Της Ειρήνης-Βασιλείας Κουτή,
Τα τελευταία εικοσιτετράωρα η πρόταση της Εισαγγελέως Αριστοτέλειας Δόγκα κατά την εκδίκαση της υπόθεσης για τον βιασμό της 21χρονης Ελένης Τοπαλούδη έγινε αντικείμενο εντονότατων σχολίων (θετικών και αρνητικών) και κριτικής, τόσο από τα ΜΜΕ και μέρος του ελληνικού λαού, όσο και από τον δικηγορικό και πολιτικό κόσμο.
Προχωρώντας σε μια αγόρευση όπου ο συναισθηματικός λόγος έφερε σε δεύτερη μοίρα τους νομικούς ισχυρισμούς, η κ. Δόγκα κατάφερε αφενός να συγκινήσει το λαϊκό αίσθημα και αφετέρου να ξεσηκώσει ένα μεγάλο τμήμα του νομικού επιστημονικού κόσμου που έσπευσε να καταδικάσει τον συγκεκριμένο τρόπο προσέγγισης της Ποινικής διαδικασίας.
Νομική πλευρά του ζητήματος
Για να μπορέσει να κρίνει κανείς το συγκεκριμένο ζήτημα οφείλει να διαχωρίσει τη θέση από την οποία εκφέρεται. Το λεγόμενο λαϊκό αίσθημα είναι κατανοητό και θεμιτό να ταυτίζει την «ορθή» δικαιοσύνη με την ηθική και τον απλοϊκό διαχωρισμό καλών και κακών, αθώων και ενόχων. Ο ρόλος, όμως, του δικηγόρου ή των δικαστικών λειτουργών είναι διαφορετικός και καθορίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα και τους αντίστοιχους νόμους, τους οποίους υπηρετούν ο καθένας από την πλευρά του.
Εν προκειμένω, η κ. Δόγκα στη δίκη Τοπαλούδη υπηρετεί από τη θέση της Εισαγγελέως. Σε μια ποινική δίκη ο εισαγγελέας είναι όργανο της εκτελεστικής εξουσίας. Και η εξουσία αυτή, αν και δεν ταυτίζεται με τη δικαστική, είναι ισότιμή της, στο πλαίσιο της διάκρισης των τριών λειτουργιών της κρατικής εξουσίας (Κ. Μπέης). Ο Εισαγγελέας είναι η κατηγορούσα αρχή (απαγγέλλει και στηρίζει την κατηγορία ως κρατικός λειτουργός) και όσον αφορά τον ρόλο του η νομική επιστήμη συγκλίνει πως ο εισαγγελέας οφείλει να επικουρεί τον δικαστή στην αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας και στην απονομή της ποινικής δικαιοσύνης με τη μεγαλύτερη αμεροληψία και αντικειμενικότητα, συμβάλλοντας με τον τρόπο αυτόν στην υψηλή ποιότητα του δικαιοδοτικού έργου. Επομένως, ο εισαγγελέας δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται ως το πρόσωπο εκείνο που υποστηρίζει πάση θυσία την κατηγορία και έχει ως κύριο σκοπό την αποδυνάμωση και εξουδετέρωση της υπεράσπισης του κατηγορουμένου (βλ. Ανδρουλάκης Θεμελιώδεις έννοιες, Καρράς Ποινικό Δικ. Δίκαιο).
Τα παραπάνω καθιστούν σαφές πως ο εισαγγελέας υποχρεούται από τον Νόμο να μη μετατρέπεται σε συνήγορο υπεράσπισης του θύματος (υποκαθιστώντας τον δικηγόρο), αλλά με αντικειμενικότητα και αμεροληψία να υπηρετεί την Αρχή της Δίκαιης Δίκης, συμβάλλοντας στην αναζήτηση της αλήθειας.
