20.3 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΔικαίωμα στον θάνατο;

Δικαίωμα στον θάνατο;


Της Άννας Κανελλοπούλου,

Ο όρος «ευθανασία», όπως μαρτυρά και η ετυμολογική του προέλευση, υποδηλώνει τον γαλήνιο και αξιοπρεπή θάνατο του ανθρώπου. Δημιουργήθηκε από τον Άγγλο φιλόσοφο, Φράνσις Μπέικον, ο οποίος υποστήριζε ότι «το έργο της ιατρικής είναι η αποκατάσταση της υγείας και η καταπράυνση των πόνων, όχι μόνο όταν η καταπράυνση αυτή μπορεί να οδηγήσει στη θεραπεία, αλλά και όταν μπορεί να εξασφαλίσει έναν εύκολο και γαλήνιο θάνατο». Έκτοτε, γύρω από το ζήτημα της ευθανασίας εγείρονται ηθικά διλήμματα και διαμάχες. Νομικοί, ιατροί, φιλόσοφοι, κοινωνιολόγοι, το Κράτος και η Εκκλησία «διασταυρώνουν τα ξίφη» τους για το αν ο άνθρωπος του 21ου αιώνα θα έπρεπε να έχει το δικαίωμα να καθορίσει το πότε και πώς θα πεθάνει.

Πράγματι, η ανθρωπότητα εξελίσσεται και το δίκαιο διέπει πλέον κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας. Πληθώρα νομικών κειμένων προβλέπουν μια σειρά ατομικών δικαιωμάτων με στόχο την εξασφάλιση μιας όσο το δυνατόν καλύτερης ποιότητας ζωής. Και ενώ το δικαίωμα στη ζωή τοποθετείται στην κορυφή της ιεραρχίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, για τον θάνατο δεν υπάρχει καμία απολύτως πρόβλεψη, παρά σε ελάχιστες μόνο χώρες του πλανήτη. Θα αναρωτιόταν, λοιπόν, κανείς πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος, ως αυτεξούσιο και αυτόβουλο ον, να μην μπορεί να ρυθμίσει το τέλος της ζωής του. Οι υπέρμαχοι της ευθανασίας υποστηρίζουν ακράδαντα πως αυτή ακριβώς η αυτονομία του ανθρώπου δικαιολογεί τη νομιμοποίησή της. Όταν καταλήγει κανείς να υποφέρει, να βασανίζεται από αβάσταχτους πόνους λόγω κάποιας θανατηφόρας αρρώστιας, ποιο το νόημα να κρατείται στη ζωή; Σε αυτή την περίπτωση που δεν υπάρχει ελπίδα να θεραπευτεί και που ο ασθενής, έχοντας πλήρη νοητική και ψυχική συνείδηση, απαιτεί επανειλημμένα τον θάνατό του, θα έπρεπε η επιθυμία του όχι μόνο να γίνεται σεβαστή από το Κράτος αλλά και να ρυθμίζεται ενδελεχώς από το σύστημα δικαίου. Μάλιστα, αν αναλογιστεί κανείς πως ο ασθενής διαθέτει το δικαίωμα να αρνηθεί τη θεραπεία που του προτείνεται ή ακόμα και να τη διακόψει και άρα συγκατατίθεται να καταλήξει, φαντάζει παράλογο να μην επιτρέπεται να του χορηγηθεί θανατηφόρος ένεση, μιας και στις δύο περιπτώσεις το αποτέλεσμα δεν είναι άλλο από τον θάνατό του.

