Της Ανδριάνας Γιάτσιου,
Με τον Α’ Βαλκανικό Πόλεμο να μαίνεται, συνεχιζόταν η διαρκής διαμάχη Ελλάδας και Τουρκίας για την κυριαρχία στο Αιγαίο. Η Ναυμαχία της Έλλης (3/16 Δεκεμβρίου 1912) ήταν μία από τις δύο σημαντικότερες ναυμαχίες του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού και του Οθωμανικού Στόλου και πραγματοποιήθηκε στην έξοδο των Στενών των Δαρδανελλίων (Ελλήσποντος).
Στα τέλη του Νοεμβρίου του 1912 ελληνικά ανιχνευτικά ειδοποίησαν πως επρόκειτο να εξέλθουν από τα Στενά τουρκικές δυνάμεις, καθώς γίνονταν πολλές ύποπτες κινήσεις. Ο Οθωμανικός Στόλος, υπό τον ναύαρχο Ραμίζ Μπέη, παρέμενε κατά τους πρώτους μήνες του πολέμου προστατευμένος στον ναύσταθμο Ναγαρά του Ελλησπόντου. Από την άλλη, ο ελληνικός στρατός, υπό τη διοίκηση του ναυάρχου Παύλου Κουντουριώτη, ακολουθώντας επιθετική στάση, απελευθέρωνε ένα-ένα τα νησιά του Αιγαίου από τον τουρκικό ζυγό. Αρχικά, απελευθερώθηκε η Λήμνος, όπου στον όρμο του Μούδρου εγκαταστάθηκε το προκεχωρημένο αγκυροβόλιο του Στόλου. Ακολούθησε η απελευθέρωση του Αγίου Όρους, της Θάσου, της Σαμοθράκης, της Ίμβρου, της Χίου κ.ά. Μετά την απελευθέρωση της Τενέδου στις 24 Οκτωβρίου (6 Νοεμβρίου), ο Κουντουριώτης έστειλε τηλεγράφημα στον Ραμίζ Μπέη, με το μήνυμα: «Καταλάβαμε Τένεδον. Αναμένουμε έξοδο του στόλου σας. Αν επιθυμείτε γαιάνθρακα, προτίθεμαι να σας εφοδιάσω».
Παρά τις νίκες που σημείωναν μέχρι τότε οι ελληνικές δυνάμεις, ο Οθωμανικός Στόλος δεν είχε εμπλακεί σχεδόν καθόλου και παρέμενε αξιόλογη δύναμη. Η ναυτική ισχύς των δύο αντιπάλων διέφερε, με την τουρκική πλευρά να υπερτερεί. Συγκεκριμένα, διέθεταν 38 πολεμικές μονάδες (τέσσερα θωρηκτά, δύο καταδρομικά, εννέα αντιτορπιλικά, πολλά τορπιλοβόλα και λοιπά βοηθητικά πλοία). Η ελληνική πλευρά κατείχε 26 πολεμικές μονάδες, με τέσσερα θωρηκτά (το «Αβέρωφ» ως ναυαρχίδα και τρία παλαιότερα πλοία, τα Ύδρα, Σπέτσαι και Ψαρά), 14 αντιτορπιλικά (Λέων, Πάνθηρ, Αετός, Ιέραξ), ένα υποβρύχιο και μερικά τορπιλοβόλα.
Η Ναυμαχία
Το πρωί της 3ης/16ης Δεκεμβρίου, στις 8 το πρωί, με ευνοϊκές καιρικές συνθήκες, δόθηκε το σύνθημα για την έξοδο από τα Στενά. Οι καπνοί του τουρκικού στόλου φαίνονταν πια καθαρά στην ελληνική πλευρά. Τα ελληνικά ανιχνευτικά που περιπολούσαν, έστειλαν σήμα στη ναυαρχίδα ειδοποιώντας την για την έξοδο του εχθρού. Το σήμα «ΕΧ ΕΧ ΕΧ» που σημαίνει εχθρός εν όψει, έφτασε σε όλα τα ελληνικά πλοία. Ο ελληνικός στόλος με επικεφαλής τη ναυαρχίδα, το τεθωρακισμένο καταδρομικό «Αβέρωφ», ακολουθούμενη από τα παράκτια θωρηκτά Ύδρα, Σπέτσες, αρχηγίδα του Μοιράρχου Πλοιάρχου Πέτρου Γκίνη και Ψαρά, και από πίσω τα αντιτορπιλικά Αετός, Ιέραξ, Λέων και Πάνθηρ (τα αποκαλούμενα Θηρία) έσπευσε να συναντήσει τον αντίπαλο στόλο. Ο τουρκικός στόλος έπλεε «κατά παραγωγήν» με το καταδρομικό «Μετζιτιέ» να προηγείται και επικεφαλής τα θωρηκτά «Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα» (ναυαρχίδα), «Τουργούτ Ρέις», «Μεσουντιέ» και «Ασάριτεφικ». Ακολουθούσαν πέντε αντιτορπιλικά και πλωτό νοσοκομείο. Τα τέσσερα τουρκικά θωρηκτά με την έξοδό τους από τα Στενά έστριψαν δεξιά, παραπλέοντας το ακρωτήριο της Έλλης, ώστε να μην απομακρυνθούν από τα φρούρια της ακτής που τους παρείχαν προστασία με τα κανόνια τους. Τα ελληνικά πλοία στράφηκαν προς συνάντησή τους και οι δύο στόλοι ήρθαν αντιμέτωποι, σε διάταξη μάχης, με απόσταση 17 χλμ., στις 09.00. Ο ναύαρχος Κουντουριώτης, σε αυτό το σημείο, σήμανε πολεμική έγερση και εξέπεμψε το παρακάτω ιστορικό σήμα προς τον στόλο: Με την δύναμην του Θεού, τας ευχάς του Βασιλέως μας και εν ονόματι του Δικαίου, πλέω μεθ’ ορμής ακαθέκτου και με την πεποίθησιν της νίκης εναντίον του εχθρού του Γένους.