Η διαδικασία της ποινικής δίκης βασίζεται στην αντικειμενική εξέταση του συνόλου των στοιχείων, με στόχο την ανεύρεση της αλήθειας. Κανένας δεν είναι ένοχος μέχρι αποδείξεως αυτού. Η αθωότητα του κατηγορουμένου δεν αμφισβητείται μέχρις ότου (και αν) προκύψει το αντίθετο μέσω της αποδεικτικής διαδικασίας (πρόκειται για το λεγόμενο τεκμήριο αθωότητας). Ως τότε παραμένει κατηγορούμενος και όχι ένοχος. Αυτή ακριβώς η φιλοσοφία του δικαίου τονίζει την αξία κάθε ανθρώπινης ζωής, η οποία δε μετριέται συγκριτικά, ούτε ποσοτικά, ούτε με βάση ηθικές αξίες.
Η κ. Δόγκα στην αγόρευσή της ανάμεσα σε άλλα ανέφερε πως: «Είναι αδύνατον να μην ταυτιστείς, όσο κι αν δεν επιτρέπεται, με το τι πέρασε το θύμα. Είναι ανθρωπίνως αδύνατον», «Οι κατηγορούμενοι εξαρχής με δικονομικά τερτίπια ήθελαν να συσκοτιστεί η υπόθεση… Παίζεται και από τους δικηγόρους αυτό το παιχνίδι». Με αυτά τα λόγια δέχεται μάλλον την αδυναμία της να κρίνει αμερόληπτα εξ αρχής, την αδυναμία της δηλαδή να υπηρετήσει το λειτούργημά της όπως επιβάλλεται. Παράλληλα, κατηγορεί τους δικηγόρους υπεράσπισης για προσπάθεια συγκάλυψης της αλήθειας, ταυτίζοντάς τους με τους πελάτες τους. Επιμένει να αγνοεί έτσι επιδεικτικά τη βασικότατη αρχή ανθρωπισμού, βάσει της οποίας και ο μεγαλύτερος εγκληματίας έχει δικαίωμα υπεράσπισης. Συνεχίζει κάνοντας μια παραληρηματική αναφορά στην εξωτερική εμφάνιση του πατέρα του Ροδίτη κατηγορούμενου σχετικά με την προσοχή που δείχνει στο σώμα του. Γυμνασμένος, άρα υπερόπτης, άρα ανεπαρκής και ως γονιός. Βγήκε έτσι ένα συγκεχυμένο συμπέρασμα, άνευ αξίας και αδύνατον να το κρίνεις λογικά. Δυστυχώς, το ανωτέρω τράβηξε την προσοχή από σημαντικά ευρήματα της δικαστικής αρχής, που ίσως οδηγήσουν στο να δημιουργηθεί δικογραφία εναντίον του συγκεκριμένου πατέρα.
Κοινωνικές προεκτάσεις
Από τη στιγμή που οι δικαστικοί λειτουργοί ανεβαίνουν στα έδρανα, οφείλουν να αφήνουν πίσω τους οποιαδήποτε προσωπική απέχθεια ή κριτική που προκαλεί το ειδεχθές του εγκλήματος. Ειδικότερα σε εγκλήματα που έχουν κοινωνικό αντίκτυπο ή προκαλούν την αντίδραση της κοινής γνώμης λόγω της κοινωνικής απαξίας τους, οι λειτουργοί οφείλουν να μετρούν κάθε λέξη τους και να τη στηρίζουν σε νομικά επιχειρήματα και αδιάσειστα στοιχεία. Η παγίδα της συναισθηματικής προσέγγισης αυξάνει το μίσος απέναντι στον θύτη, επιβάλλοντας στην κοινωνία να πάρει θέση και να απαιτεί εκδίκηση, ακόμα και αν δεν έχει αποδειχθεί η ενοχή του κατηγορουμένου.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο διαστρεβλώνεται το πνεύμα του νόμου και ο «υποψήφιος» θύτης γίνεται το εξιλαστήριο θύμα, για να καλύψει την συναισθηματική ανάγκη του πλήθους. Η δίκη μετατρέπεται σε δράμα, με θεατές που περιμένουν την κάθαρση, και οι δικαστές σε περίπτωση που βγάλουν αντιδημοφιλή απόφαση, βρίσκονται υπόλογοι στη δημόσια κατακραυγή. Αυτός είναι και ένας εκ των λόγων που δίκες, όπως αυτές του βιασμού, προστατεύονται από τη δημόσια σφαίρα, ώστε να προστατευτούν και τα εμπλεκόμενα μέλη (είτε από την κατακραυγή είτε από τη θυματοποίηση).
