Της Μαρίας Κοζανίτη,
Το πριν και το μετά της καραντίνας
Ήταν δύσκολο να χειριστούμε πρώτα τα παιδιά μας, δεύτερον τους ίδιους μας τους εαυτούς και τρίτον θεωρώ το κατάστημα, γιατί μας προστάτευαν, υπήρχε προστασία.
«Είμαστε οι άνθρωποι που φυλάγουμε τις Θερμοπύλες», λέει η Ολίνα μιλώντας για την ίδια και τους συναδέλφους της. Είναι τριάντα πέντε χρονών και εργάζεται σε αλυσίδα σούπερ μάρκετ. Δουλεύει είκοσι ώρες την εβδομάδα. Είναι σύζυγος και μητέρα με δύο παιδιά.
«Η πρώτη αντίδραση όλων των Ελλήνων ήταν να τρέξουνε στα σούπερ μάρκετ. Υπήρχε κατακόρυφη αύξηση σε ορισμένα προϊόντα που ξεπέρασε ακόμα και το 700%, όσο και αν σου φαίνεται παράξενο», λέει με φωνή που δείχνει ότι το θεωρεί κάτι δεδομένο και φυσιολογικό.
Οι αντιδράσεις της είχαν διακυμάνσεις.
«Ένιωσα ότι βρίσκομαι σε μία κοινωνία που κοντεύει να καταρρεύσει».
«Είμαι μία κοπέλα εργαζόμενη σε σούπερ μάρκετ όποτε έπρεπε να προσέχω διπλά και τριπλά, για να μη μεταφέρω κάτι στο σπίτι μου. Σιγά σιγά όμως συνηθίσαμε, μπήκαμε στους ρυθμούς, προσέχουμε πολύ περισσότερο, κρατάμε αποστάσεις, πλένουμε τα χέρια μας».
Οι αλλαγές στο χώρο εργασίας
«Ό,τι κάνω το σκέφτομαι πολύ περισσότερο. Οπότε, όλο αυτό με ζορίζει και ορισμένες φορές, με κουράζει. Άλλαξε αυτό όσον αφορά την αυτοπροστασία μας».
«Η πρώτη μου σκέψη είναι να μην ξεχαστώ. Μήπως την ώρα της πολλής δουλειάς ξεχαστώ και βγάλω το γάντι, ακουμπήσω κάπου, το όποιο αντικείμενο. Θα χρειαστεί να μεταφέρω, θα πρέπει να το κάνω με διπλό γάντι».
Το κλίμα
Όταν την ρώτησα πώς είναι το κλίμα στο χώρο της εργασίας, μου απάντησε πως «η αλήθεια είναι ότι μπορεί να αγχωνόμαστε και για τους ίδιους μας τους εαυτούς και για τα παιδιά μας και μόνο που θα ακουμπήσουμε το πόμολο μιας πόρτας».
Οι πελάτες
«Οι άνθρωποι κρατούσαν αποστάσεις, ανεξαρτήτως ηλικίας, φύλου, είχαν μάσκες, γάντια, μιλούσαν πάντα από απόσταση, δεν μας έφεραν καθόλου σε δύσκολη θέση, νομίζω πως μας προστάτευαν. Έχουμε και το μεγάφωνο το οποίο ενημερώνει να κρατάνε τις αποστάσεις μεταξύ τους, πράγμα που παρατήρησα ότι τηρήθηκε».
Η ίδια
Το πρώτο πράγμα που σκέφτεται πριν ξεκινήσει από το σπίτι για τη δουλειά είναι να μην κολλήσει τίποτα. Το επαναλαμβάνει τρεις φορές.
«Να μην κολλήσω τίποτα. Να μην κολλήσω τίποτα. Να μην κολλήσω τίποτα στη δουλειά, να μη μεταφέρω κάτι στο σπίτι».
«Φανταστείτε τι γίνεται με εμάς. Λόγω του επαγγέλματος μας ερχόμαστε σε επαφή με εκατοντάδες πελάτες, χιλιάδες αντικείμενα, χαρτονομίσματα». Δεν δείχνει να φοβάται.
Η επιστροφή στο σπίτι
«Θα πλύνω τα χέρια μου περίπου 40 δευτερόλεπτα κάθε μέρα»
«Με το που θα μπω στο σπίτι έχω ενημερώσει τα παιδιά ότι δεν ακουμπάμε τη μαμά, περιμένουμε πρώτα να αλλάξει και μετά. Βγάζω τα ρούχα μου και τα πηγαίνω στο μπαλκόνι μέχρι την επομένη. Την επομένη θα βάλω σίγουρα καθαρά ρούχα. Τα φορεμένα τα αφήνω ένα εικοσιτετράωρο στο μπαλκόνι και μετά τα βάζω στο πλυντήριο. Δεν έρχομαι καθόλου σε επαφή με τα αντικείμενα του σπιτιού. Κάνω μπάνιο ολόκληρη, ενώ παλιά μπορεί να έπλενα μόνο τα χέρια μου. Δεν χρειαζόταν να κάνω κάτι άλλο, γιατί δεν υπήρχε χρόνος».
«Θα βάλω καθαρά ρούχα, μέχρι και τις κάλτσες θα προσπαθήσω να αλλάξω. Και μετά θα επικοινωνήσω με τους υπόλοιπους».
