Της Δέσποινας Κάντα,
Στο ίδιο έργο θεατές γίναμε κατά την περίοδο του εγκλεισμού λόγω της πανδημίας του COVID-19, όσον αφορά την αύξηση, κατά ένα τρίτο, των περιστατικών έμφυλης και ενδοοικογενειακής βίας, την εβδομάδα μετά την επιβολή απαγόρευσης κυκλοφορίας. Με αυτήν την αφορμή, θυμόμαστε πληθώρα υποθέσεων, στο πρόσφατο παρελθόν, όπως η δολοφονία της 33χρονης Αδαμαντίας από την Πάτρα, η δολοφονία της Αμερικανίδας βιολόγου, Σούζαν Ίτον, η δολοφονία της 28χρονης Κερκυραίας από τον πατέρα της λόγω της σχέσης που διατηρούσε με αλλοδαπό, ο βιασμός και η δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη στη Ρόδο και δεκάδες άλλα περιστατικά, εγκλήματα που αξίζει να σημειωθεί πως διαπράχθηκαν σε διάστημα μόλις ενός έτους.
Ο όρος «γυναικοκτονία» (femicide) εισήχθη πρώτη φορά από την εγκληματολόγο, φεμινίστρια και ακτιβίστρια Diana Russel, το 1976, η οποία ως «γυναικοκτονία» όρισε τη δολοφονία των γυναικών από τους άντρες, λόγω του ότι είναι γυναίκες. Η προσπάθεια ορισμού του εν λόγω φαινομένου μπορεί εν αρχή να δημιουργεί κάποιες θετικές εντυπώσεις και ελπίδες για αποτελεσματική καταπολέμηση. Ωστόσο, αν το εξετάσουμε με μια κριτική προσέγγιση, η ερμηνεία αυτή φαίνεται αρκετά απλοϊκή. Παρά το γεγονός ότι σαν όρος στοχεύει στην ανάδειξη και καταπολέμηση ενός εξαιρετικά σοβαρού φαινομένου, δίνεται «το πεδίο» αμφισβήτησης του κινήτρου της αξιόποινης πράξης γιατί πολλοί δεν θεωρούν ότι το φύλο είναι από μόνο του αρκετά καλός λόγος για να οδηγηθεί κάποιος σε άσκηση οποιασδήποτε μορφής βίας ή και δολοφονίας. Η ερμηνεία αυτή, όπως έχει αποδειχθεί και από το γεγονός της μη αποδοχής του όρου, δεν είναι αρκετά τεκμηριωμένη ώστε να αλλάξει την αντίληψη που επικρατεί σε μέρος του πληθυσμού για τις δολοφονίες των γυναικών, με αποτέλεσμα την υποβάθμιση της βαρύτητας του ίδιου του φαινομένου της έμφυλης βίας.
Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) προσεγγίζει τον ορισμό του εν λόγω ζητήματος ως «ανθρωποκτονία γυναικών», κάτι που πιθανότατα θα μπορούσε να σταθεί καλύτερα ως όρος, αφού δεν αφήνει περιθώριο αμφισβήτησης σε όσους επικρίνουν τον όρο της «γυναικοκτονίας». Συνήθως ακούμε ορισμούς που έχουν ως κέντρο βάρους την κοινωνική «ιδιότητα», όπως λ.χ. «παιδοκτόνος» είναι αυτός που έχει σκοτώσει το παιδί του, «πατροκτόνος» είναι αυτός που έχει σκοτώσει τον πατέρα του, «συζυγοκτόνος» είναι αυτός που έχει σκοτώσει τον/την σύζυγο του/της. Δεν γίνεται λόγος, όμως, για «ανδροκτονία». Στη περίπτωση, λοιπόν, του όρου «γυναικοκτονία» δεν γίνεται διάκριση ανάλογα με την κοινωνική «ιδιότητα» του θύματος, αλλά με βάση το φύλο.
