Της Αναστασίας Χατζηιωαννίδου,
«Η Τουρκία στους Τούρκους». Κυρίαρχο σύνθημα στο συνέδριο του κομιτάτου «Ένωση και Πρόοδος», όνομα με το οποίο ήταν γνωστός ο κομματικός μηχανισμός που σχημάτισε το εθνικιστικό κίνημα των Νεοτούρκων, και ίσως η μακαβριότερη προοικονομία στην ιστορία της γειτονικής κατ’ όνομα δημοκρατίας. Γέννημα της συνεχιζόμενης οικονομικής κρίσης στην παραπαίουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία, οι Νεότουρκοι αποκτούν σάρκα και οστά το 1908, και έκτοτε η ισχύς και η επιρροή τους γιγαντώνονται με γεωμετρικούς ρυθμούς. Αφού υπόσχονται να βελτιώσουν το βιοτικό επίπεδο των εν πολλοίς εξαθλιωμένων Οθωμανών υπηκόων, αλλά και να παλινορθώσουν την καταβαραθρωμένη από τις αλλεπάλληλες εδαφικές απώλειες εθνική τους υπερηφάνεια, βασική επιδίωξη των Νεότουρκων αποτελεί η ενοποίηση όλων των οθωμανικών φυλών υπό τη σκέπη μιας ενιαίας τουρκικής εθνικής ταυτότητας. Απαραίτητη συνθήκη προς την κατεύθυνση αυτήν είναι, στο όνομα, θα έλεγε κανείς, μιας πρώιμης «άρειας» νοοτροπίας, η εξασφάλιση της εθνικής ομοιογένειας και κατά συνέπεια η απομάκρυνση κάθε ξενικού στοιχείου από τον αμιγή, ατόφιο τουρκικό κορμό που ψάχνει χώρο να αναδειχθεί. Σε συνδυασμό με τον θρησκευτικό συγκρητισμό που επικρατεί στην τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία, με πληθώρα αλλόδοξων κοινοτήτων –κατά κύριο λόγο χριστιανικών θυλάκων– και τη συγκέντρωση πλούτου στα χέρια των μελών τους, οι Νεότουρκοι δε δυσκολεύονται να πείσουν τον μουσουλμανικό πληθυσμό για το αναγκαίο και επείγον της πραγματοποίησης των εθνικιστικών ονειρώξεών τους. Δεν είναι δύσκολο να μοιραστείς το όραμά σου με χιλιάδες οπαδούς, φτάνει να τους λες ακριβώς αυτό που θέλουν ν’ ακούσουν.
Το ξέσπασμα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, λοιπόν, βρίσκει το νεοφυές μόρφωμα ολοκληρωτικά κυρίαρχο στο εσωτερικό πολιτικό σκηνικό και ήδη έτοιμο για τις πρώτες διώξεις εναντίον Ελλήνων στην Ανατολική Θράκη, τα πογκρόμ της Δυτικής Μ. Ασίας και τη σφαγή της Φώκαιας. Όταν λίγο αργότερα οι πρόκριτοι των Αρμενίων εξοντώνονται στην Κωνσταντινούπολη και ξεκινούν οι πρώτες εκτοπίσεις χριστιανών προς την ενδοχώρα της Τουρκίας, οι Έλληνες του Πόντου προχωρούν σε σχηματισμούς ατάκτων, ως απάντηση στις τακτικές τόσο του τουρκικού στρατού όσο και παραστρατιωτικών ομάδων. Με το απάνθρωπο κοντέρ της μισαλλοδοξίας να μετράει ήδη απώλειες χιλιάδων ανθρώπινων ζωών και τα τάγματα καταναγκαστικής εργασίας να γνωρίζουν τις πρώτες τους δόξες, ο αρχιτέκτονας αυτού του ειδυλλιακού τοπίου, Μουσταφά Κεμάλ, αποβιβάζεται στη Σαμψούντα. Το ημερολόγιο γράφει 19 Μαΐου 1919.
