Της Σοφίας Βογά,
Έντονες και αμήχανες αντιδράσεις έχει προκαλέσει η από 5 Μαΐου 2020 απόφαση του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου της Γερμανίας, δυνάμει της οποίας κρίθηκε ότι το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης PSPP (Public Sector Purchase Programme), που αφορά την υπό αυστηρούς όρους αγορά ομολόγων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (εφεξής ΕΚΤ) στις δευτερογενείς αγορές, αντίκειται στο ενωσιακό δίκαιο και, επομένως, δεν δεσμεύει τα όργανα του γερμανικού κράτους.
Ας πάρουμε, όμως, τα πράγματα από την αρχή. Η υπόθεση ξεκίνησε μετά την άσκηση συνταγματικών προσφυγών από Γερμανούς πολίτες ενώπιον του Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της Γερμανίας, με τις οποίες οι προσφεύγοντες ισχυρίστηκαν, ότι η εφαρμογή του PSPP στοιχειοθετεί παράβαση της απαγόρευσης νομισματικής χρηματοδότησης των κρατών-μελών (άρθρο 123 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εφεξής ΣΛΕΕ) και της αρχής της δοτής αρμοδιότητας (άρθρο 5 παρ. 1 Συνθήκης της Ευρωπαϊκής Ένωσης), σε συνδυασμό με την παραβίαση των άρθρων 119 και 127 επ. ΣΛΕΕ. Στο πλαίσιο εξέτασης της υπόθεσης, απεστάλη από το γερμανικό δικαστήριο προδικαστικό ερώτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΔΕΕ) κατά το άρθρο 258 της ΣΛΕΕ. Το ΔΕΕ απεφάνθη ότι το PSPP δεν αντίκειται στο ενωσιακό δίκαιο, καθώς δεν υπερβαίνει τις αρμοδιότητες της ΕΚΤ, ότι δεν παραβιάζει την απαγόρευση νομισματικής χρηματοδότησης των κρατών-μελών και ότι κατά την οργάνωσή του λήφθηκαν υπόψη όλες οι κοινωνικές και οικονομικοί παράμετροι, τηρουμένης πάντοτε της αρχής της αναλογικότητας.
Το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο αρνήθηκε να συμμορφωθεί με την απόφαση του ΔΕΕ, κρίνοντας ότι τόσο το σημαντικότερο δικαιοδοτικό όργανο της Ε.Ε., όσο και η ΕΚΤ ενήργησαν ultravires, δηλαδή καθ’ υπέρβαση των δοτών αρμοδιοτήτων, που τους έχουν παραχωρηθεί από τα κράτη-μέλη με βάση την αρχή της επικουρικότητας, αλλά και ότι το ΔΕΕ αυθαιρέτησε, καθώς δεν προέβη σε έναν βαθύ έλεγχο για την τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Το Γερμανικό Δικαστήριο, μάλιστα, εκφράστηκε με δριμύ και προσβλητικό τρόπο, που σπάνια συναντάται σε δικαστική απόφαση, χαρακτηρίζοντας την κρίση του ΔΕΕ ως «ακατανόητη», «αντικειμενικά αυθαίρετη» και «μη υποστηρίξιμη», δείχνοντας μια έντονη απαξία σε ένα όργανο, που αποτελεί έναν από τους πυλώνες ολόκληρου του ευρωπαϊκού οικοδομήματος.
Το Δικαστήριο, δε, προχώρησε έτι περισσότερο, τάσσοντας τρίμηνη προθεσμία στην ΕΚΤ να αιτιολογήσει και να πείσει ότι το πρόγραμμα είναι διαμορφωμένο κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η τήρηση της αρχής της αναλογικότητας. Σε περίπτωση, δε, άπρακτης παρέλευσης της τρίμηνης προθεσμίας, το δικαστήριο διέταξε τη Γερμανική Ομοσπονδιακή Τράπεζα να απόσχει από την εφαρμογή του προγράμματος, ενώ προέτρεψε την πολιτική εξουσία του κράτους να πιέσει την ΕΚΤ σε συμμόρφωση με την κρίση του.
Σχολιάζοντας την υποεξέταση αυτή, αξίζει να επισημανθεί, ότι παγίως το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο επιφυλάσσει για τον εαυτό του την κρίση αναφορικά με το αν οι αποφάσεις του ενωσιακού δικαίου συνάδουν με το γερμανικό Σύνταγμα. Όμως, εν προκειμένω, το δικαστήριο προχώρησε ένα βήμα παραπέρα, αποφαινόμενο για τη συμφωνία με τις ευρωπαϊκές συνθήκες πράξεων των ενωσιακών οργάνων, παρά τη ρητή αρμοδιότητα του ΔΕΕ να κρίνει επί των ζητημάτων αυτών. Είναι, δε, η πρώτη φορά που το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο δεν κάνει δεκτή την ερμηνεία του ΔΕΕ, αμφισβητώντας κατ’ ουσίαν την ίδια την υπόσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η αβασιμότητα και η παράλογη βάση της κρίσης του γερμανικού δικαστηρίου καθίσταται εμφανής, αν λάβει κανείς υπόψη και τη φύση της ΕΚΤ. Συγκεκριμένα, πρόκειται για ένα ανεξάρτητο όργανο, που δεν υπόκειται κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων του σε πιέσεις κυβερνήσεων, δεν λαμβάνει εντολές από το Συμβούλιο των Υπουργών και αμερόληπτα φροντίζει για την άσκηση νομισματικής πολιτικής στο πλαίσιο της Ένωσης. Με την υπό εξέταση, όμως, απόφαση, ένα εθνικό δικαστήριο, που καταδήλως προβαίνει σε υπέρβαση της δικαιοδοσίας του, έχει δώσει εντολή στην ΕΚΤ να προβεί σε πράξη, αιτιολογώντας την κρίση και τη δράση της.
