Της Βάλιας Πλακουδάκη,
Εισβολείς, βάρβαροι, πειρατές – οι Βίκινγκς συχνά περιγράφονται ως μονοδιάστατοι πολεμιστές των οποίων τα επιτεύγματα περιορίζονται σε λεηλασίες και επιδρομές. Αξίζει να αναρωτηθούμε από πού προήλθαν οι Βίκινγκς κι αν ήταν πράγματι οι βίαιοι ειδωλολάτρες, όπως γενικότερα πιστεύεται. Τα θύματά τους δεν τους αποκαλούσαν Βίκινγκς, αλλά Dani (Δανούς), Pagani (ειδωλολάτρες) ή Normani (άνθρωποι του Βορρά). Η ονομασία Βίκινγκς ήρθε αργότερα, κατά τον 11ο αιώνα, και πιθανότατα από τη νορβηγική λέξη vik, η οποία στην αρχαία νορβηγική γλώσσα σημαίνει «κόλπος» ή «είσοδος».
Το έτος 793 στις ακτές της Νορθάμπρια στην Αγγλία, ένοπλοι επιδρομείς επιτέθηκαν στο ανυπεράσπιστο μοναστήρι του Αγίου Κούθμπερτ. Οι τρομοκρατημένοι μοναχοί παρακολουθούσαν αβοήθητοι, καθώς οι εισβολείς λεηλατούσαν το μοναστήρι τους, και στη συνέχεια τους αιχμαλώτισαν. Το συγκεκριμένο γεγονός αποτελεί την πρώτη καταγεγραμμένη επιδρομή των θαλάσσιων πειρατών από τη Σκανδιναβία, που για περισσότερο από δύο αιώνες θα επικρατήσουν στη Βόρεια Ευρώπη.
Η φήμη των Βίκινγκς ως άγριων και ανελέητων πολεμιστών δεν άργησε να εξαπλωθεί. Ο Αγγλοσάξων κληρικός Άλκουιν κατέγραψε λεπτομερώς μια από αυτές τις επιθέσεις: «Η εκκλησία βάφτηκε κόκκινη από το αίμα των ιερέων και κατέστρεψαν όλα τα στολίδια της […] και έγινε λεία στα χέρια των ειδωλολατρών». Μεταγενέστεροι συγγραφείς και χρονογράφοι αποτυπώνουν στα συγγράμματά τους παρόμοιες αφηγήσεις. Ωστόσο, αν και αναμφισβήτητα πραγματοποιούσαν καταστροφικές επιθέσεις, από επιδρομές μικρής κλίμακας εναντίον εκκλησιών έως μεγάλες εκστρατείες, οι Βίκινγκς είχαν δημιουργήσει ένα σύνθετο και εξελιγμένο σκανδιναβικό πολιτισμό. Εκτός από την πειρατεία, γνώρισαν ακμή στο εμπόριο, φθάνοντας μέχρι τη Ρωσία και την Κασπία Θάλασσα. Eπιπλέον, έγιναν σπουδαίοι εξερευνητές και ταξίδεψαν πέρα από τον Ατλαντικό, μέχρι τις ακτές της Βόρειας Αμερικής, πέντε αιώνες πριν από τον Χριστόφορο Κολόμβο. Κατάφεραν να αφήσουν πίσω τους σπουδαίο πολιτιστικό έργο, συνθέτοντας ποίηση και πεζογραφία.
Οι Βίκινγκς κατάγονταν από τη Δανία, τη Νορβηγία και τη Σουηδία (αιώνες πριν αυτές γίνουν επίσημα βασίλεια). Η πλειοψηφία του πληθυσμού ασχολούταν με τη γεωργία και την αλιεία. Κατά τον 7ο και 8ο αιώνα γνώρισαν μεγάλη πρόοδο στη ναυτιλιακή τεχνολογία. Στα πλοία τους πρόσθεσαν πανιά για να συμπληρώσουν τα κουπιά και στη συνέχεια λάξευσαν τις πλώρες των καραβιών τους, δημιουργώντας μακρόστενα και ταχύτερα σκάφη, τα οποία διευκόλυναν την πλοήγηση σε παράκτιες περιοχές και τις αποβάσεις σε ρηχά νερά.