Στην αντίπερα όχθη βρίσκονται εκείνοι που υποστηρίζουν πως η ζωή του ανθρώπου κατέχει εξέχουσα θέση και κανείς δεν έχει το δικαίωμα να την αφαιρέσει. Η θέση αυτή βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με τη χριστιανική πίστη, που πρεσβεύει ότι ο Θεός χαρίζει τη ζωή και, άρα, μόνο Εκείνος μπορεί να την αφαιρέσει. Η ζωή δεν ταυτίζεται απόλυτα με τη βιολογική ύπαρξη του ανθρώπου, ούτε ο θάνατος είναι το τέλος της ζωής. Ο θάνατος είναι ένα απλό συμβάν για τη μετάβαση του ανθρώπου σε έναν άλλον τρόπο προσωπικής ύπαρξης. Ούτε ο ιατρός, φυσικά, μπορεί να αναλάβει το βάρος του τερματισμού της ζωής του ασθενή. Σκοπός, άλλωστε, της ιατρικής επιστήμης είναι και η ανθρώπινη φροντίδα των ιατρών προς τους πάσχοντες από ανίατα νοσήματα. Η ευθανασία, λοιπόν, πέρα από το ότι θα υπονόμευε τη σχέση εμπιστοσύνης ιατρού-ασθενή, εγκυμονεί και τον κίνδυνο να καταστεί μια προσοδοφόρα διαδικασία για τον ιατρό και τους συγγενείς. Τι γίνεται, επίσης, στις περιπτώσεις που ο θάνατος μοιάζει βέβαιος για τον ασθενή, αλλά τελικά ο τελευταίος αναρρώνει ή στην περίπτωση που γίνει λάθος και ο ασθενής διαγνωστεί με ανίατο νόσημα ή εάν ο ασθενής λάβει την απόφαση να τερματίσει τη ζωή του κάτω από συνθήκες απελπισίας και τελικά μετανιώσει γι’ αυτή του την επιλογή;

Αδιαμφισβήτητα, είναι δύσκολο να υιοθετήσει κανείς απόλυτα μια άποψη σε ένα ζήτημα τόσο ακανθώδες όσο η ευθανασία. Παρ’ όλα αυτά, ολοένα και περισσότερες χώρες ενσωματώνουν προβλέψεις για την ευθανασία στο δίκαιό τους, η Ελλάδα, όμως, δεν βρίσκεται ανάμεσά τους. Η χώρα μας, για άλλη μια φορά επιλέγει να διατηρήσει μια πιο συντηρητική στάση και απορρίπτει ρητά την ευθανασία, θεωρώντας, μεταξύ άλλων, ότι η νομιμοποίησή της θα έρθει σε σύγκρουση με την ιατρική επιστήμη, αφού ο ιατρός έχει ορκιστεί να σώζει ζωές και κανένα δίκαιο δεν μπορεί να τον υποχρεώσει να δράσει σαν εκτελεστικό όργανο, αθετώντας τον όρκο του.


Άννα Κανελλοπούλου

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1999 με καταγωγή από την Τρίπολη. Το 2017 αποφοίτησε από το Αρσάκειο Τοσίτσειο Εκάλης και έκτοτε είναι φοιτήτρια στην Νομική Σχολή Αθηνών. Στο πλαίσιο αυτό έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις των Ηνωμένων Εθνών (M.U.N) και συχνά παρακολουθεί νομικά συνέδρια. Παράλληλα δραστηριοποιείται ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης Νέων Νομικών (ELSA). Λατρεύει τα ταξίδια, την διασκέδαση και το θέατρο.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Σωτηρία Γιαννακοπούλου
Σωτηρία Γιαννακοπούλου
Γεννήθηκε το 1997 στη Δράμα. Από μικρή ηλικία είχε έντονο ενδιαφέρον για την πολιτική, το οποίο έμελλε να καθορίσει και την επιλογή των σπουδών της. Σήμερα είναι απόφοιτη του Τμήματος Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Έχει δουλέψει ως ασκούμενη στο Υπουργείο Εξωτερικών και σε εταιρεία δημοσκοπήσεων, ενώ έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις πολιτικών θεσμών τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό. Εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα και ενδιαφέροντα της αποτελούν οι διεθνείς σχέσεις και η πολιτική ανάλυση με την οποία φιλοδοξεί να ασχοληθεί και  σε μεταπτυχιακό επίπεδο.