17.1 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΣυνεντεύξειςΒίκυ Μιχαλονάκου: «Ο Στράτος ήταν η ενσάρκωση της λαϊκής παράδοσης, εξέφραζε τους...

Βίκυ Μιχαλονάκου: «Ο Στράτος ήταν η ενσάρκωση της λαϊκής παράδοσης, εξέφραζε τους καημούς και τα πάθη του λαού»


Συνέντευξη στην Ελευθερία Κωνστάντιου,

Η Βίκυ Μιχαλονάκου είναι δημοσιογράφος και τακτικό μέλος της Ε.Σ.Η.Ε.Α. Γεννήθηκε στον Πειραιά, ολοκλήρωσε τη Ράλλειο Πρότυπο Σχολή και μεταξύ άλλων σπούδασε Δημοσιογραφία, Δημοσιολογία, Επικοινωνία, Δημόσιες Σχέσεις, Ανθρωπιστικές και Πολιτικές Επιστήμες. Από το 1977 και έπειτα έχει αρθρογραφήσει στις μεγαλύτερες ελληνικές εφημερίδες, όπως: Τα Νέα, Έθνος, Έθνος της Κυριακής, Απογευματινή κ.α., καθώς και στον Περιοδικό Τύπο και ως ανταποκρίτρια στον Ξένο Τύπο.

Για χρόνια συμμετείχε ως παραγωγός σε εκπομπές στο ραδιόφωνο (ΕΡΑ 2, Ant1 κ.ά.), αλλά και στην τηλεόραση, αρχικά στην κρατική (ΕΤ1- ΝΕΤ) κι έπειτα στην ιδιωτική. Για το δημοσιογραφικό της έργο, όπως και για το λογοτεχνικό, έχει τιμηθεί με βραβεία και διακρίσεις. Έχει γράψει την ομότιτλη αυτοβιογραφία του μεγάλου λαϊκού ερμηνευτή «Στράτος Διονυσίου» (2002), που πρόσφατα επανακυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Κάκτος.

Με αφορμή τη συμπλήρωση των τριάντα χρόνων από τον θάνατο του Στράτου Διονυσίου, αλλά και την επανακυκλοφορία του βιβλίου, η κα. Μιχαλονάκου δέχτηκε με χαρά να μιλήσει στο OffLine Post για το βιβλίο της, αλλά και να μας διηγηθεί κάποιες ιστορίες που έζησε με τον αείμνηστο καλλιτέχνη.

  • Κατά την πρώτη σας συνάντηση, μέσω της συνέντευξης που πήρατε στον Στράτο για λογαριασμό της εφημερίδας «Έθνος της Κυριακής» (29 Ιανουαρίου 1989), δημιουργήθηκε, ας πούμε, μία παρεξήγηση μεταξύ των δυο σας. Εκείνος, βέβαια, σας συγχώρεσε και γρήγορα άρχισε να σας κατατάσσει στους «για πάντα κολλητούς του». Θα αλλάζατε κάτι σε αυτήν την πρώτη συνέντευξη ή πιστεύετε πως εκείνος ο θόρυβος που προέκυψε ήταν αυτό που τελικά σας ένωσε;

Θυμάμαι, τότε, ότι ο Στράτος είχε πικραθεί πολύ για τον τίτλο της συνέντευξης: «Μετά από μένα το χάος», αλλά και για κάποιους υπότιτλους: «Είμαι ο μόνος ζωντανός μύθος και όχι ο Καζαντζίδης», καθώς υπήρχε ήδη μία φημολογούμενη κόντρα επί σειρά ετών με τον Καζαντζίδη. Και είχε δίκιο ο Στράτος, διότι έχω την άποψη ότι ο Καζαντζίδης ίσως ήταν υπερτιμημένος και προωθούνταν περισσότερο από τη δισκογραφική εταιρεία «Κολούμπια», όπως και άλλοι φτασμένοι τραγουδιστές -ήταν δυναστεία-, ενώ ο Στράτος ήταν στο περιθώριο. Ο Στράτος ήταν η ενσάρκωση της ελληνικής παράδοσης στο τραγούδι. Γνήσια λαϊκός, αυθεντικός, αναρχικός, ο ροκάς του λαϊκού πενταγράμμου. Μερικοί θα μου πουν: «Ο πιο μεγάλος ήταν ο Καζαντζίδης». Ναι, ίσως… Αλλά ποια είναι η διαφορά τους; Ο Στράτος πλήρωσε τις αμαρτίες του, τα πάθη του, έξυσε τις πληγές του, αλλά δεν έγινε ποτέ «εθνικός», ήταν πάντα ασυμβίβαστος, γιατί ποτέ δεν ένιωσε την ανάγκη να ικανοποιήσει κάποιον, να συνθηκολογήσει με τα κατεστημένα της εποχής, γιατί οι δισκογραφικές εταιρείες τον είχαν βάλει «ψυγείο», στο «συρτάρι», όπως έλεγε ο ίδιος.

