευρωπαίων πολιτών διατείνεται πως η Ε.Ε. στάθηκε ανίκανη να ανταποκριθεί, πρωτίστως, στο όραμά της. Αυτό τεκμηριώνεται κατ’ εκείνους από τη μη εφαρμογή μίας ενιαίας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής για την ανάσχεση του covid-19. Οι εκάστοτε εθνικές κυβερνήσεις ακολουθούν διαφορετική προσέγγιση αντιμετώπισης με τα βόρεια κράτη να στρέφονται προς την τακτική της λεγόμενης «ανοσίας της αγέλης», ενώ οι πιο νότιες προς την καραντίνα. Έντονες αποκλίσεις υφίστανται και ως προς την πολιτική των κορωνο-ομολόγων, με χώρες όπως η Γερμανία που κινεί τα νήματα της Ε.Ε. να τα απορρίπτει πεισματικά, σε αντίθεση με κράτη όπως η Ιταλία ή η Ισπανία, που τα επιζητούν για τη διασφάλιση της ρευστότητας. Απότοκο είναι η αίσθηση εγκατάλειψης από την Ε.Ε. τέτοιων κρατών, που σε συνδυασμό με την αντίληψή τους ότι τα επιβαλλόμενα αντιλαϊκά μέτρα λιτότητας ευθύνονται για τη μη ανταπόκριση των συστημάτων υγείας στην προκειμένη πρόκληση, εντείνει την κρίση αλληλεγγύης. Η διακριτική ευχέρεια επιλογής από τα κράτη του τρόπου αντιμετώπισης, αναπόφευκτα επιφέρει το χάσμα μεταξύ εθνικού και ενωσιακού δικαίου, καθώς και την απαίτησή τους από την Ε.Ε. να τους επαναφέρει τις παραχωρημένες αρμοδιότητες. Η ενίσχυση του κρατισμού θα επέλθει και μέσω των κρατικοποιήσεων τραπεζών, αεροπορικών εταιρειών ή επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας με στόχο τη διάσωσή τους από τη χρεοκοπία. Χαρακτηριστικό της κατάστασης, είναι το κλείσιμο των συνόρων με την απαγόρευση των μετακινήσεων να επιφέρει πλήγμα στο εμπόριο, τον τουρισμό και, εν γένει, στις διακρατικές σχέσεις. Ενδεικτική είναι και η σύγκρουση μεταξύ Ε.Ε. και κρατών για τα vouchers, με την Ε.Ε. να υπογραμμίζει πως η εφαρμογή τους αντίκειται στο δίκαιό της. Όσο η πανδημία μαίνεται, τόσο οι ευρωπαϊκές οικονομίες καταρρέουν με τους οικονομικούς δείκτες να μειώνονται συνεχώς.
Είναι αδιαμφισβήτητο πως η Ευρώπη βρίσκεται ενώπιον ενός έντονου κλυδωνισμού, με χώρες όπως η Ουγγαρία να εκμεταλλεύονται την κατάσταση και να επιβάλλουν μία πιο αυταρχική κυβέρνηση με έντονα τα δικτατορικά στοιχεία. Οι αλληλοκατηγορίες κυριαρχούν, με την παραίτηση του επικεφαλής επιστήμονα της Ε.Ε. να πιστοποιεί την ήδη τεταμένη κατάσταση. Ο ίδιος επέκρινε την Ε.Ε. για την απουσία της, κάνοντας λόγο για «εσωτερική πολιτική καταιγίδα», ενώ η Ε.Ε. προέβαλε έντονα σε απάντηση το δυναμικό ρόλο της. Θα μπορούσε να ειπωθεί, πως υφίσταται ένα κοινό σχέδιο αντιμετώπισης εκ μέρους της Ε.Ε., που περιλαμβάνει πληθώρα πρωτοβουλιών. Χαρακτηριστικά είναι το πρόγραμμα SURE για τη στήριξη των εργαζομένων, ένα σχέδιο τύπου Μάρσαλ για την επανέναρξη του τουρισμού ή το μέσο στήριξης δημόσιας ανάγκης ESI για την υγεία. Το ερώτημα που ανακύπτει, είναι γιατί τα μέτρα αυτά και ποικίλα άλλα δεν κατόρθωσαν να αποσιωπήσουν τις φωνές περί αδράνειας της Ε.Ε. Η απάντηση πιθανόν θα μπορούσε να είναι, πως τα μέτρα αυτά δεν κρίθηκαν επαρκή. Ναι μεν η Ευρώπη έδρασε, αλλά η δράση της μέσα σε ένα πλαίσιο παντελούς έλλειψης πνεύματος συνεργασίας, στο οποίο τα κράτη μεριμνούσαν περισσότερο για την προάσπιση κρατικών συμφερόντων και την ανάπτυξή τους εις βάρος υπερεθνικών οργανισμών, δεν μπόρεσε να ευδοκιμήσει.
Εντούτοις, στις 18 Μαΐου η γαλλογερμανική πρόταση για ένα Ταμείο Ανάκαμψης ύψους 500 δις. ευρώ, μπορεί να αποτελέσει το έναυσμα για μελλοντικές πιο ισχυρές και τολμηρές συνεργασίες μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών. Ακόμη και σε αυτή την ιστορική πρωτοβουλία, όπως χαρακτηρίστηκε, υπήρξαν αντιδράσεις από Αυστρία, Ολλανδία και Σουηδία, που παραδοσιακά κινούνταν στον ίδιο άξονα με την πολιτική της Γερμανίας. Η Ευρώπη, μέσα από τέτοιες συνεργασίες, θα βγει πιο ισχυρή, ανεξαρτήτως του αν η στροφή της Γερμανίας έπειτα από πολλά έτη οφείλεται στο γεγονό,ς ότι το ανώτατο γερμανικό δικαστήριο άσκησε πίεση στη Μέρκελ, είτε στο ότι θέλησε να αφήσει τη σφραγίδα της στην τελευταία της θητεία. Βλέπουμε, λοιπόν, πως η χαοτική κατάσταση του κορωνοϊού έχει ανατρέψει για μία αξιοσημείωτη μερίδα πολιτών την αντίληψή τους για την Ενωμένη Ευρώπη, ενώ στον αντίποδα η Ε.Ε. θεωρεί πως ανταποκρίθηκε ορθά. Το βέβαιο είναι, πως η έξαρση της πανδημίας ήταν η μεγάλη ευκαιρία για την Ε.Ε. να αποδείξει το ρόλο της και να επιτύχει τη δέουσα κοινή πολιτική, πράγμα που δεν επετεύχθη στο βαθμό που θα ήθελε. Η ίδια, όμως, η Ένωση, είναι αυτή που θα αντλήσει διδάγματα από την κατάσταση αυτή και από αυτό θα κριθεί αν θα βγει ισχυρότερη, επιβεβαιώνοντας τη φράση «ουδέν κακόν αμιγές καλού».