Της Σοφίας Χρηστακίδου,
Τον τελευταίο καιρό, ο κορωνοϊός έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας. Μένουμε στο σπίτι αποφεύγοντας τις άσκοπες μετακινήσεις, επικοινωνούμε με τους αγαπημένους μας μέσω τηλεφώνου και διαδικτύου και εργαζόμαστε από το σπίτι (όταν αυτό είναι δυνατό). Λίγο πολύ έχουμε ακούσει για τις επιπτώσεις του νέου αυτού ιού στην υγεία μας. Ξέρουμε ότι είναι άκρως επικίνδυνος για τις μεγάλες ηλικίες, μεταδίδεται εύκολα κλπ.
Ποιες είναι όμως οι οικονομικές του επιπτώσεις; Στο σημείο αυτό θα ήθελα να σημειώσω ότι σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να συγκρίνουμε το ανθρώπινο κόστος με το οικονομικό. Η υγεία είναι σαφέστατα το πολυτιμότερο αγαθό του ανθρώπου και τον πρώτο λόγο αυτή τη στιγμή τον έχουν οι γιατροί και οι νοσηλευτές. Ωστόσο, η οικονομία αποτελεί έναν εξίσου σημαντικό παράγοντα, οπότε στο παρόν άρθρο θα εξετάσουμε κάποια πιθανά σενάρια από την οικονομική σκοπιά.
Γενικότερα, στο σημείο που βρισκόμαστε δεν μπορεί κανείς να προβλέψει με βεβαιότητα τις επιπτώσεις που θα έχει ο νέος ιός στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Αυτό που μπορούμε να κάνουμε όμως, είναι έναν απολογισμό της ζημιάς που έχει γίνει μέχρι στιγμής και κάποιες γενικές προβλέψεις για το μέλλον.
Τι έχουν να μας πουν οι πανδημίες γενικότερα;
Η ανθρωπότητα έχει βρεθεί ξανά στο παρελθόν σε καθεστώς πανδημίας (βλέπε Ισπανική Γρίπη). Μελετώντας λοιπόν προηγούμενες πανδημίες οι ακαδημαϊκοί έχουν σχηματίσει τις εξής δύο απόψεις (ολόκληρη η μελέτη μπορεί να βρεθεί εδώ):
Η πρώτη λέει ότι αν το ποσοστό των ανθρώπων που έχουν μολυνθεί, ξεπεράσει το 1% θα υπάρξουν σημαντικές προκλήσεις στο σύστημα υγείας και αν το ποσοστό αυτό ξεπεράσει αντίστοιχα το 10% θα αρχίσουμε να έχουμε σοβαρές ελλείψεις προσωπικού σε σημαντικές κρατικές δομές και άκρατη οικονομική επιβάρυνση των δομών αυτών. Επομένως, πρέπει να οδηγηθούμε σε lockdown για να κρατήσουμε το ποσοστό των ανθρώπων που έχουν μολυνθεί όσο το δυνατόν χαμηλότερα για να περιορίσουμε κατ’ επέκταση και την επιβάρυνση του κράτους με τα έξοδα που σχετίζονται με την φροντίδα των ανθρώπων που έχουν νοσήσει.
Η δεύτερη άποψη λέει ότι το lockdown επιφέρει αντίστοιχα πολύ μεγάλη οικονομική επιβάρυνση σε ολόκληρη την οικονομία γενικά και αυτό γιατί στην ουσία οι άνθρωποι σταματούν όλες τους τις δραστηριότητες εκτός από τις βασικές για την επιβίωση και την υγεία τους. Όταν οι άνθρωποι σταματούν να βγαίνουν, να ταξιδεύουν και γενικότερα να καταναλώνουν, στην ουσία σταματούν να ξοδεύουν χρήματα, επομένως οι επιπτώσεις της πανδημίας εξαπλώνονται σε όλη την οικονομία.
Στην ουσία, δηλαδή, οι κυβερνώντες της κάθε χώρας θα πρέπει να βρουν ένα «μείγμα» μέτρων το οποίο θα έχει ελαχιστοποιήσει τόσο την επιβάρυνση του εθνικού συστήματος υγείας όσο και το γενικότερο κόστος σε όλη την οικονομία.
Ακόμη, είναι πιθανό να υπάρξει μεγάλη επιβάρυνση του συστήματος υγείας ακόμη και με μέτρα lockdown. Οπότε οι αρχές προσπαθούν να μεταθέσουν την ημερομηνία κορύφωσης του ιού αργότερα μέσα στο χρόνο για να προλάβουν να επενδύσουν σε δομές και να βρουν τους κατάλληλους πόρους, προκειμένου να περιθάλψουν τους ανθρώπους που έχουν νοσήσει από τον COVID-19.