Ο ελληνικός στόλος δεν έβαλε τον εχθρό πρώτος, για οικονομία πυρομαχικών. Στις 09.05 υψώθηκε στο «Αβέρωφ» το προειδοποιητικό σήμα «αρχίσατε πυρ συγχρόνως μετά του Ναυάρχου» Στις 09.22 ο Οθωμανικός Στόλος άνοιξε πυρ, από απόσταση 12.000 μ., ενώ ο ελληνικός στόλος περίμενε ως τις 09.25, ανοίγοντας πυρ από τα 11.500 μ. Τα τουρκικά θωρηκτά έβαλαν κυρίως κατά του «Αβέρωφ». Όταν η ναυμαχία γενικεύθηκε, με απόσταση των δύο στόλων στα 9.500 μ., ο Κουντουριώτης αποδέσμευσε τον στόλο υψώνοντας το σήμα «Ζ», που σημαίνει «ανεξαρτησία κινήσεων», ώστε να εκμεταλλευτεί όλες τις αρετές του πλοίου του. Με την ταχύτητα των 21 κόμβων που του προσέφερε το «Αβέρωφ», όρμησε ακάθεκτος προς τον εχθρό, διαγράφοντας τόξο μπροστά του. Με τον ελιγμό «Ταυ» θα υπερφαλάγγιζε τα εχθρικά θωρηκτά και θα τα στρίμωχνε μεταξύ της ναυαρχίδας του και των υπόλοιπων ελληνικών θωρηκτών. Καθώς η ταχύτητα των υπόλοιπων θωρηκτών ήταν μικρή (14 κόμβοι), το «Αβέρωφ» υπερφαλάγγισε τον εχθρό μόνο του και μέσα στα πυρά του τουρκικού στόλου και των παραλιακών φρουρίων, έφτασε σε απόσταση 2.850 μ. από τον αντίπαλο. Οι Τούρκοι, όταν κατάλαβαν ότι ο ελιγμός θα ήταν επιτυχής, έκαναν διαδοχική στροφή 160 μοιρών και μπήκαν ατάκτως και πάλι στα Στενά. Πρώτο έκανε μεταβολή το «Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα» στις 09.50, ακολουθούμενο από τα υπόλοιπα πλοία. Όμως, μέσα στη βιασύνη τους, τα τουρκικά πλοία ήρθαν το ένα πολύ κοντά στο άλλο, με αποτέλεσμα να μη μπορούν να χρησιμοποιήσουν τα κανόνια τους και να μειώσουν ταχύτητα στους 10 κόμβους. Τα πλοία βάλλονταν συνεχώς από το «Αβέρωφ» και τα άλλα ελληνικά πλοία που είχαν πλησιάσει σε απόσταση 4.100 μ. Η τουρκική ναυαρχίδα δέχθηκε πλήγμα στο κατάστρωμα της πρύμνης, ενώ, αργότερα, ένα βλήμα διαπέρασε τον πυργίσκο της πρύμνης, δημιουργώντας ζημιά στους λέβητες. Το «Αβέρωφ» εγκατέλειψε την καταδίωξη όταν ελαττώθηκε η ταχύτητα πυρός του και δεχόταν πυρά από τα φρούρια Σεντούλμπαχιρ και Κουμκαλέ. Η ναυμαχία έληξε στις 10.17, με τον οθωμανικό στόλο να παραμένει αποκλεισμένος μέσα στα Στενά.
Στη διάρκεια της συμπλοκής το «Αβέρωφ» έριξε 127 βλήματα, ενώ μπορούσε να εκτοξεύσει τα τετραπλάσια, λόγω προσωρινής εμπλοκής κατά τη διάρκεια της ανεξάρτητης δράσης του. Δέχθηκε τέσσερα βλήματα μεγάλου διαμετρήματος, αλλά υπέστη ελάχιστες ζημιές.
Η τουρκική ναυαρχίδα «Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα» υπέστη σοβαρές ζημιές και το πυροβόλο των 280 χιλ. αχρηστεύτηκε εντελώς. Οι τουρκικές απώλειες ήταν 7 νεκροί και αρκετοί τραυματίες από τη ναυαρχίδα. Στο «Τουργούτ Ρέις» υπήρχαν 51 νεκροί και 40 τραυματίες. Η ελληνική πλευρά μέτρησε την απώλεια δύο ανδρών, πέντε τραυματιών από το «Αβέρωφ» και ενός από το «Σπέτσαι».
Βιβλιογραφία
- Γ. Ρούσσος, Νεώτερη Ιστορία του Ελληνικού Έθνους 1826-1974. Τόμος 5, σελ. 338-340
- Α. Βακαλόπουλος, Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1895, ιστ’ έκδοση, σελ. 346-349