Η συνέντευξη του Στράτου στο Έθνος της Κυριακής δημιούργησε πολύ θόρυβο, συζητήθηκε πολύ από την ελεύθερη και κρατική ραδιοφωνία και από τον τύπο της εποχής. Ήταν μια σκληρή, αποκαλυπτική συνέντευξη, στην οποία ο Στράτος είχε εξακοντίσει τα βέλη του σε όσους θεωρούσε «ενόχους» για την κρίση του γνήσιου λαϊκού τραγουδιού. Θυμάμαι ότι αυτή η παρεξήγηση λύθηκε αμετάκλητα, όταν στην τηλεφωνική μας επικοινωνία μου είπε: «Μου την είχες στημένη, Μιχαλονάκου, αλλά δεν πειράζει. Αν με γνώριζες καλύτερα, δε θα ‘γραφες αυτά που είχες γράψει. Δεν πειράζει, όμως, χαλάλι σου».

Ο Στράτος ήξερε να συγχωρεί μ’ έναν δικό του τρόπο. Δεν κρατούσε κακία. Δύσκολα έκανε φίλους, αλλά αν έδειχνες «χαρακτήρα», σ’ αποκαλούσε «ρε μαγκάκι» και σε είχε κατατάξει για πάντα στους «κολλητούς» του. Είχα μια μοναδική ευκαιρία, να ζήσω από πολύ κοντά τον Στράτο Διονυσίου. Τους τελευταίους μήνες της ζωής του ήμασταν σχεδόν κάθε μέρα μαζί. Είχα αναλάβει έναν ρόλο μεσάζοντα ανάμεσα σε εκείνον και στο κοινό του. Ήθελα να αποδώσω όσο γίνεται πιο πιστά τη «μιλιά» και το ήθος του, αφού για πρώτη φορά στην καριέρα του είχε κληθεί από την ΕΡΑ 2 να καταγράψει στο μικρόφωνο την αυτοβιογραφία του -στα πλαίσια της εκπομπής «Λαϊκοί Βάρδοι»-, που ολοκληρώθηκε σε 10 ωριαίες εκπομπές και έτυχε μεγάλης αποδοχής από τους ακροατές, όχι μόνο της ενδοχώρας αλλά και από την ομογένεια. Εμένα αυτό που με συγκίνησε όλο αυτό το διάστημα που τον καλούσα σε εκπομπές και αφιερώματα, ήταν η απλότητα, η αυθεντικότητά του, μαζί με τη δική του θυμοσοφία και το ιδιάζον λεκτικό ύφος του. Και, εδώ, εντοπίζεται η δική μου δυσκολία, καθώς προερχόμουν από έναν πατέρα φιλόλογο, που μας μιλούσε σπίτι σχεδόν αρχαΐζουσα, να μεταφέρω στη συγγραφή της αυτοβιογραφίας του, να αποδώσω πιστά την αυθεντική γλώσσα του Στράτου Διονυσίου· μια γλώσσα λαϊκή, αληθινή, που μιλούσε με ειλικρίνεια, σταράτα και αντρίκεια. Πιστεύω ότι ο Στράτος ήταν ο τελευταίος των αυθεντικών του λαϊκού πενταγράμμου και έγινε ο μεγάλος λαϊκός βάρδος, γιατί είχε βιώματα και ακούσματα μιας συγκεκριμένης εποχής· ως συνεχιστής των περιθωριακών ρεμπετομάγκηδων, που πέρασε από τις τσίγκινες παράγκες του Μάρκου Βαμβακάρη, του Στράτου Παγιουμτζή, του Ανέστη Δεληά, του Γιώργου Μπατή, του Δημήτρη Γκόγκου (Μπαγιαντέρα) κ.ά., τις μεγάλες «κεφαλές» του λαϊκού πενταγράμμου, όπως έλεγε ο ίδιος. Δεν ήταν κατασκεύασμα ο Στράτος. Ένα φτωχόπαιδο, ορφανό από τα μικρά του χρόνια. Μέσα από τη φτώχεια και τη στέρηση μπορούσε να αποτυπώσει και να εκφράσει τα αισθήματά του, και αυτό ήταν το σημειολογικά σημαντικότερο που έκανε τον Στράτο σπουδαίο. Έμεινε πάντα λαϊκός, αληθινός και αφτιασίδωτος. Θυμάμαι ότι δύο φορές τη βδομάδα που συναντιόμασταν για να πάμε στην ΕΡΤ, ο Στράτος με περίμενε στη Λεωφόρο Αλεξάνδρας και άνοιγε πάντα την πόρτα για να περάσω. Ήταν πάντα ιππότης και τζέντλεμαν με τις γυναίκες· γι’ αυτό, ίσως, είχε και τόσες μεγάλες επιτυχίες στο «ωραίο» φύλο. Ο Στράτος οδηγούσε μια πολυτελέστατη, σκούρα Μερσεντές και κάθε φορά που πηγαίναμε για την ΕΡΤ, όταν γινόταν αντιληπτός από τους γιωταχήδες, γινόταν χαμός.

