Του Νικόλα Λιαροδήμου,
Μπορούμε να είμαστε υπερήφανοι για πολλά στην Ελλάδα. Ένα από αυτά είναι το επίπεδο των ακαδημαϊκών ιδρυμάτων μας. Παραγωγή και προαγωγή γνώσης, έρευνας και τεχνογνωσίας, συμμετοχή σε μεγάλα ερευνητικά προγράμματα και μια σειρά από διακρίσεις, αλλά και λύσεις προβλημάτων της κοινωνίας επάξια μοιράζουν υπερηφάνεια! Υπάρχουν όμως και πτυχές που τουλάχιστον μας προβληματίζουν.
Ενώ στην ουσία, στη γέννηση και προσφορά της εκάστοτε επιστήμης στην κοινωνία, ο πήχης είναι ψηλά με αυξητικές τάσεις και συνεχώς ξεπερνιέται στην ενσωμάτωση νέων αντιλήψεων, αναφορικά με την αλληλεπίδραση των ιδρυμάτων με τον κόσμο της επιχειρηματικότητας, όχι μόνο ο πήχης είναι χαμηλά, αλλά υπάρχει στείρα άρνηση στην προσπάθεια για άλμα! Μιλάμε φυσικά για την συντριπτική πλειοψηφία και όχι για το σύνολο. Στη μουντή αυτή πλευρά, θα συμπληρώσουμε ακόμα μία αρνητική πτυχή. Τα ξενόγλωσσα (κυρίως αγγλόφωνα) προγράμματα σπουδών που απουσιάζουν, αλλά που μπορούν να πολλαπλασιάσουν την ισχύ των εγχωρίων πανεπιστημιακών ιδρυμάτων. Αυτό διότι αφενός η γνώση, η επιστήμη και η τεχνογνωσία διανέμεται όχι μόνο σε περισσότερους, αλλά κυρίως σε διαφορετικής κουλτούρας και καταγωγής φοιτητές. Αφετέρου δε είναι ανταποδοτικά με οφέλη τα οποία χάνονται!
Πώς όμως η άρνηση να υιοθετήσουμε δύο ουσιαστικές μεταρρυθμίσεις επηρεάζει την ανάπτυξη και εγκλωβίζει στη στασιμότητα τα κατά τα άλλα ενεργά και αξιόλογα ιδρύματα της χώρας μας;
Ένα Πανεπιστήμιο, για να μπορεί να υπηρετεί επάξια την κοινωνία, αντλεί το δυναμικό του από αυτή αδιακρίτως και της επιστρέφει εξηγήσεις, λύσεις και προβλέψεις για κάθε πτυχή της ζωής των ανθρώπων. Στη σύγχρονη εποχή, όμως, ένα πανεπιστήμιο που δεν μπορεί άμεσα να διοχετεύει την γνώση που παράγει είναι αποκομμένο και καθόλου ευέλικτο. Δυστυχώς, στην Ελλάδα, όταν ακούμε συνεργασία ιδιωτών (αλλά και δημοσίων επιχειρήσεων) με τα Δημόσια Πανεπιστήμια, αρνούμαστε σχεδόν αυθόρμητα.
Ας σκεφτούμε, όμως, πόσο γόνιμη μπορεί να είναι μία ουσιαστική συνεργασία της παραγωγής, της πραγματικής οικονομίας, με καθένα από τους τρεις κλάδους της παραγωγής (πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή) να μπορούν να δώσουν και να λάβουν από τα ιδρύματα της χώρας; Πόσο αποδοτικό περιβάλλον για ένα νέο επιστήμονα θα είναι εκείνο της άμεσης επαφής με το αντικείμενό του, ακόμα και από τα πρώιμα χρόνια του προπτυχιακού επιπέδου. Πόσο γόνιμο θα είναι για έναν μεταπτυχιακό φοιτητή να εξελίσσει τις σπουδές του, άμεσα συνδεδεμένος με παραγωγικούς φορείς. Πολύ περισσότερο, ένας υποψήφιος διδάκτωρ, πόσο θα ωφεληθεί όταν αυτό που επέλεξε να σπουδάσει εις βάθος μπορεί να το αφουγκραστεί στην πραγματική του διάσταση και έξω από τα στεγανά του εργαστηρίου και του αμφιθεάτρου;
Και από την άλλη, πόσο θετική θα είναι για την εγχώρια παραγωγική επιχείρηση να εισπράττει λύσεις και νέες ιδέες που θα έχουν ελληνική ταυτότητα και θα διαφοροποιούν το εκάστοτε προϊόν, καθιστώντας το ξεχωριστό και ανταγωνιστικό; Παραγωγικοί φορείς και επιχειρήσεις, με την τεχνογνωσία που τους έδωσε η εμπειρία από τη μία και νέοι με διάθεση να μελετήσουν στην πράξη αυτό και να εφαρμόσουν τη θεωρία που διδάχθηκαν από την άλλη. Μία ισχυρή ένωση που αλληλεπιδρά, σεβόμενη το ρόλο του καθενός, είναι ένα μοντέλο που δεν υφαρπάζει πόρους από τον ιδιώτη, ούτε γνώση από τον σπουδαστή, αλλά δημιουργεί προϋποθέσεις για τη μετέπειτα επαγγελματική σχέση μίας δοκιμασμένης συνεργασίας. Πολύ περισσότερο, όμως, έχοντας επικαιροποιήσει τη σχέση ιδρυμάτων και κοινωνίας, είναι αναγκαίο και στην Ελλάδα να ξεφύγουμε από τις αναχρονιστικές απόψεις των στεγανών και να διεκδικήσουμε το μέλλον πιο ενεργά, όπως άλλωστε συμβαίνει στην Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο!
