Συνέντευξη στον Νικόλαο Ερμή,
Ο μεγάλος μουσικοσυνθέτης Χρήστος Νικολόπουλος αποδέχθηκε με ιδιαίτερη χαρά την πρόσκληση του OffLine Post και συμμετέχει στο αφιέρωμα για τα 30 χρόνια από την «απώλεια» του Στράτου Διονυσίου.
Μας μιλάει για τη γνωριμία του με τον αξέχαστο λαϊκό ερμηνευτή, για τη συνεργασία τους επί της πίστας, στα στούντιο και την ολοκληρωμένη δισκογραφική δουλειά με τις σημαντικές εμπορικές επιτυχίες. Θυμάται τον τρόπο με τον οποίο ο Διονυσίου ερμήνευε «μία κι έξω» τα τραγούδια και αποκαλύπτει ότι ο ξαφνικός θάνατος του ερμηνευτή στέρησε μία ακόμη δισκογραφική συνεργασία μαζί του.
Αναφέρεται, επιπλέον, στον Στέλιο Διονυσίου που εδώ και κάποια χρόνια αποτελεί μόνιμο συνεργάτη του επί του πάλκου.
- Θυμάστε, μήπως, τον τρόπο με τον οποίο γνωριστήκατε με τον Στράτο Διονυσίου και πώς προέκυψε η δισκογραφική δουλειά «Ο Σαλονικιός» (Minos – 1985);
Φυσικά και θυμάμαι! Tον γνώρισα στα στούντιο όπου έπαιζα σε κάποιους δίσκους του και σε μερικά πολύ παλιά, απ’ ό,τι θυμάμαι κάνα δύο του Τσιτσάνη και αργότερα σε κάποιους δίσκους του Τάκη Μουσαφίρη και του Τάκη Σούκα. Τότε που εγώ ήμουν ας πούμε μουσικός των στούντιο, έπαιζα μουσική με διάφορους. Αυτό μέχρι το 1985. Ωστόσο, γνωριζόμασταν από πολύ παλαιότερα. Πρωτοδουλέψαμε το 1971 σε ένα κέντρο που το έλεγαν «Καν – Καν», το οποίο ήταν ιδιοκτησία του ξακουστού Νίκου Γιγουρτάκη. Εκεί δουλέψαμε μαζί με τον Γιάννη Πουλόπουλο και μαέστρο τον Μίμη Πλέσσα. Συνέπεσε την επόμενη χρονιά, τη χειμερινή σεζόν 1972-1973, να δουλέψουμε πάλι μαζί, όταν έπαιζα μπουζούκι με τον Γιώργο Νταλάρα τότε, σε ένα κέντρο που λεγότανε «Παλιά Δειλινά», που η τοποθεσία του ήταν κάπου στη Γλυφάδα. Ένα παλιό, πολύ καλό κέντρο. Πολλοί τραγουδιστές πέρασαν από εκεί και μετέπειτα έγιναν γνωστοί, όπως η Δήμητρα Γαλάνη και η Καίτη Αμπάβη. Εκεί δουλέψαμε με τον Στράτο και με τον Νταλάρα συνυπήρξαμε. Το «αντάμωμα» δισκογραφικά ήταν, όπως ανέφερα παραπάνω, στα στούντιο. Κάποια στιγμή προέκυψε να μου προτείνουν από τη Minos, που ανήκε τότε ο Στράτος, να του κάνω έναν δίσκο μαζί με τον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Έτσι, ξεκινήσαμε τη σειρά των τραγουδιών που τα ονομάσαμε «Ο Σαλονικιός» και ο οποίος τίτλος του συγκεκριμένου τραγουδιού ήταν και ο τίτλος του δίσκου. Πολλοί αναφέρθηκαν στο ότι το τραγούδι αυτό γράφτηκε για έναν συγκεκριμένο Σαλονικιό, που όμως δεν ισχύει.