Το γεγονός ότι μεγάλο μέρος της κοινωνίας -και δη της επιστημονικής κοινότητας- θεωρεί την ανάγκη να οριστεί ως «γυναικοκτονία» η δολοφονία της γυναίκας από τον άνδρα, πηγάζει από το μέγεθος (και τη συχνότητα) του προβλήματος. Το γεγονός ότι γίνεται προσπάθεια αποδοχής του όρου «γυναικοκτονία» πηγάζει από την ανάγκη να γίνει κατανοητό στην κοινωνία πόσο μεγάλο είναι στην πραγματικότητα το πρόβλημα με το φόνο γυναικών, αδίκημα που αποτελεί τμήμα του ευρύτερου φάσματος της έμφυλης βίας. Η πραγματικότητα είναι πως δρώντας ως «μονάδες», ποτέ δεν έχει επέλθει ριζική αλλαγή και πρόοδος. Για το λόγο αυτό, λοιπόν, γίνεται προσπάθεια να καθιερωθεί και νομικά ο όρος «γυναικοκτονία». Γιατί δίνει «ταυτότητα». Ξεφεύγουμε από τις παρερμηνείες που έχουν γίνει με τον όρο «φεμινισμός» και γίνεται διεκδίκηση ενός όρου που θέτει στο επίκεντρό του λιγότερο το ιδεολογικό κομμάτι και περισσότερο, το αξιόποινο της πράξης.
Σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ινστιτούτο για την Ισότητα των Φύλων, ο όρος “femicidio” (από το αγγλικό femicide ή γυναικοκτονία) αφορά τις «δολοφονίες γυναικών και κοριτσιών εξαιτίας του φύλου τους, οι οποίες διαπράττονται ή γίνονται ανεκτές τόσο από ιδιώτες όσο και από δημόσιους φορείς». Χρησιμοποιείται, επίσης, ευρέως ο όρος “feminicidio”, ο οποίος αποσκοπεί στην ανάδειξη και καταπολέμηση του φαινομένου «της ατιμωρησίας και της θεσμικής βίας λόγω έλλειψης λογοδοσίας και επαρκούς ανταπόκρισης από την πλευρά του κράτους, όταν διαπράττονται τέτοιες δολοφονίες». Χρησιμοποιείται, δηλαδή, όταν η συζήτηση περιστρέφεται γύρω από την ευθύνη του κράτους.
Το κοινωνικό πρόβλημα
Το πρόβλημα εντοπίζεται περισσότερο στην άρνηση της κοινωνίας να δεχτεί ότι -δυστυχώς- η έμφυλη βία και οι δολοφονίες γυναικών είναι προβλήματα της διπλανής πόρτας. Εντοπίζεται στο ότι όλοι έχουν άποψη για τα πάντα, εκτός από την περίπτωση που μια γυναίκα υποφέρει μέσα στο σπίτι της και βρίσκεται σε αδιέξοδο. Εκεί είναι «δικό της πρόβλημα» και «δεν ανακατευόμαστε». Συζητάμε για ένα από τα πιο σημαντικά κοινωνικά προβλήματα και έχει γίνει πλήρης παρερμηνεία του όρου από πολλούς πολίτες. Θα θυμόμαστε όλοι στο πρόσφατο παρελθόν το χλευασμό με τον οποίο αντιμετώπισε η εκπομπή γνωστού παρουσιαστή το περιστατικό σεξουαλικής παρενόχλησης που έλαβε χώρα στο ΑΠΘ, με θύμα μια φοιτήτρια. Η λογική του «έλα μωρέ», η πεποίθηση του «δεν έγινε και τίποτα» είναι αυτό που η κοινωνία πρέπει να αποβάλλει άμεσα. Η έλλειψη ενσυναίσθησης, η λογική του «δεν είναι δικό μου πρόβλημα», η άρνηση της ανάληψης των ευθυνών ως πολίτες είναι αυτά που διογκώνουν το πρόβλημα και δεν μπορεί να ασκηθεί ουσιαστική πίεση. Συζητάμε για προσβολή της γενετήσιας αξιοπρέπειας και -δυστυχώς- μέρος των πολιτών αλλά και των συνηγόρων υπεράσπισης των θυτών κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας στα Δικαστήρια, αντιμετωπίζει τη σεξουαλική βία εξετάζοντας ακόμα παραμέτρους, όπως το ντύσιμο, η συμπεριφορά, το αν είχε καταναλώσει ποσότητες αλκοόλ, το τι ώρα ήταν έξω και μια ευρεία γκάμα άλλων «επιχειρημάτων».