Τα προβλήματα
«Έπρεπε να έχω πολλές περισσότερες φορεσιές και αλλαξιές»
«Εμείς είχαμε τρία παντελόνια για τη δουλειά, και από τη στιγμή που τα αλλάζουμε έπρεπε να βρούμε ρούχα. Με κλειστά μαγαζιά δεν υπήρχε δυνατότητα, οπότε έπεφταν online αγορές, σωρηδόν. Είχαμε και αυτό το θέμα. Ειλικρινά δεν το ‘χα σκεφτεί και όταν είπα «αχ, θα βγω να πάρω ένα παντελόνι» σκέφτηκα, «πού θα πάω; Δεν υπάρχει μαγαζί». Δεν υπήρχαν. Δεν είχαμε παντελόνια. Πουκάμισα και στολές μας δίνανε αλλά παντελόνια δεν υπήρχαν. Τώρα τι σου λέω, αλλά ζήσαμε και αυτό. Οπότε σκέψου ότι και αυτό ήταν ένα δύσκολο κομμάτι».
Πώς χειριστήκαμε τα παιδιά
Το πιο δύσκολο κομμάτι για την Ολίνα είναι τα παιδιά. Σε κάθε μου ερώτηση, κατέληγε εκεί. Η πρώτη και η τελευταία έννοια της είναι τα δύο της παιδάκια τρία και πέντε ετών. «Ο πρώτος φόβος μου ήταν τα παιδιά μου». Το λέει και το ξαναλέει.
«Το θέμα μας ήταν πώς να χειριστούμε την κατάσταση των παιδιών. Γιατί είναι οι ηλικίες τους δύσκολες και δεν μπορούν να καταλάβουν. Πάντα πρέπει να μιλάμε σε αυτά με ψυχραιμία, με ειλικρίνεια. Ακόμα και αν τους κάνουμε να ακούσουν το παραμύθι του κορωνοϊού, ακόμα και αν οι ίδιοι μέσα μας αισθανόμαστε φόβο και πόνο, να μην τους δείξουμε σε καμία περίπτωση».
«Το ψυχοφθόρο και το δύσκολο για τη δική μου οικογένεια ήταν το πού θα μείνουν τα παιδιά. Τις πρωινές ώρες ήταν στο σχολείο, ο σύζυγός μου εργάζεται και αυτός, οπότε λέγαμε τι θα γίνει; Τι θα κάνουμε; Αν μεταφέρουμε κάτι στα παιδιά; Πολλά ερωτήματα, στεναχώρια, διλήμματα, πολλές φορές φέρνανε και εκνευρισμό».
Το μόνιμο μη
«Στην αρχή τους φαινότανε παράξενο, γιατί με το που άνοιγα την πόρτα έμαθαν να τρέχουν στην αγκαλιά μου. Οπότε τώρα υπήρχε ένα «μη». Ένα μόνιμο «μη, μη, μη». Μην κολλήσουμε κάτι. Στην αρχή αντιδρούσαν. Κυρίως ο μικρός που είναι τρία ετών έκλαιγε. Έχουμε πολύ καλή επικοινωνία με το σύζυγό μου, οπότε θα ήταν εκείνος που θα τα αγκάλιαζε, θα έδινε το χάδι, για να μην τους είναι τόσο δύσκολο».
Τι σκέφτεται με τη λήξη της καραντίνας
Οι φόβοι στο χώρο εργασίας
«Θα υπάρχουν τεράστια οικονομικά προβλήματα και η ανεργία θα ανέβει στα ύψη». Αναστενάζει.
«Πρέπει να συνηθίσω, στον τομέα που εργάζομαι, τον ιδιωτικό, ότι οι αποφάσεις που θα πάρουν οι μεγάλες εργοδότριες εταιρίες θα είναι εκείνες που θα διαμορφώσουν σε τρομακτικό επίπεδο τους νέους κανόνες εργασίας».
Η προσαρμογή
«Η ζωή θα είναι περίεργη και απρόβλεπτη».
Εξηγεί πως, «θα κάνουμε διαρκώς ελιγμούς και περιστροφές, αναγκασμένοι να εγκλιματιστούμε στους πειραματισμούς, θα αναγκαστούμε να περιορίσουμε και να επιλέγουμε τις κοινωνικές μας εξόδους, ενώ θα πρέπει να κλείνουμε από πριν ραντεβού ακόμα και για να πάμε να ψωνίσουμε στο μανάβικο!». Σηκώνει τα φρύδια της και γουρλώνει τα μάτια της. Πιστεύει ότι είναι τρομακτικό.
Κρατάει μικρό καλάθι
«Η προσαρμοστική ανάκαμψη είναι σαν να βιώνεις την διαδικασία της εξέλιξης σε πραγματικό χρόνο».
«Ο κίνδυνος να καταρρεύσει το σύστημα υγείας στη χώρα μας και το σύστημα κοινωνίας είναι ακόμα ορατός. Το ενδεχόμενο να βρεθούμε μπροστά σε εκατόμβες νεκρών, δεν έχει ακόμα αποκλειστεί. Οπότε καλό είναι να προσέχουμε όλοι, και εμείς που εργαζόμαστε και οι άνθρωποι που δεν εργάζονται, να προσέχουμε για να έχουμε. Και εμείς, και τα παιδιά μας και οι γενιές που θα ακολουθήσουνε. Θέλει προστασία, ομιλία στα παιδιά, έλεγχο. Συνεχώς. Κυρίως να προστατέψουμε την τρίτη ηλικία. Τους παππούδες δηλαδή. Ακόμα είναι νωρίς να βγάλουμε αποτελέσματα».
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κατερίνη. Είναι 21 ετών, φοιτήτρια του τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Μιλάει ακατάπαυστα, θέλει να είναι ενήμερη για τα πάντα και στον ελεύθερο της χρόνο κάνει εθελοντικά διαδικτυακή ραδιοφωνική εκπομπή και διαβάζει βιβλία ψυχολογίας. Λατρεύει τα ταξίδια και ευελπιστεί μέσα από τη δημοσιογραφία να αλλάξει τον κόσμο.