«Γεια σου, Στρατάρα», ο ένας, «γεια σου αρχηγέ», ο άλλος. Και ο Στράτος ανταπαντούσε, χαιρετώντας τους: «Γεια σας, παιδιά, πώς πάνε τα κέφια;». Κάποτε, όταν σταματήσαμε στο φανάρι, στο διπλανό μας αυτοκίνητο, ένα μικρό Φιατάκι, ο οδηγός του, απευθυνόμενος στον Στράτο τού λέει: «Στρατάρα, αλλάζουμε αυτοκίνητα;». «Γιατί όχι;» του λέει ο Στράτος χαμογελώντας «αν αλλάξουμε και ζωές αγόρι μου…». Αυτός ήταν ο Στράτος, πάντα μονήρης, βασανισμένος, ένιωθε στην Αθήνα «ξένος», κυνηγήθηκε από εταιρείες και τα κατάφερε. Αυτό που του άφησε ανοιχτές πληγές ήταν η φυλάκιση και όλο το γεγονός που ήταν μία στημένη κομπίνα από αντιπάλους.

Τώρα, όσον αφορά το περιεχόμενο της επίμαχης συνέντευξης, δε θα άλλαζα κάτι από αυτά που έγραψα για τον Στράτο, γιατί αφενός ως δημοσιογράφος τηρώ πάντα με θρησκευτική ευλάβεια τον κώδικα δημοσιογραφικής δεοντολογίας και σέβομαι τον εκάστοτε συνεντευξιαζόμενο, χωρίς ποτέ να παραβιάζω προσωπικά δεδομένα. Αφετέρου, πάντα αποδίδω με πιστότητα και χωρίς αλλοιώσεις τις κατά καιρούς δηλώσεις ή εξομολογήσεις των προσώπων που μ’ εμπιστεύτηκαν. Κατ’ επέκταση και στην περίπτωση του αείμνηστου καλλιτέχνη,  δε νιώθω ενοχές, ούτε δηλώνω μεταμεληθείσα. Ξέρετε, είμαι παλαιάς κοπής δημοσιογράφος και ακολουθώ πιστά το μότο: «Γράψ’ το όπως το λέω».

Ο Στράτος ήταν σεμνός, πολύ αισθηματίας, κοινωνικά ιδιαίτερα ευαίσθητος και πολύ φιλάνθρωπος, αλλά δεν το επιζητούσε και ο ίδιος να προβληθεί αυτή η αθέατη πλευρά του. Η αφήγηση της αυτοβιογραφίας είναι μέσα από την αυθεντική μαρτυρία του ίδιου, που καταγράφει την προσωπικότητα του ανθρώπου και την προσφορά του καλλιτέχνη στο γνήσιο λαϊκό τραγούδι.

  • Στην αυτοβιογραφία που κυκλοφόρησε το 2002, γράφετε πως αφορμή ήταν το αφιέρωμα της εκπομπής «Λαϊκοί Βάρδοι» και πως εκτός του βιβλίου, τού «γεννήθηκε η ιδέα να γράψετε κι ένα σενάριο που θα γινόταν ταινία». Εάν γινόταν η ταινία και γράφατε το σενάριο, πώς θα την ονομάζατε; Τώρα που είναι πρόσφατη και η επιτυχία της ταινίας «Ευτυχία» για την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, θα το προχωρούσατε;

Όταν έγινε η αυτοβιογραφία του Στράτου η ίδια η εταιρεία που έχει αναλάβει την παραγωγή στο σίριαλ του Ant1 «Άγριες Μέλισσες», με κάλεσε να υπογράψω ένα συμβόλαιο και να κάνουμε τηλεοπτική σειρά. Και ο ίδιος ο διευθυντής της παραγωγής, κ. Γιώργος Καραγιάννης, ενώ έδειξε μεγάλο ενθουσιασμό και ενδιαφέρον και κίνησε διαδικασίες για να αρχίσουν αμέσως τα γυρίσματα, τελικά το εγχείρημα δεν προχώρησε γιατί στο casting δε βρέθηκε το κατάλληλο πρόσωπο που θα υποδυόταν τον Στράτο. Στη συνέχεια, είχα κι άλλες προτάσεις από γνωστές εταιρείες παραγωγών, αλλά «ναυάγησαν» κι αυτές λόγω οικονομικής κρίσης.

