Της Δέσποινας Άλβα,
Η πρόσφατη υπογραφή συμφωνίας σχηματισμού κυβέρνησης συνασπισμού έκτακτης ανάγκης μεταξύ του πρωθυπουργού του Ισραήλ, Benjamin Netanyahu, και του μέχρι πρότινος πολιτικού του αντιπάλου, Benny Gantz, σηματοδότησε ένα πολυαναμενόμενο τέλος σ’ ένα μακρόσυρτο πολιτικό αδιέξοδο. Έπειτα από 16 μήνες αδιάκοπης προεκλογικής εκστρατείας και ατελέσφορων εκλογικών αναμετρήσεων, ο μακροβιότερος πρωθυπουργός του Ισραήλ, παρά το ποινικό του κατηγορητήριο για υποθέσεις διαφθοράς, φαίνεται ότι θα συνεχίσει να ορίζει το πολιτικό παιχνίδι της χώρας. Ειδικότερα, Netanyahu και Gantz συμφώνησαν σ’ ένα ιδιόρρυθμο καθεστώς κυβέρνησης, με τους δύο τους να εναλλάσσονται στο τιμόνι της χώρας. Το κυβερνητικό κόμμα «Likud», θα εξακολουθήσει να βρίσκεται στην εξουσία έως τον Οκτώβριο του 2021, οπότε και θα αναλάβει τη διακυβέρνηση το κόμμα «Blue and White».
Παρόλο που οι δύο πολιτικοί δεσμεύτηκαν να θέσουν ένα τέλος στην «πολιτική Οδύσσεια» της χώρας και, ως εκ τούτου, να μην προχωρήσουν σε οποιαδήποτε νομοθετική πράξη δε σχετίζεται με την κρίση του κορωνοϊού, μέσω ενός κοινού σχεδίου εξωτερικής πολιτικής, ανοίγουν τον ασκό του Αιόλου για μια νέα -και βαθύτερη- πολιτική κρίση. Πιο συγκεκριμένα, οι δύο πολιτικοί αρχηγοί ανακοίνωσαν ένα χρονοδιάγραμμα, με αφετηρία την 1η Ιουλίου, δυνητικής προσάρτησης κατεχόμενων τμημάτων της Δυτικής Όχθης. Η απουσία στρατηγικού βάθους του Ισραήλ, σε συνδυασμό με τη γεωγραφική του τρωτότητα, αφού βρίσκεται στο μέσο του Αραβικού κόσμου, ανάγουν σε ζήτημα εθνικής επιβίωσης την προσάρτηση της Δυτικής Όχθης. Εάν οι Παλαιστίνιοι είχαν ένα κυρίαρχο κράτος στην εν λόγω περιοχή, το έδαφος του Ισραήλ θα μειωνόταν αισθητά και, ως εκ τούτου, η εθνική του ασφάλεια θα απειλείτο σοβαρά.
Στις αρχές του μήνα, το Υπουργείο Άμυνας του Ισραήλ ανακοίνωσε την επέκταση της κυριαρχίας του σε νέες περιοχές, μέσω της ανέγερσης 7.000 κατοικιών στον εβραϊκό οικισμό «Efrat», μεταξύ Ιερουσαλήμ και Χεβρώνα. Η επέκταση των εποικισμών του Ισραήλ, εντάσσεται στο πλαίσιο της γενικότερης στρατηγικής του κράτους να καταστήσει αδύνατη οποιαδήποτε πιθανότητα δημιουργίας ενός γειτονικού και βιώσιμου Παλαιστινιακού κράτους, προκειμένου να εξαλείψει τον φόβο περικύκλωσής του. Το Ισραήλ κατέλαβε τη Δυτική Όχθη το 1967, στον πόλεμο των έξι ημερών, από την Ιορδανία, κι έκτοτε επεκτείνει τον έλεγχό του στην περιοχή, διευρύνοντας τους οικισμούς του εις βάρος παλαιστινιακού εδάφους. Από το 1967, περισσότεροι από 700.000 Ισραηλινοί έχουν μετακινηθεί σε οικισμούς στη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ. Οι Παλαιστίνιοι, ωστόσο, αντιλαμβάνονται τη Δυτική Όχθη και την Ανατολική Ιερουσαλήμ ως μέρος του ανεξάρτητου κράτους τους.
Το ειρηνευτικό σχέδιο του Donald Trump για τη Μέση Ανατολή, το οποίο παρουσιάστηκε στις αρχές του τρέχοντος έτους, αποτελεί αδιαμφισβήτητα αρωγό στην εξυπηρέτηση των στρατηγικών συμφερόντων του Ισραήλ. Οι ΗΠΑ, ούσες ο κατεξοχήν σύμμαχος του Ισραήλ, δήλωσαν πρόθυμες να αναγνωρίσουν την ισραηλινή κυριαρχία στη Δυτική Όχθη. Πιο συγκεκριμένα, μέσω του σχεδίου τους, παρέχεται η δυνατότητα πλήρους στρατιωτικού ελέγχου σε μεγάλο μέρος της γης των Παλαιστινίων, καθώς και σε όλους τους οικισμούς της Ιερουσαλήμ. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν ως νόμιμες τις -αμφιβόλου, κατά το διεθνές δίκαιο, νομιμότητας- εποικιστικές επεκτάσεις στη Δυτική Όχθη. Σύμφωνα με το κατ’ επίφαση ειρηνευτικό σχέδιο των ΗΠΑ, τουλάχιστον το 30% της Δυτικής Όχθης, αλλά και η κοιλάδα του Ιορδάνη θα καταλήξουν στο Ισραήλ, ενώ τα σύνορα του 1967 πρόκειται να διαγραφούν. Επιπλέον, η Ιερουσαλήμ αναγνωρίζεται ως αδιαίρετη πρωτεύουσα του Ισραήλ, με τη δημιουργία μιας Παλαιστινιακής Πολιτείας να προβλέπεται μονάχα υπό αυστηρές προϋποθέσεις.
