Της Αλεξάνδρας Οικονόμου,
Το ζήτημα που ανέκυψε με την απόφαση της ΟλΑΠ 5/2018, αφορούσε την παθητική νομιμοποίηση κατά την άσκηση αγωγής αδικαιολόγητου πλουτισμού από πλευράς του υπερθεματιστή.
Το πρώτο που πρέπει να επισημανθεί στο συγκεκριμένο σημείο, είναι η θέση του τελευταίου ως προς τον καθ’ ου η εκτέλεση. Σύμφωνα με τα άρθρα 1002 παρ. 1 και 1005 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το τέλος του πλειστηριασμού επέρχεται με την κατακύρωση και τη σύνταξη έκθεσης υπέρ του προσώπου που έκανε την καλύτερη προσφορά. Το πρόσωπο αυτό, λοιπόν, καλείται υπερθεματιστής κι αποτελεί ειδικό διάδοχο του καθ’ ου οφειλέτη. Συνεπώς, επρόκειτο για μια σύμβαση αγοράς (αρ. 513 ΑΚ, 1033-1034 ΑΚ) με έντονο τον δημόσιο χαρακτήρα (αναγκαστική σύναψη σύμβασης και συγκεκριμένα με ορισμένο πρόσωπο).
Στην περίπτωση που ο πλειστηριασμός κυλήσει ομαλά, το αποτέλεσμα που επέρχεται είναι τριπλό:
- Πρώτον, όπως ήδη αναφέρθηκε, ο υπερθεματιστής αποκτά την κυριότητα επί του πράγματος που πλειστηριάστηκε, απαλλαγμένο από κάθε βάρος.
- Δεύτερον, αποσβέννυται το χρέος του οφειλέτη που υπέστη εκτέλεση στο ύψος του καταβαλλόμενου πλειστηριάσματος, και τυχόν εναπομείναν κέρδος επιστρέφεται στον ίδιο.
- Τρίτον, όλοι οι δανειστές ικανοποιούν τις απαιτήσεις τους κατά τη σειρά κατάταξής τους και το ύψος του πλειστηριάσματος.
Πολλές φορές, όμως, ο πλειστηριασμός μπορεί κατόπιν άσκησης ανακοπής, κατά το άρθρο 933 ΚΠολΔ, να ακυρωθεί με αμετάκλητη (ερμηνευτική προσθήκη) διαπλαστική δικαστική απόφαση, που οπλίζεται με ενέργεια erga omnes (άρθρα 180, 184 ΑΚ και άρθρα 933 ΚΠολΔ).
Το αποτέλεσμα είναι η διαδικασία που περιγράφηκε παραπάνω να ανατρέπεται, με συνέπεια κατά το άρθρο 1005 παρ. 3, να αναβιώνουν τα προνόμια των δανειστών, το χρέος του οφειλέτη και ο υπερθεματιστής να χάνει την κυριότητα η οποία και επανέρχεται στον οφειλέτη. Το άρθρο 1018 ΚΠολΔ δίνει δύο δυνατότητες στον υπερθεματιστή που κατέβαλε το ποσό κι εν τέλει δε διατήρησε την κυριότητα επί του πράγματος. Η πρώτη είναι να επιδιώξει ικανοποίηση με υπερπρονομιακή κατάταξη στον νέο πλειστηριασμό που θα διεξαχθεί, με αίτηση του επισπεύδοντα δανειστή ή ο ίδιος, έχοντας ως εκτελεστό τίτλο την ακυρωτική του πλειστηριασμού απόφαση, να κάνει ο ίδιος πλειστηριασμό.
Γίνεται δεκτό, ωστόσο, ότι μπορεί να επιλέξει και την αγωγή του ουσιαστικού δικαίου, βασισμένη στο άρθρο 904 ΑΚ. Η αιτιολογία είναι ότι με την ακύρωση του πλειστηριασμού χάνεται η νόμιμη αιτία διατήρησης του πλουτισμού (πλειστηρίασμα). Το ζητούμενο που κρίθηκε εν τέλει με την απόφαση, είναι κατά ποιου θα στραφεί. Με άλλα λόγια, ποιος κατέστη πλουσιότερος;
Η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου έκρινε με την απόφασή της ότι ο υπερθεματιστής θα πρέπει υποχρεωτικά να στρέφει την αγωγή του κατά των δανειστών και ποτέ κατά του οφειλέτη, εφόσον ο τελευταίος δεν έχει εισπράξει κανένα ποσό από το πλειστηρίασμα.