Τώρα, τι τίτλο θα έβαζα εγώ; «Το Γεράκι της Πίστας»! Είναι ο πιο αντιπροσωπευτικός, άλλωστε ήταν και ο τίτλος που ο ίδιος πίστευε ότι τον χαρακτήριζε, γιατί παρότι πέρασε δύσκολες καταστάσεις, σκληρές δοκιμασίες και έζησε μια πολυτάραχη και περιπετειώδη ζωή, κατάφερε και έμεινε όρθιος στο πάλκο για 30 ολόκληρα χρόνια, ποτέ δεν εγκατέλειψε την πίστα, ποτέ δεν πρόδωσε τον κόσμο και ο κόσμος τον λάτρεψε. Θυμάμαι που μου έλεγε: «Μου φθάνει να είμαι τραγούδι στα χείλη του κόσμου».

  • Το χρονικό του θανάτου είναι ένα κρεσέντο λυρισμού και συναισθημάτων, το οποίο η πένα σας απέδωσε με έναν ιδιαίτερα έντονο τρόπο. Τις τελευταίες του στιγμές σας τις εκμυστηρεύτηκε η ίδια, η κα. Ελένη Χρυσάφη; Σας δυσκόλεψαν αυτές οι σελίδες όταν τις γράφατε; Το ρωτάω αυτό διότι όταν τις διάβασα, πραγματικά ανατρίχιασα…

Ομολογώ ότι ήταν πολύ μεγάλο το σοκ που υπέστην, εκείνο το μοιραίο πρωινό, της Παρασκευής, στις 11 Μαΐου του 1990, στο άκουσμα της είδησης του θανάτου του και τολμώ να πω ότι ήταν συνάμα και προφητικό, γιατί εκείνη την ώρα καθώς ετοιμαζόμουν να μπω στο στούντιο της ΕΡΑ 2 για εκπομπή, πέρασε δίπλα μου ένα παιδί με μπομπίνες -εγγραφές εκπομπών- που τις πήγαινε για καταστροφή και μεταξύ αυτών ήταν και οι 10 ωριαίες εκπομπές της αυτοβιογραφίας του Στράτου, που πρόλαβα ευτυχώς να διασώσω και να κρατήσω έτσι «ζωντανή» τη φωνή του Στράτου που εξιστορούσε τη ζωή του και αποτελεί σπάνιο ηχητικό ντοκουμέντο.