Η απόφαση αυτή, πέρα από το ότι εμπεριέχει έντονα ευρωσκεπτικά στοιχεία, δηλώνει κατά τρόπο σαφή την επαναφορά και την πρωτοκαθεδρία ακόμα και έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης του κράτους, που θεωρείται, ειδικά ενόψει και της κρίσης της πανδημίας, ως ένα σταθερό και καίριο εχέγγυο για την οικονομική, κοινωνική, πολιτική και υγειονομική ευημερία της χώρας. Από την απόφαση αυτή, με την οποία αμφισβητήθηκε το δεδικασμένο των αποφάσεων του ΔΕΕ, αλλά και η αποκλειστική του αρμοδιότητα να αποφαίνεται αναφορικά με τη συμφωνία των πράξεων των ενωσιακών οργάνων με το ευρωπαϊκό δίκαιο, διαφάνηκε η πρόθεση του δικαστηρίου να καταστήσει σαφή την υπεροχή του εθνικού δικαίου, έναντι του ευρωπαϊκού.
Το ΔΕΕ, μετά την κρίση του Γερμανικού Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου προέβη στη δημοσίευση μιας λακωνικής, νηφάλιας και περιεκτικής ανακοίνωσης, με την οποία επισημάνθηκε η υποχρέωση των κρατών να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ένωσης, ώστε να μην διαταράσσεται η ομοιομορφία κατά την ερμηνεία και εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου. Η απόφαση αυτή του Γερμανικού Δικαστηρίου, είναι προτιμητέο να εκληφθεί ως μια αρνητική παρένθεση στην πορεία ενός δικαστηρίου που μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έχει συμβάλει αποφασιστικά στην πρόοδο της νομικής επιστήμης στον δυτικό κόσμο.
Το αισιόδοξο σενάριο έκβασης της υπόθεσης αυτής είναι η ΕΚΤ να προβεί σε μια λιτή ανακοίνωση, με την οποία θα εξηγηθεί ότι κατά την εξέταση του προγράμματος τηρήθηκε πλήρως η αρχή της αναλογικότητας, λαμβάνοντας υπόψη όλα τα οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα. Εν συνεχεία, το Γερμανικό Ομοσπονδιακό Δικαστήριο οφείλει να κρίνει, ότι το PSPP συνάδει τόσο με το ενωσιακό δίκαιο, όσο και με το γερμανικό Σύνταγμα, με σκοπό να μην διασαλευθεί έτι περαιτέρω η συνεκτικότητα του ενωσιακού δικαίου.
Σε κάθε περίπτωση, όποια λύση κι αν δοθεί στο φλέγον αυτό ζήτημα, αυτή θα είναι μάλλον ημιτελής, αφού η ρίζα του προβλήματος εντοπίζεται στον θεσμικό προβληματισμό που αφορά την υπεροχή του ενωσιακού δικαίου έναντι των επιμέρους εθνικών δικαίων. Οριστικό τέλος στην αμφισβήτηση, θα έδινε μόνο η θέσπιση ενός Ευρωπαϊκού Συντάγματος, που θα υπερίσχυε σαφώς των εθνικών Συνταγμάτων. Μέχρι τη στιγμή εκείνη -αν υποθέσουμε ότι κάποτε θα έρθει- είναι ευκταίο, από τη μία, το ΔΕΕ να ερμηνεύει το ενωσιακό δίκαιο κατά τρόπο σύμφωνο με τα κατά περίπτωση Συντάγματα των κρατών-μελών, και από την άλλη, τα εθνικά δικαστήρια να ερμηνεύουν τα εθνικά Συντάγματα υπό το φως του ευρωπαϊκού δικαίου.
Πηγές
- https://www.syntagmawatch.gr/trending-issues/my-way-or-the-highway-i-apofasi-tou-germanikou-omospondiakou-syntagmatikou-dikastiriou-tis-pemptis-maiou-2020/
- https://www.kathimerini.gr/1078025/article/oikonomia/die8nhs-oikonomia/analysh-h-pio-antieyrwpaikh-apofash-ths-20etias
- https://curia.europa.eu/jcms/upload/docs/application/pdf/2020-05/cp200058el.pdf
- http://curia.europa.eu/juris/document/document.jsf?text=&docid=208741&pageIndex=0&doclang=EL&mode=lst&dir=&occ=first&part=1&cid=425282
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1996, όπου και διαμένει μέχρι και σήμερα. Είναι απόφοιτος του Τμήματος Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, ήδη σήμερα δικηγόρος, ενώ πραγματοποιεί μεταπτυχιακές σπουδές με ειδίκευση στο Δημόσιο Δίκαιο στο Εθνικό και Καποδιαστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά και αραβικά, και στον ελεύθερό της χρόνο ασχολείται με την ανάγνωση βιβλίων κλασικής λογοτεχνίας, τη μουσική, τον κινηματογράφο και τη γυμναστική.