Της Εύας Δημητρίου,
Ο συντηρητισμός, σε αντίθεση με άλλες πολιτικές φιλοσοφίες στη Μεγάλη Βρετανία, από τα μέσα του 17ου αιώνα έως και σήμερα, έχει εδραιωθεί, διατηρώντας ενεργή την παρουσία του και αποδεικνύοντας, ίσως, την υπεροχή του. Το συντηρητικό κόμμα της Μεγάλης Βρετανίας θεωρείται από πολλούς μάλιστα, το πιο πετυχημένο κόμμα στον κόσμο. Στην πραγματικότητα, έχει αντιμετωπίσει μακροσκελείς περιόδους αποδυνάμωσης και συρρίκνωσης, αλλά παρ’ όλα αυτά, πάντα κατόρθωνε να ανακάμψει και να επανακτήσει τη δύναμή του. Αναμφισβήτητα, από την εποχή που ακόμη ονομαζόταν κόμμα των «Τόρις» μέχρι και σήμερα, έχει δεχθεί διαφορετικές επιρροές από τους πολιτικούς του ηγέτες, πληθώρα μεταρρυθμίσεων, ανασχηματισμών και διαρθρωτικών αλλαγών, καθώς και εξωτερικές πιέσεις. Ωστόσο, έχει διατηρήσει τη δημοτικότητά του, προασπίζοντας πάντα τις βασικές του αρχές.
Στην περίπτωση της Μεγάλης Βρετανίας, ο συντηρητικός, είτε αναφερόμαστε σε εκείνον του 18ου αιώνα, είτε σε εκείνον του 21ου, είναι το ίδιο προσκολλημένος με την παράδοση, το έθνος, το Στέμμα και την Αγγλικανική Εκκλησία. Επιλέγει τις δοκιμασμένες πρακτικές, τη μεθοδική και σταδιακή πρόοδο και αποστρέφεται οποιαδήποτε ριζοσπαστική αλλαγή. Όπως είπε και ο Oakeshott: «προτιμάει το οικείο από το άγνωστο, το δοκιμασμένο από το αβέβαιο, το πραγματικό από το πιθανό, το πρακτικό από το τέλειο». Οι Τόρις, κατά τον 18ο αιώνα ευνοούσαν τη βασιλική εξουσία και τη διατήρηση των υφιστάμενων πολιτικών και κοινωνικών θεσμών. Από τον 19ο, και κυρίως τον 20ο αιώνα και έπειτα, οι συντηρητικοί υπερασπίζονται και προωθούν -μεταξύ άλλων- την ελεύθερη αγορά και τη μη παρέμβαση του κράτους σε αυτή, την ιδιωτική ιδιοκτησία, την ισχυρή εθνική άμυνα και το κράτος δικαίου.
Ωστόσο, θα ήταν λανθασμένη η συσχέτιση του συντηρητισμού με τη στασιμότητα. Ορισμένες ηγετικές προσωπικότητες του κόμματος έφεραν εξαιρετικά σημαντικές αλλαγές, τόσο στο κόμμα, όσο και στη Βρετανική κοινωνία. Μια εξ αυτών, ήταν ο Benjamin Disraeli. Κατά την πρωθυπουργία του (1868, 1874-1880), οι βασικοί του στόχοι ήταν η διατήρηση των Βρετανικών θεσμών, η διαφύλαξη της Αγγλικής αυτοκρατορίας και η βελτίωση των συνθηκών ζωής των κατώτερων κοινωνικών στρωμάτων. Για την επίτευξη του τελευταίου, εγκαθίδρυσε την πολιτική του «One-Nation conservatism» σύμφωνα με την οποία το κόμμα των Τόρις αποτελούταν από τις διάφορες τάξεις του Βασιλείου και όχι από μια ένωση ευγενών. «Το κόμμα των Τόρις, αν δεν είναι ένα εθνικό κόμμα, τότε είναι ένα τίποτα». H εσωτερική πολιτική που ακολούθησε μέσω διαφόρων κοινωνικών μεταρρυθμίσεων, έκανε το συντηρητικό κόμμα ιδιαίτερα ελκυστικό στη μεσαία και εργατική τάξη. Αξίζει να σημειωθεί πως η πολιτική του One-Nation έχει χρησιμοποιηθεί, τόσο από τον πρώην Πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου, David Cameron, όσο και από τον εν ενεργεία πρωθυπουργό, Boris Johnson.
