11.9 C
Athens
Τετάρτη, 18 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος 

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο του άρθρου 100 του Συντάγματος 


Της Συμέλας Θεοδοσιάδου,

Όπως είναι γνωστό, στην Ελλάδα ο έλεγχος της συνταγματικότητας ενός νόμου, ήτοι ο έλεγχος της συμβατότητας με το Σύνταγμα, φέρει το στοιχείο του διάχυτου. Αυτό σημαίνει, ότι, όπως εξαγγέλλεται στο άρθρο 93§4 του Συντάγματος (εφεξής «Σ»), : «Tα δικαστήρια υποχρεούνται να μην εφαρμόζουν νόμο που το περιεχόμενό του είναι αντίθετο προς το Σύνταγμα». Με άλλα λόγια, ο έλεγχος της συνταγματικής συμβατότητας συνιστά μία αρμοδιότητα γενική, που ανήκει ισοσθενώς σε οποιοδήποτε δικαστήριο της χώρας, κάθε βαθμίδος και δικαιοδοσίας. Προς επίρρωση κι ενίσχυση αυτής της συνταγματικής θέσης, τάσσεται και το 87§2 Σ όπου ρητώς ορίζει πως: «Oι δικαστές κατά την άσκηση των καθηκόντων τους, υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα και στους νόμους και σε καμία περίπτωση δεν υποχρεούνται να συμμορφώνονται με διατάξεις που έχουν τεθεί κατά κατάλυση του Συντάγματος.»

Εξ αντιδιαστολής, ο έλεγχος της συνταγματικότητας δεν είναι συγκεντρωτικός, καθώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει Συνταγματικό Δικαστήριο με αποκλειστική αρμοδιότητα την επίβλεψη και κατάφαση της συμβατότητας των παράγωγων νόμων με το Σύνταγμα. Συχνά ωστόσο, όπως διαφαίνεται από τις εισηγήσεις των αναθεωρητικών βουλευτικών σωμάτων, καθώς επίσης και από την ίδια την πρόβλεψη του Συντάγματος, το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο αναδεικνύεται ως ένα εν δυνάμει πιθανό Συνταγματικό Δικαστήριο. Σίγουρα μέχρι στιγμής, δεν καταφαίνεται ως ένα Συνταγματικό Δικαστήριο, αλλά αποτελεί έναν δικαιοδοτικά περιορισμένο θεσμό συγκέντρωσης του συνταγματικού ελέγχου.

Το Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο (εφεξής «Α.Ε.Δ.») κατοχυρώνεται στο άρθρο 100 Σ, στο ε’ τμήμα του τυπικού κειμένου που αναφέρεται στην οργάνωση και δικαιοδοσία των δικαστηρίων – ενώ εισήχθη με τη θέσπιση του Συντάγματος του 1975. Η συγκρότησή του αποτελείται βάσει του 100§2 Σ από:

  • Τον Πρόεδρο του Αρείου Πάγου,
  • Τον Πρόεδρο του Συμβουλίου της Επικρατείας,
  • Τον Πρόεδρο του Ελεγκτικού Συμβουλίου,
  • 4 Συμβούλους της Επικρατείας και 4 Αρεοπαγίτες
  • 2 τακτικούς καθηγητές νομικών μαθημάτων των νομικών σχολών των πανεπιστημίων της χώρας, όταν η υπόθεση για την οποία θα επιληφθεί το Α.Ε.Δ., αφορά 2 συγκεκριμένες εκ των αρμοδιοτήτων του που θα παρατεθούν στη συνέχεια, ήτοι των δ’ & ε’ περιπτώσεων.

Προεδρεύων του Α.Ε.Δ., είναι κατά τεκμήριο ο αρχαιότερος εκ των δύο πρώτων καταγραφέντων Προέδρων άνωθεν, ήτοι του Αρείου Πάγου ή του Συμβουλίου της Επικρατείας. Οι Πρόεδροι των Δικαστηρίων μετέχουν στη σύνθεση, λόγω της θέσης τους, ενώ τα υπόλοιπα μέλη της σύνθεσης του Α.Ε.Δ. – δικαστικά πρόσωπα και μη – , καθώς και οι αναπληρωτές τους, ορίζονται με κλήρωση ανά 2 έτη. Επομένως, από τη δομή της σύνθεσης του, γίνεται σαφές πως το Α.Ε.Δ. είναι ένα ειδικό δικαστήριο αυξημένων εχεγγύων ορθοκρισίας και χρονικά περιορισμένο, καθώς δεν έχει διακριτή σύνθεση, αλλά συγκροτείται από τους προαναφερόμενους λειτουργούς της δικαστικής εξουσίας για το χρονικό διάστημα που απαιτεί η υπόθεση που θα φτάσει σε αυτό προς επίλυση.