Η συγγραφή του βιβλίου, πέρα από την αφήγηση του ίδιου του Στράτου, στηρίχτηκε σε μια πολύχρονη ενδελεχή δημοσιογραφική έρευνα που έκανα, ανατρέχοντας στις ρίζες του στη Νιγρίτα Σερρών, τη γενέτειρά του και τη Θεσσαλονίκη που θεωρούσε ως «δεύτερη» πατρίδα του. Σημειωτέον ότι η τελευταία επικοινωνία μου με τον Στράτο ήταν μία ημέρα πριν πεθάνει, καθώς ήθελε να με καλέσει στο μαγαζί που τραγουδούσε, μου είχε αφήσει ένα μήνυμα την Πέμπτη και μου έλεγε «καλά ρε μαγκάκι, έχεις κατεβασμένα τα ρολά;». Έτσι, για να συλλέξω περισσότερες πληροφορίες για τον θάνατό του, απευθύνθηκα στην οικονόμο του, Άννα Χρυσάφη, που ήταν χρόνια κοντά του και έζησε τις τελευταίες ώρες του αλλά και στον άντρα της που φρόντιζε τα άλογα του Στράτου, οι οποίοι μου εξιστόρησαν όλη την ιστορία. Ο Μήτσος, επίσης, που ήταν και συγκρατούμενός του στις φυλακές της Τυρίνθας και τον είχε πάρει σερβιτόρο στο μαγαζί του, μου αποκάλυψε επίσης ιδιαίτερες λεπτομέρειες για τις τελευταίες στιγμές του Στράτου. Όπως επίσης και οι ταξιτζήδες, που έκαναν πιάτσα έξω από το μαγαζί «Στράτος» της οδού Φιλελλήνων και έπιαναν ξημερώματα κουβέντα μαζί του. Όσο για το βιβλίο, είναι ντοκουμενταρισμένο και εμπεριστατωμένο από κάθε άποψη, που σε κάποια στιγμή δεν προσποιείται, ούτε προδίδει την αλήθεια, ακόμα και όταν φτάνει στα πιο δύσκολα προσωπικά ζητήματα. Δεμένο με σπάνιο φωτογραφικό και ρεπορταζιακό υλικό δίνει ένα ολοκληρωμένο πορτρέτο ενός λαϊκού ειδώλου που σε μια συντηρητική εποχή, προκάλεσε με την παρουσία του, την αμφιλεγόμενη παραβατική συμπεριφορά του και την υπόγεια διαδρομή του, τα αντανακλαστικά της «ηθικής» τάξης των πραγμάτων και τα ψεύτικα είδωλα της μεταπολεμικής κοινωνίας. Είναι ένα βιβλίο πέρα για πέρα αληθινό, μέσα από τις μαρτυρίες καλλιτεχνών, στενών φίλων, αλλά και απλών ανθρώπων που έζησαν από κοντά τον αείμνηστο καλλιτέχνη, χωρίς να έχει ούτε ένα μυθοπλαστικό στοιχείο. Ένα αληθινό σενάριο και μαζί ένα ιστορικό ντοκουμέντο μιας ολόκληρης περιόδου της σύγχρονης ιστορίας μας. Ιχνηλατεί τα νεοελληνικά ήθη από τον εμφύλιο και μετά τη σκληρή εποχή της επταετίας με κοινωνικοπολιτικές αναφορές, αλλά χωρίς ο ήρωας να είναι ιδιαίτερα πολιτικοποιημένος ή ιδεολόγος, αλλά «παιδί του λαού» και του «λιμανιού και του σαλονιού». Ένα βιβλίο γραμμένο με σεβασμό στη μνήμη του και στην κληρονομιά του και μαζί άμεσο και αυθεντικό, με τα λόγια του απαράλλαχτα όπως βγήκαν από τα χείλη του: «Περιπέτεια, όλη η ζωή μου μια περιπέτεια…».

  • Ο Στράτος ξεχώριζε κάποιον από τους συνθέτες που συνεργάστηκε ή μερικά από τα τραγούδια του;

Όχι, δε μου είχε πει κάτι το ιδιαίτερο. Έπειτα, ίσως δεν ήθελε να στεναχωρήσει κάποιους, αφού ήταν πολύ δεμένος φιλικά μαζί τους και επιπλέον ποτέ δεν ξεχνούσε τη συνεισφορά όλων εκείνων των συνθετών, με τους οποίους δούλεψε και οι οποίοι του χάρισαν τις μεγάλες επιτυχίες του.

  • Στον αξέχαστο ερμηνευτή, όπως γράφετε και στο βιβλίο, ζωηρή ήταν η ιδέα ότι ένας δίσκος με βυζαντινή μουσική και ψαλμωδίες θα αποτελούσε ένα ακόμη μεγάλο γεγονός στην τριακονταετή του καριέρα. Γνωρίζετε κατά πόσο κοντά ήταν στο να γίνει πραγματικότητα η επιθυμία του, μετά και την πρόταση του συνθέτη Γιώργου Τσαγκάρη; Επιπλέον, ισχύει ότι πρόθεσή του ήταν να κάνει μία δισκογραφική δουλειά σε επανεκτελέσεις τραγουδιών που είχαν ερμηνεύσει νωρίτερα συνάδελφοί του; Παραδείγματος χάριν το «Αν δεν είχα και σένανε», που είχε πει κατά τη διάρκεια μίας συνέντευξής σας.

Ο Γιώργος Τσαγκάρης, διευθυντής τότε στην ΕΡΑ 2 και ένας από τους πολυβραβευμένους μεγάλους κλασικούς μουσουργούς και συνθέτες, αλλά και διευθυντής στο Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΡΤ, επειδή τον ενδιέφερε πάρα πολύ η βυζαντινή χροιά στη φωνή του Στράτου, τού πρότεινε μία δισκογραφική δουλειά με βυζαντινές ψαλμωδίες, γεγονός που τον έκανε ιδιαίτερα υπερήφανο. Αλλά, δυστυχώς, δεν πρόλαβε να ολοκληρωθεί ο δίσκος, αν και είχαν γίνει κάποια γυρίσματα στη Μονή Καισαριανής.