- Όπως έγραψε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος στο οπισθόφυλλο του δίσκου, υπήρξε ένας διάχυτος «συγκλονισμός» από τον τρόπο που ηχογραφήθηκε «μία και έξω» σε ένα απόγευμα, σχεδόν ολόκληρος ο δίσκος, ήτοι 9 από τα 13 τραγούδια. Ποια ήταν τα δικά σας συναισθήματα για το συνολικό αποτέλεσμα αυτής της συνεργασίας;
Ήταν ένα εντυπωσιακό γεγονός αυτό. Δε συνηθιζόταν οι τραγουδιστές να μπαίνουν μέσα και να τραγουδάνε εννέα τραγούδια σε ένα απόγευμα. Αυτό σημαίνει ότι ήταν ένας πολύ έμπειρος τραγουδιστής, ένας που κόλλαγε η φωνή του στον τόνο ακριβώς, δε χρειαζόταν να το ξαναπεί, δηλαδή, γιατί θα είχε κάποια φάλτσα κτλ. Είπε εννιά τραγούδια με άψογη ερμηνεία και η ερμηνεία αυτή έμεινε στον δίσκο και την ακούμε ακριβώς έτσι σήμερα. Μάλιστα, ήθελε να συνεχίσει να πει και τα υπόλοιπα αλλά τον σταματήσαμε, διότι έπρεπε να ξεκουραστεί. Την επόμενη ημέρα ήρθε και είπε τα υπόλοιπα τέσσερα. Θέλω να πω, όμως, ότι ήταν πολύ μελετηρός, μελέτησε πολύ τα τραγούδια. Μου έλεγε ότι μετά τη δουλειά του κάνει γύρες στην Αθήνα με το αυτοκίνητό του και τα ακούει και τα ξανακούει, για να τα εμπεδώσει. Μια φορά πήγα να του αλλάξω σε ένα τραγούδι μια φράση -γιατί εμένα μου αρέσει να τα πειράζω λιγάκι τα τραγούδια όσο τα σκέφτομαι και τα ξανασκέφτομαι- και μόλις πήγα να το πω, μου λέει «σε παρακαλώ μη μου αλλάζεις τίποτα, τα έχω στο μυαλό μου με συγκεκριμένο τρόπο»!
- Ένα χρόνο μετά την μεγάλη δισκογραφική επιτυχία που σημείωσε «Ο Σαλονικιός», στα πλαίσια της πολυσυλλεκτικής και πρωτότυπής σας δουλειάς με έντεκα κορυφαία ονόματα του πενταγράμμου, γράψατε το τραγούδι «Αν τελείωνε η ζωή» σε στίχους Λευτέρη Χαψιάδη. Θυμάστε, όταν ανακοινώσατε το εγχείρημά σας στον Στράτο, πώς αντέδρασε; Σε πολλά live της εποχής φαίνεται ότι το συγκεκριμένο τραγούδι μαζί με μερικά του Σαλονικιού ήταν από τα αγαπημένα του αξέχαστου βάρδου.
Μια χαρά αντέδρασε και το αποδέχτηκε. Ο δημιουργός, εξάλλου, έχει κάποια παράλληλα ταλέντα. Το ένα είναι, ας πούμε, να διαλέγει καλούς στίχους που να του ταιριάζουν στη μελοποίηση και το άλλο είναι να ξέρει ποιο τραγούδι ταιριάζει στον τραγουδιστή. Εγώ είχα αυτό το έμφυτο ταλέντο, να ξέρω ποιο τραγούδι ταιριάζει σε ποιον και ειλικρινά στον δίσκο αυτόν, όποιο τραγούδι διάλεξα, δεν αντιμετώπισα καμία αντίρρηση από κανέναν. Ούτε ο Στράτος είχε φέρει καμία αντίρρηση.
- Ο μεγάλος μας στιχουργός Λευτέρης Παπαδόπουλος σε αποχαιρετιστήριό του σημείωμα για τον Στράτο είχε δηλώσει ότι βρισκόσασταν σε συζητήσεις για την ηχογράφηση ενός νέου δίσκου προς τα τέλη του ‘90. Είχαν γίνει, πράγματι, συζητήσεις με τον Διονυσίου;
Ήταν μια άμεση δουλειά που θα κάναμε τον επόμενο χρόνο κιόλας. Το είχαμε συζητήσει με πολλή χαρά, γιατί είχαν περάσει αρκετά χρόνια από τον «Σαλονικιό» και με πρόταση της εταιρείας οι συζητήσεις είχαν προχωρήσει, ώστε αυτός να είναι ο επόμενός του δίσκος. Δυστυχώς, όμως, δεν προλάβαμε…
- Τρεις δεκαετίες μετά την άκρως επιτυχημένη συνεργασία σας με τον Στράτο, μπήκε στην παρέα σας ο Στέλιος Διονυσίου, με τον οποίο εμφανίζεστε επί χρόνια στο «Περιβόλι του Ουρανού», ενώ πέρυσι κυκλοφόρησε ένας δίσκος σας σε στίχους Φιλίππου Γράψα. Ποια είναι τα συναισθήματά σας, όταν έχετε ζήσει και τον πατέρα και τον υιό Διονυσίου τόσο στενά;
Υπάρχει μια σύνδεση οπωσδήποτε. Νιώθω ότι είναι ο υιός ενός καλού μου φίλου και τον βλέπω με πολλή στοργή. Συμβαίνει να είναι και ένα πάρα πολύ καλό παιδί ο Στέλιος. Είναι ανοιχτόκαρδος, μου μοιάζει πολύ στο χιούμορ, στην παρέα. Κάποιος που κάνει μαζί του παρέα περνάει πολύ ωραία. Σου φεύγουν τα άγχη μόλις κάτσεις λίγο δίπλα του. Μόλις μπλέκουμε μαζί στο μαγαζί που δουλεύουμε, αλλάζει η ψυχολογία μας εντελώς. Εν πάση περιπτώσει, μεταδίδει και ένα συναίσθημα στοργής προς αυτόν και λόγω του πατέρα του.