Άλλη μια κρίσιμη ηγετική προσωπικότητα ήταν ο Winston Churchill. Στο κατώφλι του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και μετά το φιάσκο της πολιτικής κατευνασμού του Neville Chamberlain, η πρωθυπουργία ανατέθηκε στον Churchill, ο όποιος συμμάχησε με το εργατικό κόμμα μέχρι τη συντριβή της Ναζιστικής Γερμανίας. Μετά τον θρίαμβο της Βρετανίας, υπό την ηγεσία του Churchill, οι συντηρητικοί θεώρησαν ότι θα επικρατήσουν και στις στις εκλογές που ακολούθησαν, τον Ιούλιο του 1945. Ωστόσο, η βρετανική κοινωνία, μετά από μια δεκαετία ύφεσης και οικονομικών δυσχερειών που διευρύνθηκαν από τον πόλεμο, στράφηκε προς την ελπίδα του κράτους πρόνοιας, που θα μεριμνούσε για την κοινωνική ευημερία όλων των πολιτών του. Εφόσον οι συντηρητικοί δεν είχαν ως προτεραιότητα τα παραπάνω, στις εκλογές του 1945, οι εργατικοί επικράτησαν με μια σαρωτική νίκη. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας τους, το συντηρητικό κόμμα επανεκτίμησε την ατζέντα του και αποδέχτηκε τη νέα πραγματικότητα. Προσαρμόστηκε με βάση τη μεταπολεμική επικρατούσα άποψη (post war «consensus») του κράτους πρόνοιας, της κοινωνικής ασφάλισης, των συνδικάτων και των κεϋνσιανών οικονομικών πρακτικών και σε συνδυασμό με κάποιες πολιτικές αστοχίες των εργατικών, ο Churchill ανέκτησε την πρωθυπουργία του στις εκλογές του 1951. Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η αύξηση του πληθωρισμού παράλληλα με την οικονομική στασιμότητα, έφεραν έναν νέο κύκλο οικονομικών προβλημάτων, που οδήγησε προς τη σταδιακή εγκατάλειψη «της μεταπολεμικής επικρατούσας άποψης». H οριστική κατάρρευση ήρθε με την άνοδο της Margaret Thatcher στην εξουσία και τη δημιουργία ενός νέου κεφαλαίου στην ιστορία του συντηρητικού κόμματος, του Θατσερισμού.
H εποχή της Margaret Thatcher αποτελεί αναμφισβήτητα ένα σημείο καμπής στην ιστορία της Μεγάλης Βρετανίας. Οι μεταρρυθμίσεις που πραγματοποίησε άλλαξαν ολοκληρωτικά την εικόνα του κράτους και το έσωσαν από έναν οικονομικό όλεθρο. Το μανιφέστο της βασιζόταν στην ελεύθερη αγορά και την απελευθέρωσή της από την κρατική παρεμβατικότητα, τη δημιουργία μιας οικονομίας βασισμένης στην επιχειρηματικότητα, στην ιδιωτικοποίηση πολλών εταιρειών, και στον περιορισμό των συνδικάτων. Η ίδια κέρδισε τρεις συνεχόμενες εκλογικές αναμετρήσεις και επέτρεψε στο συντηρητικό κόμμα να διατηρήσει την εξουσία, ακόμα και μετά την παραίτησή της, για 18 χρόνια. Η επικράτησή της εδραιώθηκε με την ανάκτηση των νήσων Φώκλαντ από την Αργεντινή το 1982, η οποία απέδειξε στον βρετανικό λαό την αφοσίωσή της στο έθνος .Όσον αφορά την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, σύμφωνα με την Thatcher, αποτελούσε μια απειλή για τη Βρετανική κυριαρχία. Οι πρακτικές της δίχασαν, τόσο τους πολίτες, όσο και τα μέλη του συντηρητικού κόμματος, υπονομεύοντας μακροπρόθεσμα τους βασικούς πυλώνες του. Το αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν μια εργατική κυβέρνηση που απομόνωσε το συντηρητικό κόμμα από την εξουσία για 13 χρόνια, συρρικνώνοντας το το 1997, σε μόλις 165 βουλευτές.
Αναντίρρητα, το συντηρητικό κόμμα έχει έρθει αντιμέτωπο με σοβαρές ήττες. Τόσο σοβαρές, που θα μπορούσαν να σημάνουν το τέλος του. Ωστόσο, όχι μόνο δεν έχει διαλυθεί, αλλά εξακολουθεί να πρωταγωνιστεί στην πολιτική σκηνή του Ηνωμένου Βασιλείου.Το μυστικό πίσω από την επιτυχία του είναι η ικανότητα προσαρμογής του στις ανάγκες της εκάστοτε εποχής. Στηρίζεται στον ρεαλισμό και την ευελιξία. Οι περισσότεροι ηγέτες του ήταν πραγματιστές, όχι ιδεαλιστές. Το συντηρητικό κόμμα έχει την ανάγκη να προασπίζεται τις αρχές του, αλλά έχει μεγαλύτερη ανάγκη να ελέγχει την εξουσία.