Του Κωνσταντίνου-Ειρηναίου Σταμούλη,
Σε μία μάλλον ασυνήθιστη αρχή αγαπητέ αναγνώστη, νιώθω την ανάγκη να προβώ σε ορισμένες διευκρινίσεις ως προς το περιεχόμενο και την επεξήγηση του όρου του κοινωνικού συμβολαίου κάτι που θα διευκολύνει σημαντικά την εξέλιξη της αλληλεπίδρασής μας.
Διευκρίνιση πρώτη λοιπόν: το παρόν άρθρο δεν αποσκοπεί στην ανάδειξη των παρατάξεων εκείνων που κατέστησαν το «κοινωνικό συμβόλαιο» βασικό στοιχείο της πολιτικής τους ατζέντας. Και αυτό, όχι γιατί έπραξαν λάθος – το αντίθετο μάλιστα – αλλά επειδή ο όρος αυτός ξεπερνά τα στενά όρια των κομματικών γραμμών και χρήζει κοινωνικής και όχι κομματικής ανάλυσης. Παρόλα αυτά δεν θα μπορούσα να μην αναφέρω ότι πρώτη φορά ακούσαμε για το νέο αυτό «συμβόλαιο» με τους πολίτες, από το Κίνημα Αλλαγής, με τους εκπροσώπους και τα στελέχη του να το αντιλαμβάνονται ως ένα βασικό συστατικό στοιχείο και χαρακτηριστικό γνώρισμα μιας προοδευτικής διακυβέρνησης. Εσχάτως βέβαια ακούσαμε τόσο τον Αλέξη Τσίπρα, όσο και άλλα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ να υιοθετούν τον όρο και να τον προσθέτουν στον πολιτικό τους λόγο, κρίνοντας ότι η υιοθέτησή του θα καθιστούσε ακόμα πιο εύφορο το έδαφος της διεύρυνσης στο λεγόμενο «προοδευτικό κέντρο».
Διευκρίνιση δεύτερη: με τη φράση “επιστροφή στην πολιτική” δεν γίνεται λόγος για την επιστροφή στο κομματικό γίγνεσθαι μιας και ξεπεράσαμε την περίοδο της πανδημίας, και αυτό διότι η πολιτική είναι μια διαδραστική αλληλεπίδραση χωρίς αρχή και τέλος. Μονάχα με εξέλιξη ή οπισθοδρόμηση. Ο όρος αφορά την εκ νέου ψήφο εμπιστοσύνης των πολιτών προς τους πολιτικούς, τον κοινοβουλευτισμό και το ευρύτερο πολιτικό σύστημα. Την εμπιστοσύνη η οποία κλονίστηκε βαθύτατα τα τελευταία – μνημονιακά – χρόνια.
Το κοινωνικό συμβόλαιο, οφείλει να είναι θεμελιωμένο στις αρχές ενός προοδευτικού φιλελευθερισμού. Να μην ακολουθεί την πεπατημένη αποτυχημένων νεοφιλελεύθερων πολιτικών, αλλά να θέτει τις βάσεις και τα στέρεα θεμέλια μιας κοινωνικής οργάνωσης με πολιτική σταθερότητα και οικονομική δύναμη. Με χαρακτηριστικό στοιχείο του την ελευθερία στην αγορά και το κράτος σε ρόλο επόπτη. Όχι με άμεσα παρεμβατικό χαρακτήρα αλλά σε διαρκή συμπόρευση με την αγορά. Οφείλει να έχει χαρακτήρα ευρύ και να αγκαλιάζει όλο το φάσμα των πολιτών προκειμένου να μην υποβαθμίζονται οι ανάγκες κανενός. Να δώσει έμφαση στην εργασία και να φροντίσει αυτή να ασκείται από την κοινωνία για την κοινωνία με άμεσο αντίκρισμα στην δημόσια ζωή οδηγώντας στην αναβάθμισή της. Με παράλληλη στήριξη των υποδομών της υγείας και της εκπαίδευσης. Μια στήριξη η οποία θα είναι διαρκής και ποιοτική και όχι μονάχα με σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης μπροστά σε παγκόσμιες προκλήσεις. Με ταυτόχρονη αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών στους τομείς της εργασίας και της παροχής κοινωνικών αγαθών και με τις μορφές ψηφιακής διακυβέρνησης να αποτελούν στοιχεία μιας πραγματικότητας με επίκεντρό της τον άνθρωπο.
