Του Κωνσταντίνου Λίκα,
Δεκέμβριος 2011. Τρία χρόνια μετά από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, η Ευρώπη βίωνε μία οικονομική κρίση και το ενδεχόμενο χρεοκοπίας της Ελλάδος. Ο Mario Draghi βρισκόταν ήδη στην αρχή της θητείας του, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) το 2011 και έχοντας διαδεχτεί τον Jean-Claude Trichet, όταν εκλήθη να συντονίσει την αντίδραση της ΕΚΤ στην οικονομική κρίση του 2008 και τις επιπτώσεις του, όπως την κρίση χρέους στην Ελλάδα, αλλά και σε Ιταλία, Ισπανία, Πορτογαλία, Ιρλανδία και Κύπρο. Στα μέτρα του ανήκε και ένα εκτενές πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, ύψους €489 δισεκατομμυρίων και τριετούς διάρκειας, δανειοδοτώντας 523 τράπεζες στην Ευρωζώνη με 1% επιτόκιο, γνωστό ως LTRO (Long-Term Refinancing Operation).
Ο σκοπός του LTRO ήταν απλός. Πρώτον, έπρεπε να αποφευχθεί το ενδεχόμενο ενός credit crunch στην Ευρωζώνη. Για αυτόν τον λόγο, €325 δισεκατομμύρια κατέληξαν σε τράπεζες σε Ελλάδα, Ιταλία, Ιρλανδία, Ισπανία και Ιταλία, προκειμένου να καλυφθούν οι βραχυπρόθεσμες ομολογιακές τους υποχρεώσεις και για να υπάρξει και δανειοδότηση σε επιχειρήσεις. Επίσης, το να μπορέσουν οι τράπεζες να αγοράσουν κρατικά ομόλογα, αποσκοπούσε στην καταπράυνση της κρίσης χρέους στην Ευρωζώνη. Στις 29 Φεβρουαρίου 2012 αποφασίστηκε μάλιστα ένας δεύτερος γύρος QE, το LTRO2, με επιπρόσθετα €529,5 δισεκατομμύρια σε 800 τράπεζες. Ο Draghi ήταν αποφασισμένος: «Θα κάνουμε οτιδήποτε είναι απαραίτητο για να σώσουμε την Ευρωζώνη και αυτό θα αρκέσει».
Το «whatever it takes» όμως είχε και «zwar, aber». Αντιδράσεις υπήρξαν από γερμανικά στελέχη της ΕΚΤ. Ο Jens Weidmann, Πρόεδρος της Deutsche Bundesbank και ο Jürgen Stark, τέως μέλος του Δ.Σ. της ΕΚΤ, ισχυρίστηκαν ότι η ΕΚΤ ξεπέρασε κατά πολύ το mandate της. Ο Weidmann, συγκεκριμένα, διαφώνησε με την αγορά ισπανικών και ιταλικών ομολόγων, προκειμένου τα επιτόκιά τους να παραμείνουν σε χαμηλότερα επίπεδα και κατηγόρησε ότι ομοίαζε με απευθείας χρηματοδότηση σε κυβερνήσεις, πράγμα που απαγορεύεται. Συντηρητικοί πολιτικοί κύκλοι στη Γερμανία –ευρώφιλοι και μη– δεν διαφωνούσαν λιγότερο.
Ο χρόνος προχωράει πάραυτα. Ο Mario Draghi κατάφερε να κρατήσει την Ευρωζώνη σταθερή. Τιμηθείς από πολλούς οικονομολόγους, αλλά και από τον Γερμανό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Steinmeier με το Bundesverdienstkreuz, αποχωρεί από την προεδρία εν έτει 2019, η Christine Lagarde έρχεται να τον διαδεχτεί. Και ούτε καν προλαβαίνει να αναλάβει την εξουσία, πριν ξεσπάσει ο κορωνοϊός. Ενόψει μίας μεγάλης οικονομικής κρίσης, ανακοινώθηκε το Pandemic Emergency Purchase Programme (PEPP), ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης ύψους πέραν των €2 τρισεκατομμυρίων ευρώ, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται πλέον και ομόλογα ελληνικού δημοσίου, τα οποία ακόμα έχουν βαθμίδα σκουπιδιών.
Και μετά επήλθε το «χάος». Στις 5 Μαϊού 2020, το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο (Bundesverfassungsgericht ή BverG) στην Καρλσρούη (Karlsruhe), Βάδη-Βυρτεμβέργη (Baden-Württemberg), το ανώτατο δικαστήριο της Γερμανίας απεφάνθη σχετικά με το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που προηγήθηκε. Αφενός μεν, δεν εκρίθη ως κρατική επιχορήγηση, όπως ισχυρίζονταν οι κριτικοί και ως εκ τούτου εν μέρει σύμφωνο με το Γερμανικό Σύνταγμα. Αλλά επίσης χαρακτήρισε τα μέτρα εν μέρει ως «εσχάτως όχι πλέον κατανοητά» (schlechterdings nicht mehr nachvollziehbar). Ουσιαστικά, κηρύχθηκαν τα μέτρα QE ως εν μέρει αντισυνταγματικά, επειδή ενδέχεται να παραβίασαν την αρχή της αναλογικότητας.