Το νομοθετικό πρόβλημα
Σύμφωνα με το περί Βιασμού άρθρο 336 παρ. 1 του Ποινικού Κώδικα, όπως αυτό αντικαταστάθηκε από το άρθρο 12 παρ. 2 του Ν. 4637/2019 (ΦΕΚ Α΄180/18-11-2019) και ισχύει «Όποιος με σωματική βία ή με απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιμωρείται με κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών». Στην παρ. 2 του ίδιου άρθρου ορίζεται ως Γενετήσια πράξη, η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας με αυτήν πράξεις. Εάν η πράξη της παρ. 1 έγινε από δύο ή περισσότερους δράστες που ενήργησαν από κοινού ή είχε ως συνέπεια τον θάνατο του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών (παρ. 3). Τέλος ορίζεται στην παρ. 4, ότι «Όποιος εκτός από την περίπτωση της παρ. 1, επιχειρεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος τιμωρείται με κάθειρξη έως δέκα έτη».
Ήδη από το στάδιο όπου το σχέδιο νόμου είχε τεθεί σε διαβούλευση, πριν την ψήφισή του είχαν διατυπωθεί πλείστες όσες αντιρρήσεις, από τις πιο εμφατικές των οποίων να διατυπώνεται από Διεθνή Αμνηστία. Με Δελτίο Τύπου που εξέδωσε στις 5-6-2019, χαρακτήρισε απαράδεκτο το νομικό ορισμό του βιασμού καθώς δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο την πρόσβαση στη δικαιοσύνη για αυτό το σοβαρό έγκλημα. Το βασικό κριτήριο για να χαρακτηριστεί μια πράξη ως βιασμός θα έπρεπε να ορίζεται με βάση την απουσία συναίνεσης, αφού χωρίς τη συναίνεση προσβάλλεται κατάφορα η σεξουαλική αυτονομία, η προσωπικότητα και η σωματική ακεραιότητα του ατόμου. Αυτήν τη αντιμετώπιση επέβαλε και η Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας, η οποία υιοθετήθηκε από το Συμβούλιο Υπουργών του Συμβουλίου της Ευρώπης, στις 7 Απριλίου 2011 και υπογράφηκε στις 11 Μαΐου 2011, κατά την 121η συνεδρίαση του Συμβουλίου στην Κωνσταντινούπολη. Η Σύμβαση αυτή, η οποία με τον Νόμο 4531/2018 – ΦΕΚ 62/Α/5-4-2018 κυρώθηκε από τη Βουλή των Ελλήνων, έχει την ισχύ που ορίζει το άρθρο 28 παρ. 1 του Συντάγματος της Ελλάδας. Αντίθετα η νέα διάταξη νόμου, όπως αυτή ψηφίστηκε και ισχύει από της 18-11-2019, μετέβαλε επί τα χείρω την προϊσχύσασα διάταξη, αφού όχι μόνο δεν συνέδεσε το αδίκημα του βιασμού με την έλλειψη συναίνεσης αλλά προέβη και στις εξής δυσμενείς για το θύμα, μεταβολές:
Ενώ το προϊσχύσαν δίκαιο μιλούσε για σωματική βία ή απειλή σπουδαίου και άμεσου κινδύνου, ο νέος νόμος μιλάει για σωματική βία ή απειλή σοβαρού και άμεσου κινδύνου ζωής ή σωματικής ακεραιότητας, περιορίζοντας την απειλή μόνο ως προς τη ζωή ή τη σωματική ακεραιότητα του θύματος και αποκλείοντας κάθε άλλη έννοια απειλής, όπως π.χ. της ψυχολογικής ή της έκθεσης του ατόμου με δημοσίευση αυστηρά προσωπικών δεδομένων. Περαιτέρω ενώ το προϊσχύσαν δίκαιο προέβλεπε εξαναγκασμό σε συνουσία ή σε άλλη ασελγή πράξη ή σε ανοχή της, το σημερινό νομοθέτημα περιορίζεται μόνο σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης, με τον βαρύτερο όρο «γενετήσια» να αντικαθιστά τον ηπιότερο (για τον δράστη) όρο «ασελγή». Το πρόβλημα, λοιπόν, προσδιορίζεται και στο πώς το νομοθετικό σώμα αντιμετωπίζει το ζήτημα. Βάσει των Νόμων που ψηφίζει το Κράτος, απονέμεται η Δικαιοσύνη από το Ελληνικά Δικαστήρια.