Το βασικότερο πρόβλημα που δημιουργείται σε αντίστοιχες περιπτώσεις είναι η πόλωση μεταξύ λαού και δικαστικής εξουσίας. Σε περίπτωση που το δικαστήριο καταλήξει σε διαφορετική απόφαση από αυτήν που ικανοποιεί το «περί δικαίου» αίσθημα, η κοινή γνώμη νιώθει αδικημένη, δε δύναται πια να κρίνει λογικά και θεωρεί τη δικαιοσύνη διεφθαρμένη, ανήθικη ή ανίκανη. Σίγουρα πάντως τη βάζει απέναντι, λαμβάνοντας ως de facto ότι υπηρετεί άλλους σκοπούς.
Γι’ αυτό οι δικαστικοί λειτουργοί οφείλουν να πράττουν και να μιλούν απόλυτα αιτιολογημένα, ακουμπώντας στον Νόμο. Μόνο έτσι κατορθώνεται η προστασία του θεσμού και η εμπιστοσύνη του λαού, όσο κι αν αυτό δεν ικανοποιεί το θυμικό του. Άλλωστε, ο δικαστής είναι εκεί ως υπηρέτης του Νόμου και όχι ως λαοπλάνος ρήτορας.
Σε ένα δεύτερο στάδιο, υπάρχει ο κίνδυνος του λεγόμενου «δεδικασμένου», που σε μια ελεύθερη προσέγγιση θα τολμήσω να το χρησιμοποιήσω με την έννοια του ότι «τα γραπτά μένουν». Οι αγορεύσεις δικαστών και δικηγόρων, όπως και η εισαγγελική πρόταση εν προκειμένω, καταγράφονται στα πρακτικά και αποτελούν μέρος της εκάστοτε απόφασης. Σε απλά ελληνικά, δημιουργούν τον τρόπο προσέγγισης μιας ανάλογης κατάστασης σε μετέπειτα περιπτώσεις ή διαφορετικά θα λέγαμε έναν τρόπο ερμηνείας του δικαίου. Γι’ αυτό και οφείλουν να ‘ναι σύννομα αιτιολογημένες. Μια συναισθηματικά φορτισμένη εισαγγελική πρόταση που εμπεριέχει προσωπικές κρίσεις, παραδοχή ταύτισης του «αμερόληπτου» δικαστή με τη μία ή την άλλη πλευρά ή ακόμη και έναν σεξιστικό λόγο, ανοίγει τον δρόμο για πολύ επικίνδυνες καταστάσεις.
Συγκεκριμένα, μετατρέπει το δικαστικό έδρανο σε βήμα και τη δίκαιη δίκη σε κουβεντούλα απόψεων. Φέρνει, δηλαδή, στο προσκήνιο τον άνθρωπο πίσω από τον εισαγγελέα ή δικαστή και του επιτρέπει να εκφράζει προσωπικές απόψεις και όχι αποδεικτικά στοιχεία, έχοντας όμως την εξουσία που του δίνει το δικαστήριο να προτείνει ή να αποφασίζει αντίστοιχα για τη ζωή του κατηγορουμένου. Αυτό θέτει σε κίνδυνο τον πυρήνα του θεσμού της δίκης, αφού ο κατηγορούμενος μπορεί να πέσει έρμαιο μισαλλόδοξων, σεξιστικών, ακραίων πολιτικών ή ακόμα και αναιτιολόγητα ευνοϊκών αντιλήψεων, που δεν έχουν να κάνουν με τα αποδεικτικά στοιχεία.