Το συνεκτικό όμως στοιχείο μιας έντιμης συμφωνίας των πολιτών με τους εκπροσώπους τους δεν μπορεί να είναι άλλο από την εμπιστοσύνη. Η εμπιστοσύνη αυτή που εξανεμίστηκε τις νύχτες που τα μνημόνια ψηφίζονταν και σβήστηκε με μαύρο μελάνι από το λεξικό των πολιτών όταν βίωσαν τον αντίκτυπο των μνημονιακών δεσμεύσεων ο οποίος αλλοίωσε σημαντικά την καθημερινή τους ζωή. Αυτή η εμπιστοσύνη πρέπει να επιστρέψει. Να πιστέψει ο κόσμος στην πολιτική, στην αντιπροσώπευση, να ασχοληθεί ενεργά με τα κοινά και να δομήσει άποψη, να της δώσει σάρκα και οστά με τον λόγο του και να την αρθρώσει με την έκφραση του. Αν δεν υπάρχει εμπιστοσύνη δεν υπάρχει κοινωνικό συμβόλαιο. Για να επανέλθει αυτή είναι απαραίτητη η σταδιακή και αποτελεσματική μετάβαση σε ένα νέο κάδρο άσκησης της πολιτικής με αποτελεσματικό τρόπο, διαφανείς μεθόδους και ειλικρινείς προθέσεις. Να νιώσουν οι πολίτες ασφαλείς σε κάθε επίπεδο της κοινωνικής τους ζωής. Να νιώθουν πως μπορούν να δημιουργήσουν, με θεμέλια ριζωμένα στο κράτος και όχι με το κράτος έτοιμο να κατεδαφίσει κάθε πρωτοβουλία τους. Για να επανέλθει η εμπιστοσύνη, είναι αναγκαία η χάραξη ενός στρατηγικού σχεδιασμού πολιτικής δράσης που θα απλώνεται στους χρονικούς ορίζοντες και θα μεριμνά για το σύνολο χωρίς όμως να αγνοεί τις ιδιαιτερότητες κάθε κοινωνικής ομάδας.
Γιατί όμως η συζήτηση για το «κοινωνικό συμβόλαιο» μοιάζει να αναζωπυρώνεται εκ νέου στο πολιτικό σκηνικό; Η απάντηση στο εύλογο αυτό ερώτημα είναι απλή και έγκειται στους κινδύνους που λανθάνουν στις επερχόμενες εξελίξεις. Η περίπτωση έξαρσης, εκ νέου, της πανδημίας σε ένα δεύτερο κύμα είναι κάτι περισσότερο από ορατή για τον Σεπτέμβριο σύμφωνα με εξειδικευμένους μελετητές του κλάδου. Αυτό φυσικά συνεπάγεται με την ανάγκη για άμεση οργάνωση και διαρκή οχύρωση προκειμένου να προλάβουμε κάθε δυνατή εξέλιξη και να περιορίσουμε τόσο τους υγειονομικούς κινδύνους για τον πληθυσμό όσο και τους οικονομικούς κινδύνους για την αγορά. Παράλληλα δεν πρέπει να αγνοούμε ότι οι ακραίες φωνές επανέρχονται στο προσκήνιο. Άλλωστε μονάχα τότε το έδαφος είναι εύφορο για τις φωνές του λαϊκισμού και της μισαλλοδοξίας ώστε να επανέλθουν στον πολιτικό ορίζοντα. Το βλέπουμε με την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων σε Πανευρωπαϊκό επίπεδο, το είδαμε στην Ελλάδα με την άνοδο της Χρυσής Αυγής σε περιόδους λιτότητας, το βλέπουμε ξανά σήμερα με την προαναγγελία ίδρυσης νέου κόμματος από τον Ηλία Κασιδιάρη. Οι φωνές αυτές επιστρέφουν και το κάνουν απειλητικά. Καιρός λοιπόν να θυμηθούμε την αξία της δημοκρατίας. Να αναλάβουμε και εμείς τις ευθύνες μας. Γιατί η δημοκρατία από τη φύση της είναι το πιο εύθραυστο πολίτευμα και καθήκον του καθενός και της καθεμιάς από εμάς είναι να το προστατεύσουμε.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2000. Σπουδάζει Πολιτική Επιστήμη και Διεθνείς Σχέσεις στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου. Ασχολείται ενεργά με το αντικείμενο των σπουδών του, αρθρογραφώντας και συμμετέχοντας σε συνέδρια και εκδηλώσεις σχετικά με την Πολιτική, τη Διεθνή διπλωματία και τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.