Επίσης, διάφορες μελέτες σχετικά με την πανδημία του SARS που έλαβε χώρα το 2003 έδειξαν ότι υπήρξαν σημαντικές επιπτώσεις του ιού στην οικονομία μέσα από την μείωση της κατανάλωσης σε μία ποικιλία αγαθών και υπηρεσιών, την αύξηση του λειτουργικού κόστους των επιχειρήσεων και την επανεκτίμηση του ρίσκου των χωρών που επλήγησαν από τον SARS. Η επανεκτίμηση του ρίσκου αυτού είχε ως αποτέλεσμα οι χώρες αυτές να πληρώνουν μεγαλύτερο πριμ κινδύνου στους επενδυτές προκειμένου να είναι σε θέση να δανειστούν από τις αγορές.
Ο νέος κορωνοϊός COVID-19
Πρώτα από όλα, η κρίση του κορωνοϊού επέφερε διαταραχές στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα. Οι επιχειρήσεις ανεξάρτητα από το μέγεθός τους δυσκολεύονται να βρουν εισροές. Μεγαλύτερο πρόβλημα έχουν οι επιχειρήσεις των οποίων οι εισροές προέρχονται από χώρες που δεν έχουν περιορίσει απλά την κινητικότητα ανθρώπων και εμπορευμάτων, αλλά έχουν κλείσει εντελώς τα σύνορά τους.
Σε μία μελέτη τους, οι ερευνητές Warwick McKibbin και Roshen Fernando από το Εθνικό Πανεπιστήμιο της Αυστραλίας έχουν φτιάξει κάποια σενάρια σχετικά με την μετάδοση του κορωνοϊού και στην συνέχεια έχουν υπολογίσει το οικονομικό κόστος του κάθε σεναρίου. Στα Σενάρια 1-3 οι ερευνητές εξέτασαν το ενδεχόμενο ο ιός να μείνει εντός Κίνας και να μην εξελιχθεί σε παγκόσμια πανδημία. Επειδή, λοιπόν, κάτι τέτοιο αποδείχθηκε τελικά ψευδές δεν θα ασχοληθούμε με τα σενάρια αυτά. Στο 4ο Σενάριο αρχίζουν να εξετάζουν τα διάφορα ενδεχόμενα παγκόσμιας εξάπλωσης. Η μεταβλητή που αλλάζει σε κάθε σενάριο είναι το «Attack Rate», δηλαδή το ποσοστό του πληθυσμού που έχει μολυνθεί από τον ιό. Ανάλογα με τα ποσοστά των μολυσμένων ανθρώπων υπολογίζεται και το ποσοστό θνησιμότητας και οι αντίστοιχες επιπτώσεις στην οικονομία.
Σύμφωνα, λοιπόν, με τους συγγραφείς έχουμε τα εξής:
Όπως βλέπουμε λοιπόν και στην εικόνα, το Σενάριο 4 αφορά στην μόλυνση του 10% του παγκόσμιου πληθυσμού, το Σενάριο 5 στο 20% και το Σενάριο 6 στο 30%. Τέλος σύμφωνα με το Σενάριο 7 έχουμε 10% μόλυνση του παγκόσμιου πληθυσμού, αλλά ο ιός συνεχίζει να εμφανίζεται ξανά και ξανά σε αντίθεση με τα προηγούμενα σενάρια, όπου έχουμε απλά μία κορύφωση της μετάδοσης και μετά ο κορωνοϊός εξαλείφεται.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την μελέτη αυτή, η πρώτη επίπτωση του ιού στην οικονομία, είναι ένα σοκ στην προσφορά εργασίας. Στα οικονομικά όταν αναφερόμαστε στην προσφορά εργασίας εννοούμε τις συνολικές ώρες που είναι πρόθυμοι οι πολίτες να δουλέψουν για έναν συγκεκριμένο πραγματικό μισθό (δηλαδή ο μισθός μείον το ποσοστό του πληθωρισμού). Στις πληττόμενες οικονομίες το μέγεθος αυτό πρόκειται να διαταραχθεί, γιατί ένα ποσοστό του εργατικού δυναμικού πρόκειται να φύγει από τη ζωή (θνησιμότητα), ένα μεγαλύτερο κομμάτι πρόκειται να απέχει από την εργασία του (είτε γιατί έχει μολυνθεί είτε για να αποφύγει την μόλυνση) και τέλος ένα άλλο μέρος του εργατικού δυναμικού θα πρέπει να απέχει από την εργασία του για να φροντίσει τα μέλη της οικογένειάς του που βρίσκονται σε ανάγκη (άρρωστοι, παιδιά που δεν πηγαίνουν στο σχολείο λόγω lockdown κλπ).
