Της Μαρίας Τάκη,
Ο ερχομός του covid-19 στην Ελλάδα αποσυντόνισε τις ζωές μας σε πολλά επίπεδα με τρόπο που δεν είχαμε καν φανταστεί. Η κοινωνικότητα και ο συνωστισμός -από υπηρεσίες μέχρι χώρους ψυχαγωγίας- φλέρταρε κι ακόμη φλερτάρει με την παρανομία, τη στιγμή που καθένας προσπαθεί να βρει τις ισορροπίες της νέας καθημερινότητας που καλείται να αντιμετωπίσει στην ημι-καραντίνα.
Ένας από τους κυριότερους χώρους συγχρωτισμού λοιπόν είναι οι ιεροί ναοί. Στη χώρα μας, η ορθοδοξία με την ελληνικότητα είναι σε μεγάλο βαθμό συνδεδεμένες και πολλές φορές, είτε λόγω παράδοσης είτε λόγω επιλογής, η μια ιδιότητα ταυτίζεται ή αλληλοκαλύπτει την άλλη. Από τις απαρχές της λήψης των μέτρων, η ανησυχία ορισμένων αναφορικά με το κλείσιμο ή μη των εκκλησιών και την τέλεση ή μη των ακολουθιών με τη μορφή που είθισται, εκδηλώθηκε έντονα και εντάθηκε στην πορεία.
Η διαφωνία έφερε την αντιπαράθεση και η αντιπαράθεση την πόλωση· και των απόψεων αλλά και των ανθρώπων που τις έφεραν. Τη στιγμή που η ιατρική κοινότητα αποφάσισε το κλείσιμο των ναών με στόχο τη μείωση της εξάπλωσης του ιού, το θέμα δίχασε και τους χριστιανούς ορθόδοξους, αλλά και την ίδια την ιερά σύνοδο.
Οι ιερείς στην Ιερά Μονή Αγίου Ραφαήλ και Αγίας Τριάδος ανήμερα Μεγάλου Σαββάτου για παράδειγμα ανακοίνωσαν: «Αίσχος! Θα έρθει η οργή και η κατάρα του Θεού στα κεφάλια όλων εκείνων που απεφάσισαν να στερήσουν το σώμα και το αίμα του Κυρίου από τους πιστούς» και η ανοιχτή επιστολή του Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας Αμβροσίου προς τον Πρωθυπουργό ανέφερε: «Κύριε Πρωθυπουργέ, δεν έχετε το δικαίωμα να απαγορεύσετε τη λειτουργία των Ιερών Ναών. Μη γίνεστε διώκτης του Χριστού! Μη γίνεστε ασεβής, αλλιώς θα σύρετε επάνω σας την κατάρα του Θεού». Την ίδια στιγμή, ο πατήρ Ανδρέας Κονάνος με πραότητα και ηρεμία είπε: «οφείλουμε να μείνουμε σπίτι και να σεβαστούμε τους επιστήμονες», η ανακοίνωση της Εκκλησίας της Κρήτης δήλωσε πως «οι ιερές ακολουθίες θα τελούνται χωρίς την παρουσία των εκκλησιαζομένων», ενώ ο Αρχιεπίσκοπος Αμερικής υποστήριξε με ζέση ότι «ήρθε η στιγμή να κοινωνήσουμε διαφορετικά, να γίνουμε εμείς οι ίδιοι ευχαριστία και κοινωνία. Ελάτε να δώσουμε το αίμα μας για τη ζωή του κόσμου, να γίνουμε δωρητές αίματος και να δείξουμε την ευγνωμοσύνη μας στον Θεό. Και αυτό είναι ένα άλλο μυστήριο, της θυσίας και της αγάπης».
Προσωπικά, άκουσα και διάβασα για καιρό στο Ίντερνετ, στις ειδήσεις, σε διάφορες ιστοσελίδες το debate γύρω από το συγκεκριμένο ζήτημα. Όμως όσο κι αν κατανοώ το ευαίσθητο του θέματος, καθότι οποιαδήποτε συζήτηση γύρω από την οποιαδήποτε θρησκεία εμπεριέχει πράγματα άυλα, πολλές φορές αισθάνθηκα να γίνομαι θεατής ενός διαλόγου που για ακόμη μια φορά δεν στέκεται στην ουσία. Κάθε φορά που τελείωνα την ανάγνωση κάποιου συναφούς άρθρου, είχα μονίμως τις ίδιες σκέψεις.