Σαφώς και το φετινό πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης της ΕΚΤ δεν τερματίζεται, αλλά η απόφαση αυτή είναι ιστορική από κάθε άποψη. Απειλή, ωστόσο, συνίσταται. Τουτέστιν, εάν η ΕΚΤ αποτύχει να αιτιολογήσει την αναλογικότητα των μέτρων της το 2015 εντός τριμήνου, ή το φετινό πρόγραμμα υπερβεί τέτοια όρια, το BVerG θα έχει κάθε δικαίωμα να απαγορεύσει στη Γερμανία να συμμετάσχει στο πρόγραμμα της Ποσοτικής Χαλάρωσης, με το να απαγορευτεί στην Bundesbank να αγοράσει ομόλογα μέσω του προγράμματος Ποσοτικής Χαλάρωσης, πράγμα που θα οδηγήσει στον ακαριαίο θάνατο του φετινού QE.
Όλο αυτό έχει πολιτικές συνέπειες. Κάποιοι το βλέπουν ελαφρώς θετικά. Ο Υπουργός Οικονομικών Olaf Scholz (SPD) ισχυρίστηκε ότι η προθεσμία είναι «επαρκώς μεγάλη» κι ότι οι συζητήσεις για τα νέα πακέτα διάσωσης συνεχίζουν κανονικά, όπως και αποφασίστηκε στις 8 Μάϊου 2020 τα €240 δισεκατομμύρια του ESM.
“Die Gefahr besteht darin „dass auch die Verfassungsgerichte anderer Mitgliedstaaten sich auf das Bundesverfassungsgericht berufen und dem EuGH nicht folgen” – Wolfgang Schäuble
Άλλοι έχουν μία άλλη οπτική γωνιά. Ο Πρόεδρος του Bundestag και τέως Υπουργός Οικονομικών, Dr. Wolfgang Schäuble (CDU), ο οποίος ανήκε στους κριτικούς της προηγούμενης πολιτικής QE επί Draghi, κρίνει τα ρίσκα της απόφασης. Σε συνέντευξη με την Frankfurter Allgemeine Zeitung, έκρινε ότι «ελλοχεύει ο κίνδυνος τα συνταγματικά δικαστήρια άλλων κρατών να επικαλεστούν το Bundesverfassungsgericht και να μην ακολουθήσουν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο».
«Auf der Basis dieser Erkenntnisse prüfen wir mögliche nächste Schritte bis hin zu einem Vertragsverletzungsverfahren» (Βάσει εκείνων των γεγονότων εξετάζουμε πιθανά επόμενα βήματα έως και αγωγή για παραβίαση συνθήκης) -Ursula von der Leyen
Φυσικά, οι ευρωπαϊκοί θεσμοί αντιδρούν πολύ αρνητικά στο ζήτημα εκείνο, επειδή κρίνουν την απόφαση του BVerG ως άμεση απειλή και μάλιστα, εφόσον πρόκειται για εθνικό δικαστήριο που επηρεάζει σθεναρά μία σειρά από κοινοτικούς θεσμούς με τις αποφάσεις του. Για την ακρίβεια, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξετάζει αγωγή κατά της Γερμανίας για παραβίαση συνθηκών. Η Ursula von der Leyen, Επίτροπος της ΕΕ, ανέφερε στις 10 Μαΐου 2020, ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο έχει τον τελευταίο λόγο και ότι η ΕΕ είναι κοινότητα δικαίου και αξιών, τις οποίες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα υπερασπιστεί, σύμφωνα με την Tagesschau. Εντωμεταξύ, η Christine Lagarde ανέφερε ότι η ΕΚΤ θα συνεχίσει ακάθεκτη τον ρόλο της.
Συνοπτικά, το τι θα φέρει η επόμενη μέρα θα εξαρτηθεί από το πόσο θα μπορέσει η ΕΚΤ να δικαιολογήσει το «Whatever it takes» του Mario Draghi και φυσικά εάν το BVerG θα δεχτεί την αιτιολογία για την αναλογικότητά του. Στην καλύτερη, λειτουργεί ως μέτρο και σταθμό για τον έλεγχο της ΕΚΤ, έστω κι εάν συνιστά ευρωπαϊκό και όχι εθνικό όργανο, πράγμα που ίσως μετριάσει τις αρνητικές επιπτώσεις του QE, αλλά να περιορίσει και την αποτελεσματικότητά του εν μέσω της κρίσης. Αλλά στη χειρότερη περίπτωση, εάν το Bundesverfassungsgericht δεν ικανοποιηθεί από αυτό, το QE τελειώνει μετά από μόλις ένα τρίμηνο, εν μέσω της χείριστης οικονομικής κρίσης από το 1929.