Υπό κανονικές συνθήκες, θα λέγαμε ότι τα μετέπειτα γεγονότα είναι λίγο – πολύ γνωστά. Παρ’ όλα αυτά, η πραγματικότητα έχει την κακή συνήθεια να μας διαψεύδει. Με την κληρονομιά του Ποντιακού Ελληνισμού αμήχανα παραγκωνισμένη σε μερικές (εκτός ύλης) σελίδες κάποιου σχολικού εγχειριδίου, είναι θλιβερά αναμενόμενη η άγνοια του μέσου μαθητή γι’ αυτήν την πτυχή της ημέτερης ιστορίας, και όχι μόνο σε όσα αφορούν τις πένθιμες σελίδες των 353.000 θυμάτων της. Ο Ποντιακός Ελληνισμός δεν ξεκίνησε να υπάρχει όταν βρέθηκε υπό διωγμό. Άκμασε, μορφώθηκε, έμαθε μουσική, γραφή και ανάγνωση, δημιούργησε, ταξίδεψε, γνώρισε, χόρεψε και τραγούδησε. Φέρει τις δικές του θύμησες, το δικό του ηχόχρωμα και τη δική του μυρωδιά. Έστω κι αν αποδείχθηκε πως κάποιες απ’ αυτές δεν ήταν και τόσο καλοδεχούμενες στην πατρίδα που τους υποδέχθηκε. Όσο κι αν οι περιγραφές των μαρτύρων (και με τις δύο έννοιες…) συγκλονίζουν, όσο κι αν σήμερα μας φαίνεται αδιανόητο να έρχεται μια γυναίκα αντιμέτωπη με τη χλεύη του κόσμου επειδή έχει σπουδάσει, επειδή χορεύει με την ψυχή της ή επειδή κοιτά τους άντρες κατάματα, όσο κι αν «στα ξένα είμαι Έλληνας και στην Ελλάδα ξένος», όσο κι αν η αρχοντιά διαχρονικά επιβάλλει τη βοήθεια στον κατατρεγμένο, η προκατάληψη μπορεί να ποτίσει μια κοινωνία στον βαθμό που η αμάθεια βασιλεύει και η διχόνοια καραδοκεί στο διπλανό κάθισμα.
Η περιφρόνηση, ωστόσο, εις βάρος των προσφύγων από τον Πόντο και τη Μικρά Ασία γνωρίζει το ναδίρ της με τη συλλογική ομοψυχία που σφράγισε την εποποιία του ’40 και χάνεται μαζί με τη ναζιστική μπότα. Έκτοτε, η ελληνική πολιτεία, αν και κατά τρόπο παράδοξο επιμένει να μη δίνει την πρέπουσα σημασία από εκπαιδευτικής άποψης, αναγνωρίζει το 1994 τη 19η Μαΐου ως ημέρα μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου. Το παράδειγμά της μιμούνται αλυσιδωτά τα κοινοβούλια χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως η Αυστρία, η Ολλανδία και η Σουηδία, κοινότητες της ομογένειας σε κάθε παράλληλο του πλανήτη, πολιτείες των ΗΠΑ αλλά και πόλεις του Καναδά, με τον κατάλογο των αναγνωρίσεων συνεχώς να μεγαλώνει. Εντούτοις, ο μεγάλος ενδιαφερόμενος, το σύγχρονο τουρκικό κράτος, συνεχίζει τη χυδαία του στάση και αρνείται να κλείσει ένα από τα μελανότερα κεφάλαια της ιστορίας του. Οι λόγοι είναι προφανείς και κατά πάσα πιθανότητα δε θα πρέπει να περιμένουμε τέτοιες κινήσεις αβροφροσύνης από την Τουρκία στο εγγύς μέλλον. Το αίτημα, ωστόσο, παραμένει πιο επίκαιρο από ποτέ, λαμβανομένης υπόψη της ανησυχητικής διολίσθησης του προς ανατολάς γείτονά μας στον ολοκληρωτισμό και της έξαρσης των εθνικιστικών ιδεολογιών. Γιατί αυτό είναι η γενοκτονία: ο επικίνδυνος άλλος. Ο όποιος άλλος. Κι αυτό δε χρειάζεται να είσαι τεμέτερον για να το ξέρεις. Φτάνει να επιδιώκεις κάθε μέρα να είσαι ένα αξιοπρεπές ανθρώπινο ον. Φτάνει να αγαπάς τον ίδιο τον άνθρωπο. Φτάνει να επιδιώκεις την αλήθεια. Την α–λήθεια. Αυτή που δε χάνεται στη λήθη. Έτσι λέμε κι εμείς, οι Πόντιοι, κάθε φορά που θυμόμαστε την πληγή: «καμίαν κ’ ανασπάλω». Ποτέ δε θα ξεχάσω.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Εγκυκλοπαίδεια του ποντιακού Ελληνισμού, Εκδόσεις Μαλλιάρης Παιδεία, τόμος Γ’
- Sjöberg, Erik (2016). The Making of the Greek Genocide: Contested Memories of the Ottoman Greek Catastrophe. Νέα Υόρκη: Berghahn. σελίδες 46–47.
- Thea Halo (2006), This was genocide, but Armenians were not its only victim, The Guardian