Εξίσου σημαντική είναι η αποχή της χώρας μας από τα ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών. Είμαστε υπερήφανοι όταν πληροφορηθούμε πως κάποιος στρατιωτικός ηγέτης κάποιας κοντινής ή μη χώρας σπούδασε σε στρατιωτικές σχολές της χώρας μας. Αρνούμαστε όμως να εκπαιδεύσουμε τους πολιτικούς επιστήμονες. Κι αυτό είναι μία έντονα οπισθοδρομική αντίληψη. Είναι βαθύτατα συντηρητική η άρνηση σε ξενόγλωσσα προγράμματα σπουδών. Όχι γιατί το έκανε η Κύπρος και πια έχει καταστεί ευρωπαϊκό εκπαιδευτικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου και της γύρω περιοχής. Όχι γιατί όσοι Έλληνες επιλέξουν για τη συνέχεια των σπουδών τους μία ξένη χώρα, θα συμμετάσχουν σε αγγλόφωνα προγράμματα σπουδών. Κυρίως γιατί αρνούμαστε παράλογα να μοιράσουμε το σπουδαίο αγαθό της γνώσεως. Κι αν το αρνούμαστε, πώς θα γίνουμε ελκυστικοί απέναντι σε έναν φοιτητή που εκτιμά την ιστορία και τον πολιτισμό μας και θέλει να εκπαιδευτεί από εμάς, όταν δεν κάνουμε το αντίστοιχο βήμα προσέγγισης, να μιλήσουμε έστω όπως μπορεί να μας καταλάβει;
Παράλληλα με την παροχή ελεύθερης πρόσβασης των Ελλήνων στα Πανεπιστήμια της χώρας, τι δυσλειτουργία θα προκαλούσε η αποδοχή όσων θα εμπιστευτούν την Ελλάδα για τις σπουδές τους; Η εισροή όχι μόνο του πολυσύνθετου δυναμικού, αλλά και του αντιτίμου που αυτό θα καταβάλει (αφού οι αλλοδαποί θα υποχρεούνται σε καταβολή διδάκτρων), θα αποτελέσουν ισχυρό προοδευτικό παράγοντα. Αφενός διαφορετικές καταγωγές, κουλτούρες και πολιτισμοί θα συνδιαμορφώνουν ένα επιστημονικό περιβάλλον ευρύτερα αποδεκτό και βαθύτερα περιεκτικό, αφετέρου τα ιδρύματα θα αυξάνουν την αυτονομία τους, έχοντας ίδια άμεσα έσοδα προς χρήση.
Μακριά από την εφαρμοσμένη πραγματικότητα των επιστημών που σπουδάζουν οι Έλληνες, αν όχι αποκομμένα και κλεισμένα σχεδόν στον εαυτό τους, τα ιδρύματα της χώρας μας χρειάζονται επειγόντως βήματα εμπρός. Η ισχυροποίηση της θέσης τους και η αμεσότητα στην εφαρμογή θα δώσουν στο έμψυχο δυναμικό μας την πολυπόθητη ανάσα που χρειάζεται η παρωχημένη δομική λειτουργία που έμεινε ως κατάλοιπο του χθες. Τα πανεπιστήμια, όμως, με το άριστο δυναμικό τους, ανήκουν στο αύριο κι εκεί είναι η θέση τους!
Γεννήθηκε το 1996 στην Πάτρα και μεγάλωσε στο Μάνεσι Τριταίας. Σπούδασε οικονομικά, με την παραγωγική οικονομία να του κεντρίζει το ενδιαφέρον. Πιστεύει στη δύναμη του Έλληνα να παράγει και να καινοτομεί έχοντας αδυναμία στον πρωτογενή τομέα, στα σπλάχνα του οποίου ενηλικιώθηκε.