Το σχέδιο των ΗΠΑ μπορεί να δίνει το «πράσινο φως» στο Ισραήλ για επέκταση της κυριαρχίας του, ωστόσο, τόσο οι Παλαιστίνιοι, όσο και το μεγαλύτερο μέρος της διεθνούς κοινότητας το καταδικάζουν, αφού το αντιλαμβάνονται ως μεροληπτικό υπέρ του ισραηλινού λαού, ενώ, ταυτόχρονα, καταστρατηγεί και τα δικαιώματα του παλαιστινιακού λαού. Πιο συγκεκριμένα, σύσσωμος ο Αραβικός Σύνδεσμος καταδικάζει την απόφαση του Ισραήλ, την οποία μάλιστα αποκαλεί και έγκλημα πολέμου εναντίον των Παλαιστινίων. Τα 22 κράτη-μέλη του Αραβικού Συνδέσμου καλούν τις ΗΠΑ να αποσύρουν την υποστήριξή τους στην ενεργοποίηση των σχεδίων κατοχής από την ισραηλινή κυβέρνηση. Τα σχέδια του Ισραήλ έχουν γίνει αποδέκτες κριτικής και από την πλειονότητα των κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία εκφράζουν την αντίθεσή τους σε οποιαδήποτε εδαφική αλλαγή που δεν αποτελεί αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων.
Όσον αφορά τη νομιμότητα της ισραηλινής εξωτερικής πολιτικής, πολλαπλά ψηφίσματα του ΟΗΕ διακηρύσσουν το καθεστώς της Δυτικής Όχθης ως κατεχόμενη Παλαιστινιακή επικράτεια, ενώ το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης απορρίπτει τη de facto προσάρτηση μέρους αυτής. Η δικαιολογία του Ισραήλ για κατοχή εδαφών, στο πλαίσιο αμυντικού πολέμου, εγείρει σημαντικά ερωτήματα δημοκρατικής νομιμότητας, αφού οποιαδήποτε επέκταση της κυριαρχίας του θα οδηγήσει τους Παλαιστινίους κατοίκους σε τμήματα της Δυτικής Όχθης σε ακούσια υποβολή τους στην εξουσία ξένου κράτους. Μάλιστα, σύμφωνα με την απόφαση 2334 του Συμβουλίου Ασφαλείας, η ίδρυση ισραηλινών οικισμών σε παλαιστινιακά εδάφη που κατακτήθηκαν μετά τον πόλεμο του 1967, συμπεριλαμβανομένης και της Ανατολικής Ιερουσαλήμ, αποτελεί κατάφωρη παραβίαση του διεθνούς δικαίου, αλλά και εμπόδιο στην ειρηνική συνύπαρξη των κρατών.
Εν κατακλείδι, παρότι η επέκταση των οικισμών επί της Δυτικής Όχθης θεωρείται παραβίαση του διεθνούς δικαίου, η ρήση ότι στο άναρχο διεθνές σύστημα υπερισχύει το δίκαιο του ισχυρού, φαίνεται ότι επιβεβαιώνεται, αφού το πολιτικά ισχυρό Ισραήλ, σε συνδυασμό με την πολιτική κάλυψη μιας Μεγάλης Δύναμης, είναι πιθανό να κατορθώσει να εξυπηρετήσει τα απώτερα στρατηγικά του συμφέροντα. Φαίνεται ότι η κατάπαυση του πυρός στη Δυτική Όχθη, αλλά και η εύρεση αμοιβαίας, επωφελούς λύσης στο πολιτικό ζήτημα του Παλαιστινιακού θα συνεχίσουν να απασχολούν για καιρό τους διεθνείς δρώντες.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997, όπου και διαμένει ως σήμερα. Είναι απόφοιτη του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιά. Κατά τη διάρκεια των σπουδών της, πραγματοποίησε πρακτική άσκηση στη Β2 Διεύθυνση του Υπουργείου Εξωτερικών, όπου ασχολήθηκε με τις Διεθνείς Οικονομικές Σχέσεις της Ελλάδας με χώρες Βαλκανικής, Ρωσίας και λοιπών χωρών Κ.Α.Κ.. Από τον Οκτώβριο του 2018, είναι δόκιμη ερευνήτρια στο Ινστιτούτο Διεθνών Σχέσεων στον Τομέα Ρωσίας, Ευρασίας και Νότιο-Ανατολικής Ευρώπης. Ομιλεί την αγγλική, γαλλική και ρωσική γλώσσα. Τέλος, αγαπάει ιδιαίτερα τα ταξίδια, τα οποία θεωρεί πηγή προσωπικής εξέλιξης.