Ένας ροκάς με βυζαντινή μεγαλοπρέπεια με λαμέ γραβάτα, καλοραμμένο κοστούμι και λουστρινέ παπούτσια, χωρίς τζελ στα μαλλιά, με ηφαιστειώδη ανδρισμό, ερωτική ορμή, αλλά πάντα κλασικός, με έμφυτη σοβαρότητα και δωρική αυστηρότητα που απέπνεε στην πίστα.

Ο Στράτος Διονυσίου αν δεν ήταν ο ροκάς του λαϊκού πενταγράμμου, ίσως να ήταν ο αναρχικός του λαϊκού τραγουδιού. Ίσως, θα μπορούσε να ‘ναι ένας ταπεινός ιεροψάλτης με βυζαντινή χροιά φωνής και ένρινους καημούς.

Όσο για τις επανεκτελέσεις παλαιών τραγουδιών, πάντως δεν το γνωρίζω, δε μου είχε εκμυστηρευτεί κάτι ανάλογο. Μίλησα και με τους συνθέτες του και ούτε κι εκείνοι μου ανέφεραν κάτι σχετικό.

  • Πόσο σημαντικό ήταν για εσάς να βγει, μέσω της πένας σας, η αυτοβιογραφία του Στράτου; Είναι ένα βιβλίο που αγαπήθηκε αρκετά. Θεωρείτε πως μετά την έκδοσή του ο κόσμος κατανόησε καλύτερα τον Στράτο;

Αυτό αποτυπώνεται και στην επανακυκλοφορία της αυτοβιογραφίας του Στράτου. Η επιθυμία του αναγνωστικού κοινού να μάθει περισσότερα για τον Στράτο, αν θέλεις για ένα λαϊκό είδωλο που έφυγε νωρίς, στον αντίποδα του καταιγισμού των ψεύτικων ειδώλων. Νομίζω ότι δικαιώνει την όλη πορεία του Στράτου στο τραγούδι και, φυσικά, την πορεία της ζωής του. Ο Στράτος ήταν βασανισμένος και εξέφραζε τον καημό και τα πάθη του λαού. Ήταν ο Στράτος το «Γεράκι της Πίστας», ήρωας μέσα στις άγριες νύχτες μιας τριακονταετίας και μαζί ο γνήσιος συνεχιστής μιας λαϊκής παράδοσης, για να τελειώσει στις λουλουδιασμένες πίστες των μπουζουκομάγαζων της  παραλιακής.

Λαϊκό είδωλο επί τρεις δεκαετίες, δεν ανήκε σε καμιά ερμηνευτική σχολή, πλην της δικής του. Η ερμηνεία του, άμεση και «καθαρή», είχε το «τρέμουλο» των βυζαντινών ψαλτών λόγω της παραδοσιακής καταγωγής του, αφού ο πατέρας του ήταν ιεροψάλτης από το Αϊβαλί της Μικράς Ασίας. Το «Στρατέλι», το προσφυγόπουλο της Νιγρίτας που κρατούσε από «ράτσα φωνής». Ήταν και «προσφυγάκι», «ξενάκι», πάντα μονήρης και αυτάρκης. Ο Σαλονικιός που σχεδόν είχε «γεννηθεί» τραγουδιστής, μεγαλώνοντας στους δρόμους της προσφυγιάς και της φτωχολογιάς, πουλώντας την πραμάτεια του και ακούγοντας τα τραγούδια της εποχής εκείνης. Το «ξενάκι» της Αθήνας που ένιωθε πάντα ξένος, που αναγκάστηκε να παλέψει σκληρά για την επιβίωση, κατακτά το όνειρό του και από «μαγκίτης» γίνεται πρίγκιπας. Ήταν ο «Ξένος», από την άλλη, όμως, παρέμεινε πάντα ο «Άρχοντας» της πίστας. Μια αντρίκεια φωνή, βαθιά ερωτική, σίγουρα διαχρονική! Μια φωνή αισθαντική, εκφραστική, γνήσια λαϊκή, που καίγεται από πάθος, από ανθρώπινα πάθη· μια φωνή που αγγίζει τις ευαίσθητες χορδές των νεοελλήνων, μια φωνή που θα τραγουδάει μέσα μας.