Για να επανέλθουμε όμως, τι είναι αυτό που διεκδικεί ο όρος «γυναικοκτονία»; Διεκδικεί τη μετατόπιση της προστασίας από το θύτη/κατηγορούμενο, στο θύμα. Διεκδικεί την άρση της απενοχοποίησης ενός τόσο σοβαρού κοινωνικού ζητήματος. Την ουσιαστική ασφάλεια και τη στήριξη της γυναίκας. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να το αναγνωρίσουμε. Ωστόσο, μαζί με άλλους όρους, όπως αυτός του φεμινισμού και της πατριαρχίας, έχει παρερμηνευθεί, στο πέρασμα των χρόνων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ήδη αρνητική εντύπωση γύρω από την αποδοχή και υιοθέτηση του. Αν ο νομοθέτης αντιμετώπιζε το πρόβλημα της έμφυλης βίας με γνώμονα την προστασία της γυναίκας και σκοπό την ουσιαστική απονομή δικαιοσύνης, καμία ανάγκη δεν θα είχε προκύψει να δώσουμε τον οποιονδήποτε ορισμό στο πρόβλημα. Καθότι, ως φαίνεται, το πρόβλημα της έμφυλης βίας παραμένει και εντείνεται, δίνεται ένα μήνυμα -από την ίδια την πραγματικότητα- για αλλαγή της προσέγγισης του εν λόγω ζητήματος, όσο και της ερμηνείας του όρου. Θα μπορούσε ενδεχομένως να γινόταν πιο εύκολα αποδεκτός ο όρος «ανθρωποκτονίες γυναικών».
Η χάραξη πολιτικής γίνεται με δύο τρόπους: είτε με την άσκηση πίεσης από το λαό (bottom-up approach), είτε με την καθοδήγηση της πολιτικής ηγεσίας προς το λαό (top-down approach). Αυτό που θα κάνει την ουσιαστική αλλαγή είναι η αμφίδρομη προσέγγιση. Και τούτο διότι δεν επέρχονται όλες οι αλλαγές μόνο με την πίεση που ασκείται από το λαό. Προέρχονται και από την ικανότητα των πολιτικών ηγετών να καθοδηγήσουν τον πολίτη προς την υιοθέτηση του «σωστού». Η καθοδήγηση από την πολιτική ηγεσία, με στόχο την υιοθέτηση της συνείδησης για την ευθύνη που έχουμε ως πολίτες να καταγγέλλουμε περιστατικά βίας και συγχρόνως η προσπάθεια όλων μας να γίνει κατανοητή στους νομοθέτες η ανάγκη αναζήτησης του κατάλληλου νομοθετικού πλαισίου για την προστασία των γυναικών που υποφέρουν. Και γι’ αυτό χρειάζονται και ενεργοί πολίτες και ικανοί πολιτικοί.