Δεν καταλαβαίνω από πότε η πίστη ή η απουσία αυτής ταυτίστηκε με την προσέλευση ή μη στο ναό; Δηλαδή εκεί μετριέται μονάχα; Στις πόσες εισόδους μετράει ο καθένας μας στον οίκο Του; Από πότε την ορίζουμε έτσι; Ο ιερέας Θεόφιλος Φάρος είχε πει ότι «σε χασικλήδες και πόρνες είδα περισσότερο Θεό απ’ ότι σε υποτιθέμενους ευσεβείς». Ναι, σίγουρα θα κρύβεται σε άλλα, πιο σπουδαία. Όμως εμένα γιατί με κάνουν να νιώθω πως πρέπει να απολογηθώ επειδή αποφάσισα να βάλω σε πρώτη προτεραιότητα τη δημόσια υγεία, με κίνδυνο να χαρακτηριστώ άπιστη, και ακόμη χειρότερα, να εισπράξω κατάρες από μερικούς από τους εκπροσώπους Του; Αφού ο δικός μου Θεός δεν είναι μίσος, ούτε τιμωρία, ούτε απειλή. Δεν μπορεί να είναι. Δεν τον αντιπροσωπεύουν τέτοιες δηλώσεις, δεν χωρά σε ανθρωπίνως μετρήσιμα μεγέθη περί καλού και κακού. Δεν υπάρχει περίπτωση να σπέρνει φόβο και μένος και αποκλείεται να παρεξηγηθεί με τον οποιονδήποτε που αποφάσισε να προσευχηθεί από το σπίτι του. Γιατί είναι αγάπη, μόνο αγάπη.
Η πίστη δεν είναι αγώνας δρόμου για το ποιος θα πρωτοπρολάβει να δείξει οργή. Φυσικά και πονάει, φυσικά και το Πάσχα που πέρασε ήταν το πιο συγκινητικό, απλό και κατανυκτικό Πάσχα που ζήσαμε (που κοίτα πόσα αληθινά συναισθήματα συσσωρεύτηκαν ξαφνικά μακριά από τις εκκλησίες), φυσικά και όλοι αναπολούμε την ελευθερία κινήσεώς μας.
Όμως πίστη δεν είναι αυτό. Είναι η καλοσύνη, η ευγένεια, η ανιδιοτέλεια, η αυτοθυσία, η ευγένεια, η απλότητα, η εσωτερική γαλήνη. Είναι η επίγνωση ότι δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα πάντα κι ότι ο άνθρωπος δεν είναι το κέντρο του κόσμου κανενός Θεού (όσο κι αν δεν μας συμφέρει η παραδοχή), είναι η απουσία εγωισμού, είναι πάνω απ’ όλα η ταπείνωση. Δεν μπαίνει σε ανθρώπινα καλούπια, δεν φωνάζει, δεν σπέρνει πανικό. Και βρίσκεται όπου υπάρχει αγάπη -τι κρίμα που αυτή η λέξη δεν ακούστηκε σχεδόν καθόλου αλλά μόνο τα αντώνυμά της- δηλαδή στα πιο πιθανά και κυρίως στα πιο απίθανα μέρη.
Είναι κρυμμένη σε ατέλειωτες εφημερίες και χειρουργεία, σε αυτοσχέδια κέντρα υγείας, σε εμπόλεμες ζώνες, ξεγλιστράει στα χέρια φιλόζωων ανθρώπων σε ξενώνες αστέγων και ορφανοτροφεία, τη βρίσκεις σε καταγώγια και φτωχογειτονιές, τη βλέπεις ζωγραφισμένη στα μάτια όσων παλεύουν με τους δαίμονές τους σε κέντρα απεξάρτησης και στη φλόγα δασκάλων που θέλουν έστω κι ένας μαθητής να μάθει το σημαντικότερο μάθημα της ζωής: την αλληλεγγύη.
Ο Μητροπολίτης Μεσογαίας έχει δίκιο τελικά. Πίστη υπάρχει εκεί που δεν φαίνεται ο Θεός. Γιατί κανένας πραγματικά πιστός δεν κλονίστηκε. Κανένας πραγματικά άπιστος δεν άλλαξε γνώμη. Κανείς δεν βγήκε καλύτερος, ψυχικά υγιέστερος ή δυνατότερος από όλη αυτή τη λεκτική διαμάχη. Γιατί η πραγματική πίστη δεν ήταν εκεί. Έτσι ηρεμούσα. Και έμενα σπίτι, ξέροντας ότι το καλό θα κάνει για ακόμη μια φορά τη δουλειά του.
Γεννήθηκε στην Έδεσσα. Είναι απόφοιτη του τρίτου ευρωπαϊκού σχολείου Βρυξελλών και της Νομικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει άριστα Αγγλικά και Γαλλικά. Παίζει ακορντεόν και πιάνο και έχει κάνει μαθήματα φωνητικής. Χορεύει μπαλέτο και λάτιν και ασχολείται ερασιτεχνικά με το θέατρο και την φωτογραφία. Η αγάπη της για την λογοτεχνία και την ποίηση την οδήγησε στην αρθρογραφία, ενώ τα ταξίδια και η επαφή με διαφορετικές κουλτούρες και πολιτισμούς είναι το διάλειμμα από την καθημερινότητά της.