Εδώ θα πρέπει να σημειώσουμε ότι στην μελέτη υποθέτουμε ότι όλοι όσοι έχουν μολυνθεί απέχουν από την εργασία τους για 14 ημέρες, καθότι έτσι προτείνουν οι ειδικοί στον τομέα της υγείας. Επομένως, οι επιπτώσεις στην οικονομία έχουν υπολογιστεί με την προϋπόθεση ότι έχουν χαθεί 14 ημέρες παραγωγικότητας από το έτος.
Το δεύτερο σοκ που πρόκειται να υποστούν οι οικονομίες, όπως αναφέραμε αρχικά, είναι η αύξηση στα πριμ κινδύνου.
Επίσης, ο κορωνοϊός έχει επιφέρει αύξηση στο κόστος παραγωγής. Όπως αναφέραμε στην αρχή, λόγω της πανδημίας υπάρχει μεγάλη διαταραχή στην εφοδιαστική αλυσίδα πολλών προϊόντων και πρώτων υλών. Το γεγονός αυτό, με την σειρά του, επιφέρει αύξηση στο κόστος παραγωγής, προκαλώντας έτσι στρεβλώσεις στην αγορά. Στην συνέχεια, καθώς εξελίσσεται η πανδημία, οδηγούμαστε σε μείωση της ζήτησης. Οι καταναλωτές σταματούν να ξοδεύουν χρήματα στις περισσότερες από τις δραστηριότητες που έκαναν πριν. Παραδείγματα τέτοιων δραστηριοτήτων είναι μεταξύ άλλων τα ταξίδια αναψυχής και η αγορά ειδών πολυτελείας. Αντίθετα, τα νοικοκυριά πλέον αγοράζουν τρόφιμα από το supermarket και είδη διασκέδασης για το σπίτι. Όλα αυτά οδηγούν σε αποταμίευση χρημάτων.
Οι πανδημίες γενικότερα επιφέρουν σοκ και στις κρατικές δαπάνες. Έτσι λοιπόν και στην περίπτωση του COVID-19, οι κυβερνήσεις των πληττόμενων χωρών προσπαθούν να περιορίσουν την εξάπλωση του ιού μέσω επενδύσεων στην δημόσια υγεία, ενώ προσπαθούν να στηρίξουν και όσους έχουν ήδη πληγεί.
Με βάση όλα τα παραπάνω, λοιπόν, οι ερευνητές έχουν υπολογίσει τις συνολικές επιπτώσεις του ιού σε μία σειρά οικονομιών. Οι επιπτώσεις στην κάθε οικονομία υπολογίζονται με βάση την απώλεια του ΑΕΠ που πρόκειται να υποστεί η κάθε χώρα λόγω των παραπάνω διαταραχών.
Επομένως έχουμε τα εξής:
Συμπεράσματα μελέτης
Οι Warwick McKibbin και Roshen Fernando γράφουν επί λέξει: «Τα σοκ που προκαλεί η πανδημία πρόκειται να επιφέρουν μία απότομη πτώση στην κατανάλωση και την επένδυση. Η πτώση της συνολικής ζήτησης μαζί με την αρχική αύξηση του ρίσκου θα προκαλέσουν μία απότομη πτώση στις αγορές κεφαλαίου. Τα χρήματα από τις κεφαλαιαγορές θα μετακινηθούν προς τα ομόλογα, ένα μέρος τους θα ρευστοποιηθεί και ένα άλλο μέρος θα μετακινηθεί από κάποιες κεφαλαιαγορές σε κάποιες άλλες, αναλόγως με το ποιες από τις αγορές ανά τον κόσμο θα επηρεαστούν περισσότερο. Οι κεντρικές τράπεζες θα απαντήσουν μειώνοντας τα επιτόκια. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με την αυξημένη ζήτηση για ομόλογα, θα οδηγήσει το πραγματικό επιτόκιο σε ακόμη πιο χαμηλά επίπεδα. Επίσης, οι αγορές κεφαλαίου θα υποστούν απότομη πτώση τόσο εξαιτίας της αύξησης του ρίσκου όσο και της γενικότερης οικονομικής επιβράδυνσης και της πτώσης στα προσδοκώμενα κέρδη».
Προέρχεται από το τμήμα Οικονομικών Επιστημών του ΔΠΘ. Ασχολείται ενεργά με την επιχειρηματικότητα και την τεχνολογία. Έχει συμμετάσχει σε πολλές πρωτοβουλίες που υποστηρίζουν νεοφυείς επιχειρήσεις στα πρώτα τους βήματα, ενώ έχει εργαστεί στον τομέα της Συμβουλευτικής. Από την 1η Οκτωβρίου 2020 είναι αρχισυντάκτρια του project «Ραντάρ Αναπτυσσόμενων Χωρών».