Δεν είναι απολύτως σαφείς οι λόγοι που οδήγησαν τους Βίκινγκς να ακολουθήσουν την εξερεύνηση της Βόρειας Θάλασσας. Πιστεύεται ότι ίσως έγινε λόγω του υπερπληθυσμού που επικρατούσε στην πατρίδα τους ή λόγω της πολιτικής αστάθειας που προκλήθηκε από δυναστικές διαμάχες. Στο τέλος του 8ου αιώνα, οι Βίκινγκς είχαν ξεκινήσει τις επιδρομές σε περιοχές της Σκωτίας, Ιρλανδίας και Γαλλίας. Στην αρχή, οι επιδρομές τους ήταν υποθέσεις μικρής κλίμακας αλλά από το 850 άρχισαν να επικρατούν στη νότια Αγγλία, την Ιρλανδία και κατά μήκος του ποταμού Σηκουάνα στη Γαλλία, δημιουργώντας βάσεις από τις οποίες κυριάρχησαν στο εσωτερικό αυτών των χωρών. Στη Σκωτία δημιούργησαν βάσεις στο Όρκνις, το Σέτλαντ και τις Εβρίδες. To 865 κατέβηκαν νότια προς την Αγγλία και κατέλαβαν μία μία τις μεγάλες πόλεις, μέχρι που έφτασαν στο Ουέσεξ, όπου κυβερνούσε ο βασιλιάς Άλφρεντ. Ο αγγλικός στρατός κατάφερε να κερδίσει τη μάχη κατά των Βίκινγκς και ο αρχηγός τους αναγκάστηκε να βαπτιστεί χριστιανός. Για 80 χρόνια η Αγγλία είχε χωριστεί στα δύο: στα βόρεια κυβερνούσαν οι σκανδιναβικοί λαοί και στα νότια οι βασιλιάδες του Ουέσεξ. Οι Βίκινγκς επικράτησαν στη βόρεια Βρετανία μέχρι το έτος 954, όταν ο τελευταίος βασιλιάς Έρικ Χάραλντσον εκδιώχθηκε και εκτελέστηκε. Παρ’ όλα αυτά, τα έθιμα των Βίκινγκς (ιδιαίτερα αυτών της Δανίας) εξακολουθούσαν να τηρούνται στην Αγγλία.
Ωστόσο, δεν επεκτάθηκαν μόνο στη Βρετανία. Η ίδια μαχητικότητα που τους οδήγησε να λεηλατήσουν κατοικημένες περιοχές, τους ώθησε να επιχειρήσουν την εξερεύνηση νέας γης. Οι Βίκινγκς πιθανότατα έφτασαν στα νησιά Φερόε τον 8ο αιώνα και τα χρησιμοποίησαν ως βάση για να ταξιδέψουν στα δυτικά του Ατλαντικού. Τον 9ο αιώνα έριξαν άγκυρα στις ακτές της Ισλανδίας και το 872 εγκαθίδρυσαν επίσημα τις πρώτες τους αποικίες. Στην Ισλανδία οι Βίκινγκς δημιούργησαν μια μοναδική κοινότητα, έντονα ανεξάρτητη από την κεντρική ηγεσία της Νορβηγίας. Καθιέρωσαν δημοκρατικό πολίτευμα, στο οποίο το ανώτατο διοικητικό όργανο ήταν μια συνέλευση αποτελούμενη από τους τοπικούς ηγέτες, γεγονός που καθιστά την Ισλανδία χώρα με ένα από τα αρχαιότερα κοινοβούλια.
Γενικότερα, θεωρείται ότι η χρυσή εποχή των Βίκινγκς, που ξεκίνησε από τις επιδρομές στη Βρετανία, άρχισε να παρακμάζει με την αποτυχημένη εισβολή του Νορβηγού βασιλιά Χάραλντ Χαρντράντα στην Αγγλία το 1066. Ωστόσο, η επιρροή των Βίκινγκς από τη Μέση Ανατολή μέχρι τη Βόρεια Αμερική δε μπορούσε να αναιρεθεί από μια ήττα. Την ίδια στιγμή που ο στρατός του Χαρντράντα έχανε τη μάχη, ξεκίνησε η νορμανδική εκστρατεία κατά της Αγγλίας. Ο αρχηγός της εκστρατείας ήταν ο Σκανδιναβός Γουίλιαμ ο Κατακτητής, ο οποίος στέφθηκε βασιλιάς της Αγγλίας τα Χριστούγεννα του 1066.
Η Σκανδιναβία υπέστη μεγάλες πολιτιστικές αλλαγές τους τρεις αιώνες που οι Βίκινγκς κυριάρχησαν. Μέχρι τα τέλη του 11ου αιώνα, οι Βίκινγκς είχαν σχηματίσει τα βασίλεια της Δανίας, της Σουηδίας και της Νορβηγίας και είχαν αρχίσει να εκχριστιανίζονται. Οι πόλεις που αναδύθηκαν λειτουργούσαν ως κοσμικά και εκκλησιαστικά κέντρα και ένα σύνθετο δίκτυο οικονομίας εμφανίστηκε με βάση τα αγγλικά και γερμανικά μοντέλα. Τελικά, ήταν η αφομοίωση των νεοσυσταθέντων σκανδιναβικών βασιλείων στον Χριστιανισμό που άλλαξε οριστικά τον πειρατικό τους χαρακτήρα και εν τέλει οδήγησε στη βελτίωση των σχέσεών τους με τις γειτονικές χώρες.
Βιβλιογραφία
- Keynes, S. (2007). An abbot, an archbishop, and the Viking raids of 1006–7 and 1009–12. Anglo-Saxon England, 36, 151-220.
- Downham, C. (2017). The Earliest Viking Activity in England? The English Historical Review, 132(554), 1-12.
- Williams, T. (2015). Landscape and warfare in Anglo-Saxon England and the Viking campaign of 1006. Early Medieval Europe, 23(3), 329-359.