Όπως ορίζεται στο άρθρο 100§1 Σ, στην αρμοδιότητα του Α.Ε.Δ. υπάγονται:

α) H εκδίκαση ενστάσεων κατά το άρθρο 58. Οι ενστάσεις αυτές αφορούν μόνο τις βουλευτικές εκλογές, ενώ για το κύρος των εκλογών της τοπικής αυτοδιοίκησης αρμόδια είναι τα τακτικά διοικητικά δικαστήρια

β) O έλεγχος του κύρους και των αποτελεσμάτων δημοψηφίσματος που ενεργείται κατά το άρθρο 44 παράγραφος 2.

γ) H κρίση για τα ασυμβίβαστα ή την έκπτωση βουλευτή, κατά τα άρθρα 55 παράγραφος 2 και 57. Εν προκειμένω δηλαδή, αποφαίνεται για το εάν για τον υποψήφιο αποκλείεται η απόκτηση ή η διατήρηση της βουλευτικής ιδιότητας.

δ) H άρση των συγκρούσεων μεταξύ των δικαστηρίων και των διοικητικών αρχών ή μεταξύ του Συμβουλίου της Eπικρατείας και των τακτικών διοικητικών δικαστηρίων αφενός και των αστικών και ποινικών δικαστηρίων αφετέρου ή, τέλος, μεταξύ του Eλεγκτικού Συνεδρίου και των λοιπών δικαστηρίων. Τέτοιου είδους σύγκρουση, μπορεί να είναι ως παράδειγμα όταν δύο δικαστήρια διαφορετικών δικαιοδοσιών, συνήθως πολιτικό και διοικητικό δικαστήριο επί οριακών περιπτώσεων που αφορούν τη δικαιοδοσία, κηρύσσουν εαυτά επί της ίδιας διαφοράς, είτε ότι είναι αρμόδια είτε αναρμόδια αμφότερα. Εν προκειμένω, το Α.Ε.Δ. θα επιλύσει το ζήτημα της αρμοδιότητας με την ορθή υπαγωγή της υποθέσεως στο αρμόδιο δικαστήριο σύμφωνα με τη φύση της.

ε) H άρση της αμφισβήτησης για την ουσιαστική αντισυνταγματικότητα ή την έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, αν εκδόθηκαν γι’ αυτές αντίθετες αποφάσεις του Συμβουλίου της Eπικρατείας, του Aρείου Πάγου ή του Eλεγκτικού Συνεδρίου. Για την κατάφαση αυτής της περίπτωσης, η οποία είναι αυτή που τείνει να καταστήσει το Α.Ε.Δ. ως έναν προθάλαμο για το Συνταγματικό Δικαστήριο της χώρας χρειάζεται η συνδρομή ορισμένων προϋποθέσεων. Πιο συγκεκριμένα και συνοπτικά αυτές είναι:

  1. Η ύπαρξη αμετάκλητων αποφάσεων ανωτάτων δικαστηρίων.
  2. Η προϋπόθεση της έκδοσης αντίθετων αποφάσεων επί διάγνωσης της αντισυνταγματικότητας ή μη διάταξης τυπικού νόμου ως προς την ίδια συνταγματική διάταξη.
  3. Αίτηση για άρση αμφισβήτησης ενώπιον του Α.Ε.Δ. με επικολλημένο το τέλος χαρτοσήμου και καταβληθείσα την απαιτούμενη ειδική εισφορά.
  4. Το έννομο συμφέρον.
  5. Έλεγχος της ουσιαστικής αντισυνταγματικότητας, η οποία βάσει της γραμματικής ερμηνείας αποκλείει τον έλεγχο των τυπικών στοιχείων ή
  6. Έννοια διατάξεων τυπικού νόμου, ήτοι νόμου που ψηφίζεται από όργανο της νομοθετικής λειτουργίας. Έτσι, εκφεύγουν της υλικής αρμοδιότητας οι ουσιαστικοί νόμοι, όχι όμως κι αυτοί που φέρουν το νομικό τύπο ενός τυπικού νόμου αλλά είναι και συγχρόνως ουσιαστικοί.

στ) H άρση της αμφισβήτησης για το χαρακτηρισμό κανόνων του διεθνούς δικαίου ως γενικά παραδεδεγμένων κατά την παράγραφο 1 του άρθρου 28.