Κατά τον ΑΠ, αυτός που καθίσταται πλουσιότερος είναι ο δανειστής, στον οποίο καταβλήθηκε το πλειστηρίασμα και του οποίου το προνόμιο αναβίωσε λόγω του άρθρου 1005 παρ. 3. Σύμφωνα με την εν λόγω διάταξη, ο δανειστής έχει πλουτίσει αδικαιολόγητα, αφού από τη μια αναβιώνει αναδρομικώς η αξίωσή του με το προνόμιο κι αφετέρου κατέχει και το πλειστηρίασμα που διανεμήθηκε.
Η απόφαση αυτή φαινομενικά συμβαδίζει με τη λογική και το γράμμα του νόμου, ωστόσο έχουν διατυπωθεί ορισμένες αμφιβολίες, τόσο ως προς τη νομική ορθότητα, όσο και ως προς την πρακτική της εφαρμογή. Το δεύτερο ζήτημα γίνεται εύκολα αντιληπτό, αν αναλογιστεί κανείς ότι ο υπερθεματιστής είναι υποχρεωμένος να στρέψει την αγωγή του επί ποινή απαράδεκτου κατά όλων των δανειστών, τόσο του επισπεύδοντος, όσο και των υπολοίπων αναγγελθέντων. Στην υπό κρίση περίπτωση της παραπάνω απόφασης, ο δανειστής ήταν μόνο ένας και συγκεκριμένα Τράπεζα (ΑΕ). Στην περίπτωση όμως που ο αριθμός αυτός είναι μεγαλύτερος, με ποιον τρόπο μπορεί να καταστεί δυνατή η σώρευση όλων των παθητικά νομιμοποιημένων προσώπων; Μήπως εν τέλει θα στερηθεί το δικαίωμα άσκησης της αγωγής;
Ως προς τη νομική ορθότητα, έχει υποστηριχθεί με σοβαρά επιχειρήματα η άποψη ότι πλουσιότερος καθίσταται ο οφειλέτης κι όχι οι δανειστές που έλαβαν το πλειστηρίασμα. Η συγκεκριμένη άποψη βρίσκει έρεισμα στο επιχείρημα πως ο οφειλέτης έχει έτσι απαλλαχθεί από το χρέος. Την άποψη αυτήν ακολούθησαν παλαιότερες αποφάσεις του Αρείου Πάγου, όπως οι αποφάσεις 42/2010, 1905/2011, 1222/2014, 1603/2014.
Ειδικότερα, στην περίπτωση που θα δεχόμασταν την άποψη πως πλουσιότερος καθίσταται ο δανειστής, θα υπήρχε αντίφαση με το άρθρο 1018 ΚΠολΔ, αν ληφθεί μάλιστα υπόψη και η αναβίωση των υποθηκών και των προσημειώσεων κατά το άρθρο 1005 παρ 3 ΚΠολΔ. Η διατύπωση του άρθρου 1018 ΚΠολΔ θα ήταν διαφορετική, αν ο νομοθέτης δεν ήθελε να στρέφεται ο υπερθεματιστής κατά του οφειλέτη.
Περαιτέρω, δέουσα είναι η διάκριση μεταξύ των δανειστών που έχουν ήδη ικανοποιηθεί από το πλειστηρίασμα και των οποίων τα προνόμια δεν αναβιώνουν, ώστε να μη θεωρούνται πλουτήσαντες. Με άλλα λόγια, η αναβίωση δεν αφορά τους δανειστές που ικανοποιήθηκαν, αλλά μόνο όσους δεν έλαβαν μέρος του πλειστηριάσματος. Επομένως, πλουσιότερος καθίσταται ο οφειλέτης που αποσβέστηκε το χρέος του και άρα η αγωγή αδικαιολόγητου πλουτισμού θα στρέφεται κατά του τελευταίου.
Εν τέλει, είναι γεγονός πως το ζήτημα της παθητικής νομιμοποίησης ταλανίζει τόσο τη θεωρία, όσο και τη νομολογία με πειστικά επιχειρήματα να παρατίθενται κι από τις δύο πλευρές. Την τελική, όμως, κρίση έχει πάντα ο νομοθέτης. Γι’ αυτό, σκόπιμη κρίνεται η νομική παράβαση προς άρση οποιασδήποτε αμφιβολίας. Μέχρι τότε, τα πολιτικά δικαστήρια εξακολουθούν να εκδικάζουν τις σχετικές υποθέσεις, με γνώμονα την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.
Πηγές
- Εγχειρίδιο Αναγκαστικής Εκτελέσεως, Γενικό και Ειδικό Μέρος, Γέσιου – Φαλτσή Πελαγία.
- Νομολογία Α.Π. αποφάσεις 42/2010, 1905/2011, 1603/2014, 5/2018.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην πόλη της Πρέβεζας, όπου ολοκλήρωσε την δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Πλέον σπουδάζει στη Νομική του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης. Γνωρίζει αγγλικά και γερμανικά.