Του Σταύρου Νικ. Αμανάκη,
Πρόσφατα κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Άγρα οι Φράουλες του Joseph Roth σε μετάφραση Μαρίας Αγγελίδου και εισαγωγή Alexis Tautou – εισαγωγή από τη γαλλική έκδοση L’ Herme, Παρίσι, 2016.
Ο Joseph Roth, από εβραϊκή οικογένεια, γεννήθηκε το 1894 στην Ανατολική Γαλικία, ενώ έκανε σπουδές φιλοσοφίας και γερμανικής φιλολογίας στο Λέμπεργκ και στη Βιέννη. Έλαβε μέρος στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ στα χρόνια του μεσοπολέμου εργάστηκε ως δημοσιογράφος. Το 1918 επέστρεψε στη Βιέννη και έγραφε σε αριστερές εφημερίδες υπογράφοντας ως «der rote Roth» («κόκκινος Ροτ»). Από πολύ νωρίς, ήδη από το 1922, στηλίτευσε τον Χίτλερ, γράφοντας μάλιστα και για τον επερχόμενο κίνδυνο, περίπου δέκα χρόνια αργότερα στα 1932: «Πρέπει να φύγουμε. Θα κάψουν τα βιβλία μας και θα είμαστε εμείς ο στόχος… Πρέπει να φύγουμε, ώστε μόνο τα βιβλία μας να παραδοθούν στην πυρά». Ο Roth, το 1933, την ημέρα που ο Χίτλερ γίνεται καγκελάριος του Ράιχ, μεταναστεύει στο Παρίσι και κινείται στη Νότια Γαλλία και αλλού, γράφοντας για εκδοτικούς οίκους και εφημερίδες των émigré. Παρέμεινε στο Παρίσι μέχρι τον θάνατό του, το 1939. Άφησε πλούσιο πεζογραφικό έργο: μυθιστορήματα, αφηγήματα, χρονογραφήματα, δοκίμια και άρθρα. Το Εμβατήριο του Ραντέτσκυ του 1932 είναι το μεγαλύτερο έργο του και από πολλούς θεωρείται το τελειότερό του.
Οι Φράουλες εκτυλίσσονται στη Γαλικία, στα σύνορα της ανατολικής επαρχίας της Αυστρο-Ουγγαρίας. Ο Roth κατασκευάζει μια γεωγραφία της πόλης και των ανθρώπων. Στο έργο αυτό η πόλη καθορίζεται από τους ανθρώπους της, αλλά και η ίδια καθορίζει τους κατοίκους. Η πόλη που κατασκευάζει ο Roth θυμίζει πολύ τις πόλεις του Franz Kafka. Εδώ υπάρχουν όλοι· τρελοί, γνωστικοί, έντιμοι και απατεώνες, εμμονικοί, συμφεροντολόγοι, ντόπιοι και ξένοι. Από τους δέκα χιλιάδες κατοίκους, μόλις «οι τρεις χιλιάδες απ’ αυτούς ήταν τρελοί». Πρωταγωνιστής και αφηγητής είναι ο Ναφτάλι Κρόυ και είναι κι εκείνος ένας απατεώνας. Ο ίδιος παραδέχεται ότι «αυτό κάνουν όλοι οι Δυτικοευρωπαίοι», είναι απατεώνες, με μια ψεύτικη ταυτότητα. Μέσα από τις περιγραφές των ανθρώπων, του παρουσιαστικού τους και των σχέσεων ανάμεσά τους δημιουργεί τύπους ανθρώπων. Ο αφηγητής έχει το προνόμιο να αντιλαμβάνεται αυτούς τους τύπους και μέσα από μια λεπτή ειρωνεία να ασκεί τον έλεγχό του, μια ειρωνεία που αναδεικνύεται με την εξαιρετική μετάφραση της Μαρίας Αγγελίδου. Η Φύση, εδώ, έχει τον δικό της ρόλο. Το κρύο του χειμώνα, τα χρώματα του ανοιξιάτικου τοπίου, η ζέστη του καλοκαιριού και οι μεταβάσεις από τη μία εποχή στην άλλη δείχνουν και την αλλαγή της διάθεσης των κατοίκων, αλλά ξεκλειδώνουν κάθε φορά και μια διαφορετική εικόνα της ίδιας της πόλης. Η ουτοπία αυτού του τόπου βρίσκεται στα δάση· εκεί που φυτρώνουν οι φράουλες, υπερήφανες.
Ο Roth εδώ, μπλέκει θαυμάσια αυτοβιογραφικά στοιχεία με τη μυθοπλασία. Ήθελε να δημιουργήσει ένα μυθιστόρημα της παιδικής ηλικίας και της πατρίδας (Kindheits- und Heimatroman). Όμως, εξαιτίας ορισμένων συνθηκών δεν τα κατάφερε. Το έργο παρέμεινε ημιτελές, δεν εκδόθηκε ποτέ από τον Roth αλλά εντοπίστηκε το εικοσασέλιδο χειρόγραφο μέσα σε ένα μπαουλάκι. Το χειρόγραφο αυτό αποτελεί το σπάραγμα από μία μεγαλύτερη σύνθεση που ήθελε να δημιουργήσει, ένα «μεγαλόπνοο σχέδιο» όπως το αποκαλεί ο ίδιος στον φίλο του συγγραφέα Stefan Zweig, σε γράμμα με χρονική ένδειξη 4 Μαΐου 1936. Ο Tautou στην εισαγωγή του δείχνει ότι η επεξεργασία του έργου πρέπει να ξεκίνησε στα 1929. Το κείμενο συνοδεύουν δύο άτιτλα αποσπάσματα που κινούνται κι αυτά στη γραμμή του μυθιστορήματος της παιδικής ηλικίας. Ο μεταφραστής Michael Hofmann της αγγλικής έκδοσης The Collected Stories of Joseph Roth αναφέρει ότι ο Roth χρησιμοποίησε υλικό από τις Φράουλες στο μυθιστόρημά του Το κάλπικο ζύγι. Η ιστορία ενός επιθεωρητή επί των μέτρων και των σταθμών.
Ο κόσμος του Roth είναι μεταιχμιακός. Ταξιδεύει σε μία Ευρώπη σε κρίση. Ζει σε μια εποχή που συνυπάρχει το νέο με το παλιό, το παραδοσιακό με το μοντέρνο. Ο Roth το αντιλαμβάνεται και το αντικατοπτρίζει στο έργο του.
«Όλοι μάζευαν φράουλες, κι ας απαγορευόταν. Ο δασοφύλακας, άμα τύχαινε να περάσει, έπαιρνε τα καλάθια από τα χέρια των γυναικών, άδειαζε καταγής τις όμορφες κόκκινες φράουλες και τις ποδοπατούσε. Τι μπορούσε όμως να κάνει σ’ εμάς που τρώγαμε τις φράουλες εκεί, επί τόπου; Μας κοίταζε αγριεμένος και σφύριζε στο σκυλί του. Κανένας δε φοβόταν τον δασοφύλακα. Όσο περισσότερες φράουλες ποδοπατούσε, τόσο περισσότερες έβγαιναν στο δάσος».
Γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης το 1997, όπου και μεγάλωσε. Είναι τελειόφοιτος του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ, στον τομέα Μεσαιωνικών και Νεοελληνικών Σπουδών. Οι μεγάλες του αγάπες είναι η λογοτεχνία, το θέατρο, η ζωγραφική, η μουσική. Κείμενα και ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε εφημερίδες και περιοδικά του τόπου του.