Η τελευταία πτυχή του θέματος που θα ήθελα να τονίσω είναι ένας διάλογος που αναπτύχθηκε πάνω στο σεξιστικό -όπως από πολλούς χαρακτηρίστηκε- σχόλιο. Η κ. Δόγκα στην αγόρευσή της έκανε μια «ατυχής» αναφορά στη σωματική διάπλαση του πατέρα του Ροδίτη κατηγορουμένου, όπως προαναφέρθηκε, επιδιώκοντας να υπονοήσει πώς είναι ως άνθρωπος με βάση το ότι φαίνεται να γυμνάζεται. Πέραν το ότι ο ισχυρισμός στερείται νομικής βάσης, στερείται και κάθε λογικής. Σε μια δίκη που ως βάση της έχει την έμφυλη βία, η ίδια η εισαγγελέας -πιθανότατα παρασυρόμενη από το γενικότερο κλίμα της αγόρευσης- επικεντρώθηκε στα εξωτερικά χαρακτηριστικά ενός άντρα, για να δείξει την προφανή του ανεπάρκεια ως γονέα. Υιοθέτησε έτσι την ίδια παράλογη ρητορική που εδώ και χρόνια σύσσωμος ο γυναικείος πληθυσμός παλεύει να εξαλείψει. Πάνω σ’ αυτόν τον παραλογισμό, εν ευρεία έννοια, βασίζεται το επιχείρημα του «Τι φόραγες όταν σε βίαζαν». Γι’ αυτό και κάθε φορά που αγγίζουμε θέματα σεξισμού, έχουμε υποχρέωση να μην αναπαράγουμε επικίνδυνα στερεότυπα και να μην αντιστρέφουμε την έμφυλη βία. Πόσο μάλλον όταν μιλάς όχι ως άνθρωπος αλλά ως δικαστής, ανάλογες υποθέσεις σού δίνουν το βήμα να αναπτύξεις μια επιχειρηματολογία που θα θέσει τις βάσεις για μια ουσιαστική αλλαγή νοοτροπίας μέσα στην κοινωνία και τις οποίες οφείλεις να τις αδράξεις.
Το γεγονός ότι η υπόθεση Τοπαλούδη εμπεριέχει βιασμό, βασανισμό και τελικώς ανθρωποκτονία απαιτεί ο δικαστικός λειτουργός να εκφέρεται με τη δυνατόν μεγαλύτερη νηφαλιότητα και αιτιολογία σε κάθε λέξη. Μόνο μ’ αυτόν τον τρόπο είναι ικανός να υπερασπιστεί την αλήθεια, αλλά και να τιμήσει τη μνήμη του θύματος. Ο συναισθηματικός λόγος της κας. Δόγκα, τελικώς, κατόρθωσε να αποσυντονίσει την κοινή γνώμη από την ουσία της δίκης, μετατρέποντάς τη σε συνδικαλιστικό, πολιτικό και προσωπικό ζήτημα, όπου όλοι έχουν άποψη. Παράλληλα, έδωσε βήμα στον λαό να αμφισβητήσει την αξιοπιστία σύσσωμου του δικαστικού και δικηγορικού σώματος, θέτοντας εαυτόν στην πλευρά των «καλών» της υπόθεσης που απέναντί τους είχαν τους «κακούς δικηγόρους».
Εν τέλει, η «καλή» εισαγγελέας επισκίασε την πολύκροτη αυτή δίκη, κατορθώνοντας να πάρει το όνομά της τεράστια δημοσιότητα, αποκλίνοντας παντελώς από το έργο της ως δικαστικού λειτουργού και υποκινώντας ένα λαϊκό δικαστήριο.
Ενδεικτικές Πηγές
- http://kostasbeys.gr/articles.php?s=3&mid=1096&mnu=1&id=22771
- Νικόλαος Κ. Ανδρουλάκης: Θεμελιώδεις Έννοιας της Ποινικής Δίκης, Εκδόσεις Π.Ν. Σάκκουλας
- Α. Καρράς: Ποινικό Δικονομικό Δίκαιο, Εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη
- http://ikee.lib.auth.gr/record/274769/files/GRI-2015-15286.pdf
Μεγαλωμένη στην Καρδίτσα. Πτυχιούχος της Νομικής Σχολής ΔΠΘ και ασκούμενη δικηγόρος στην Αθήνα. Πρόσφατα ξεκίνησε να παρέχει εθελοντικά βοήθεια στο Ελληνικό Forum Προσφύγων ως Νομική Σύμβουλος. Έχει υπάρξει Ραδιοφωνική Παραγωγός κατά το έτος 2016-17, ενώ έχει βραβευτεί και σε δύο ποιητικούς διαγωνισμούς. Άρθρα της έχουν δημοσιευθεί σε διάφορα sites στο παρελθόν και από το Μάρτιο του 2020 αρθρογραφεί για το OffLine Post.