  • Τέλος, θα μπορούσατε να μας δώσετε μια εικόνα τόσο της τελευταίας εκπομπής που γράψατε με τον Στράτο, την Πρωτομαγιά του ’90, όσο και της ηχογράφησης του δίσκου του λίγες ώρες πριν «φύγει», όπου είχατε την τύχη να βρίσκεστε;

Θυμάμαι χαρακτηριστικά την τελευταία συνέντευξή του στην ΕΡΑ 2, την Πρωτομαγιά του ’90. Κανονίσαμε για τη ζωντανή ραδιοφωνική παρουσία του, που γινόταν εξτρά, μετά από απαίτηση πολλών ακροατών, όπου θα είχε άμεση επικοινωνία με τον κόσμο. «Εντάξει, ρε μαγκάκι», μου είπε «θα είμαι στην ώρα μου, να μην ξεγελάσουμε τον κόσμο που μας περιμένει». Ατυχώς, το μπαρ της ΕΡΤ που τον περίμενα, ήταν κλειστό λόγω αργίας. Η ώρα ήταν 14.45 μ.μ. και η εκπομπή θα ξεκινούσε ακριβώς στις 15.00. Είχε ήδη πολύς κόσμος κατακλύσει το στούντιο, για να δει από κοντά το είδωλό του. Ανησύχησα, ο Στράτος ήταν πάντα συνεπής στα ραντεβού του.

Τον θυμάμαι που ερχόταν πάντα ακριβής στην ώρα του, στο στούντιο της ΕΡΑ 2, συνεσταλμένος, σεμνός, πειθαρχημένος στις τεχνικές υποδείξεις, ακούραστος, αν και πολλές φορές ερχόταν κατευθείαν από δουλειά, ξενυχτισμένος και άρρωστος με ισχυρούς πόνους στη μέση του. «Κοίταξε πως με σαμαρώσανε σαν γαϊδούρι» και μου έδειχνε την ορθοπεδική ζώνη που φορούσε στη μέση του.

Είχα πανικοβληθεί, τον ψάχναμε επί ματαίω… αλλά ευτυχώς κάποιος τεχνικός τον είδε να κάθεται στα σκαλοπάτια της ΕΡΤ. Τον μάλωσα: «Μα δε λυπήθηκες το σινιέ κοστούμι σου και κάθεσαι, λες και είσαι κανένα παιδάκι; Δε μπορούσες να μπεις σ΄ ένα από τα γραφεία;». Και εκείνος μου απάντησε: «Τι να κάνουμε ρε Μιχαλονάκου, έτσι έχουμε μάθει να μη μπαίνουμε σε ξένα γραφεία. Το πολύ να μας κατεβάσουν τα γαλόνια…».

Τέλος πάντως, μπαίνουμε μέσα στο στούντιο και από την αρχή της εκπομπής το τηλεφωνικό κέντρο, στην κυριολεξία, έχει πάρει «φωτιά». Κατακλυζόταν από τα χιλιάδες τηλεφωνήματα φανατικών θαυμαστών του Στράτου από όλα τα μέρη της Ελλάδας, αλλά και της Ομογένειας (Αμερική, Αυστραλία, Καναδά, Γερμανία, κ.ά.), γινόταν πραγματικός χαμός! Τόσο μεγάλη επιτυχία είχε ο Στράτος και τόσο πολύ αγαπητός ήταν. Κάποια στιγμή, λοιπόν, παίρνει τηλέφωνο ένας συνθέτης, από τη Θεσσαλονίκη, ο οποίος λέει στον Στράτο: «Καλά, γιατί δε μίλησες για εμένα ρε αλήτη;». Ο Στράτος τα έχασε και του απάντησε: «Σιγά ρε Τσολάκη, δεν αναφέρθηκα γιατί η δημοσιογράφος δε μου έκανε ανάλογη ερώτηση». Είχα γίνει έξαλλη και είπα στον αέρα ότι η εκπομπή δεν αποδέχεται τέτοιους χαρακτηρισμούς και αήθη συμπεριφορά και θα πέφτει αμέσως η γραμμή. Ο δε Στράτος, φανερά στεναχωρημένος, προσπαθούσε να κατευνάσει τα πνεύματα λέγοντάς μου: «Δεν πειράζει Βικάκυ μου»… Και από εκείνη τη στιγμή βυθίστηκε στη σιωπή! Αυτός, ο ίδιος ο συνθέτης που αποκάλεσε τον Στράτο «αλήτη», αργότερα έμαθα ότι ο Στράτος τού είχε δώσει 1 εκατομμύριο για να κάνει εγχείρηση ανοικτής καρδιάς. (Αλλά ο Στράτος ποτέ δε μου μίλησε γι’ αυτήν την κοινωνική του διάσταση).

Ο Στράτος, μετά από κάποια ώρα έδειχνε καταβεβλημένος γιατί τον ταλαιπωρούσε, όπως μου είπε, η «ρημάδα» η μέση του. Είχε ήδη υποστεί δύο εμφράγματα και είχε νοσηλευτεί λίγους μήνες νωρίτερα στο «Απολλώνιο Θεραπευτήριο», για μερικές ημέρες.