Οι αποφάσεις που εκδίδει το Α.Ε.Δ. έχουν ισχύ έναντι πάντων και είναι αμετάκλητες σύμφωνα με το άρθρο 100§4 Σ, ενώ στην περίπτωση που το Α.Ε.Δ. διαγνώσει την επίδικη διάταξη νόμου ως αντισυνταγματική, αυτή καθίσταται ανίσχυρη πλέον, είτε exnunc από τη δημοσίευση της οικείας απόφασης, είτε από το χρόνο που θα οριστεί με την απόφαση. Ο δεύτερος χρόνος ισχύος που ορίζεται, φαίνεται να μην αποκλείει και μία extunc ισχύ της αντισυνταγματικότητας της διάταξης ακόμα, δηλαδή, κι αναδρομική, δημιουργώντας έτσι σοβαρές έννομες συνέπειες. Επιπροσθέτως, στο άρθρο 7 του Νόμου υπ’αριθμόν 693/1977 «Περί Εκδικάσεως Αγωγών Κακοδικίας», ορίζεται κατά πολύ σαφή τρόπο, ότι δεν χωρεί αγωγή κακοδικίας εναντίον των μελών του Α.Ε.Δ..

Το Α.Ε.Δ. συλλήβδην, συνιστά ένα ειδικό δικαστήριο, συγκροτούμενο στον κύριο πυρήνα του από τους προέδρους των Ανωτάτων Ακυρωτικών Δικαστηρίων της χώρας και του Ελεγκτικού Συμβουλίου. Πρόκειται για έναν ενδεκαμελής δικαστικό σχηματισμό, ο οποίος σε δύο περιπτώσεις γίνεται δεκατριμελής με την συμμετοχή 2 καθηγητών νομικών μαθημάτων όπως προαναφέρθηκε. Η ισχύς των αποφάσεων του δικαστικού αυτού οργάνου, αποτελεί μία δίοδο προς την ενοποίηση της νομολογίας – άρθρο 100§5 Σ – με σκοπό την αποτροπή έκδοσης μελλοντικών αντιφατικών αποφάσεων. Τέλος, εάν και στο κοινό νου ήδη έχει καθιερωθεί ως ένα Συνταγματικό Δικαστήριο, αυτό δεν ισχύει τουλάχιστον με βάση τις παρούσες συνθήκες λειτουργίας του και σίγουρα όχι υπό το γράμμα της συνταγματικής διάταξης υπό την παρούσα διατύπωση που το καθιερώνει.


Πηγές
  • Σύνταγμα: https://www.hellenicparliament.gr/Vouli-ton-Ellinon/To-Politevma/Syntagma/
  • Τριανταφυλλιά Παπαδοπούλου, (2015), “Συνταγματικό Δίκαιο-Πανεπιστημιακές παραδόσεις”.
  • Ευάγγελος Βενιζέλος, “Η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου στο πλαίσιο του ελληνικού συστήματος ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων”.

Συμέλα Θεοδοσιάδου

Γεννηθείσα το 1996, είναι επί πτυχίω φοιτήτρια στο Τμήμα Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Από ξένες γλώσσες, κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής. Έχει παρακολουθήσει ημερίδες και συζητήσεις με νομικό περιεχόμενο. Μέσα από την αρθρογραφία, ευελπιστεί ότι θα κατανοήσει, διευρύνει κι ερευνήσει περαιτέρω το αντικείμενο σπουδών της. Στον ελεύθερό της χρόνο, ανάμεσα στις ασχολίες της, ξεχωρίζει τη δραστηριοποίησή της ως ενεργού μέλους φοιτητικού πολιτιστικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει στο εγχείρημα του OffLine Post αρθρογραφώντας κυρίως με νομικό άξονα.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Συμέλα Θεοδοσιάδου
Συμέλα Θεοδοσιάδου
Είναι απόφοιτη της Νομικής του ΑΠΘ και αυτό το διάστημα είναι ασκούμενη δικηγόρος. Από ξένες γλώσσες, κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής. Έχει παρακολουθήσει ημερίδες και συζητήσεις με νομικό περιεχόμενο. Μέσα από την αρθρογραφία, ευελπιστεί ότι θα κατανοήσει, διευρύνει κι ερευνήσει περαιτέρω το αντικείμενο σπουδών της. Στον ελεύθερό της χρόνο, ανάμεσα στις ασχολίες της, ξεχωρίζει τη δραστηριοποίησή της ως ενεργού μέλους φοιτητικού πολιτιστικού συλλόγου της Θεσσαλονίκης. Συμμετέχει στο εγχείρημα του OffLine Post αρθρογραφώντας κυρίως με νομικό άξονα.