Ο κύκλος της ραδιοφωνικής ζωής του Στράτου Διονυσίου έκλεισε τη μοιραία Πρωτομαγιά του 1990, που ήταν και η τελευταία Πρωτομαγιά της ζωής του!

Ήταν κάπως τραγικό, προφητικό θα το χαρακτήριζα, το φινάλε της εκπομπής γιατί μετά από δική του επιθυμία βάλαμε το τραγούδι «Κύριος ήρθα, κύριος φεύγω». Κλείνοντας την εκπομπή τον ρώτησα: «Στράτο, πώς νιώθεις, θα ‘σαι έτοιμος και μάχιμος για την πρόκληση του 1992;». Χαμογέλασε και μου είπε: «Βάλε καμιά δεκαριά χρόνια και περισσότερο! Θα ξεπεράσουμε το 2000 σίγουρα!». Μετά έσκυψε το κεφάλι και μου λέει: «Αρκεί, Βικάκυ μου, να είμαι στην υγειά μου καλά».

Λες και προαισθανόταν πως αυτή θα ‘ταν η τελευταία του επαφή με το κοινό του, με τον κόσμο που τον αγάπησε και ποτέ δεν τον πρόδωσε. Έκανε ο ίδιος την αποφώνηση και αποχαιρετώντας τους ακροατές, η φωνή του ακούστηκε απόμακρη και κουρασμένη: «Αντίο, σας ευχαριστώ. Αντίο…»

Και η εκπομπή έκλεισε με τη μεγάλη επιτυχία του «Αποκοιμήθηκα», που μου το ζήτησε ο ίδιος.

Όσο για τον τελευταίο του δίσκο, είχα την τύχη να βρίσκομαι με τον μεγάλο λαϊκό τραγουδιστή (δύο μέρες πριν φύγει για πάντα από κοντά μας) στο στούντιο «Πολυσάουντ» της Πατησίων, για την ηχογράφηση του τελευταίου του δίσκου «Ποιος άλλος» του Τάκη Μουσαφίρη. Σε κάποια στιγμή, ο συνθέτης και παραγωγός του Αχιλλέας Θεοφίλου, του είπε να ξανατραγουδήσει τη δεύτερη φράση του κουπλέ. «Ποια δεύτερη φράση; Όλα θα τα πω!» είπε εκείνος. Θυμάμαι, καθόταν σε ένα σκαμπό και ξαναείπε από την αρχή το τραγούδι, με διαφορετικό τρόπο και οι συνεργάτες του προβληματίστηκαν ποια απ’ τις δύο εκτελέσεις να προτιμήσουν.

Ο Στράτος με τον παραγωγό Αχιλλέα Θεοφίλου και τον συνθέτη Τάκη Μουσαφίρη, κατά την διάρκεια της τελευταίας ηχογράφησης της ζωής του, στις 10 Μαΐου 1990, μία ημέρα πριν «φύγει».

Πρόλαβε και ολοκλήρωσε εννέα από τα τραγούδια του δίσκου (μέσα σε δύο ώρες έγραψε πέντε τραγούδια). Μόλις άρχισαν να συζητούν τον τίτλο του δίσκου του, ο Στράτος επενέβη αποφασιστικά: Θα είναι «Ποιος Άλλος». Στις αντιρρήσεις του παραγωγού απάντησε γελώντας: «Ποιος Άλλος» τραγουδά για τον λαό; Ο Στράτος. «Ποιος Άλλος» γράφει επιτυχίες; Ο Μουσαφίρης. Αυτός ο τίτλος μου αρέσει!». «Ποιος Άλλος», άραγε, θα μπορούσε ν’ αντικαταστήσει τον αξέχαστο λαϊκό βάρδο; «Ποιος Άλλος»;

Ευχαριστούμε την κα. Μιχαλονάκου για την ευγενική παραχώρηση της συνέντευξης και, φυσικά, για τη διήγηση των μοναδικών στιγμών που έζησε με τον Στράτο Διονυσίου.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ελευθερία Κωνστάντιου
Ελευθερία Κωνστάντιου
Γεννήθηκε στη Λήμνο. Είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια του ΠΜΣ «Νεοελληνική Φιλολογία: Ερμηνεία, Κριτική και Κειμενικές Σπουδές», του τμήματος Φιλολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζονται στη μεταπολεμική ποίηση, τη γενιά του '70 και τη σύγχρονη ποιητική παραγωγή.