Συνέντευξη στον Νικόλαο Ερμή,
Ο λαϊκός τραγουδιστής και υιός του Στράτου, Στέλιος Διονυσίου, μιλάει στο OffLine Post, με την ευκαιρία του αφιερώματος για τα τριάντα χρόνια από την απρόσμενη φυγή του πατέρα του.
Αναφέρεται σε στιγμές που θυμάται μαζί του, διηγείται την βραδιά που βρέθηκε στο πάλκο δίπλα στον πατέρα του, μιλά για τις πτυχές της καριέρας του Στράτου και παραθέτει γεγονότα από την καλλιτεχνική και προσωπική πορεία του μεγάλου λαϊκού βάρδου. Εκφράζει ακόμη το παράπονό του απέναντι στην πολιτεία για την αντιμετώπιση του καλλιτεχνικού έργου του αξέχαστου ερμηνευτή. Παράλληλα, αναφέρεται στο ταλέντο του πατέρα του, που ύστερα από σκληρή μελέτη των τραγουδιών, κατόρθωνε να τα ερμηνεύει με όλο του το είναι και φυσικά με τον δικό του μοναδικό κι ανεπανάληπτο τρόπο.
- Τριάντα χρόνια από την απώλεια του Στράτου, αλλά η φωνή του παραμένει αξέχαστη. Σε κάθε νυχτερινό σχήμα ακούγονται τραγούδια του, ερμηνευτές διασκευάζουν ανεπανάληπτες επιτυχίες του και σε τηλεοπτικές εκπομπές γίνονται αφιερώματα στη μνήμη του. Είστε ικανοποιημένος, ωστόσο, από την αντιμετώπιση που δείχνει το ελληνικό κράτος στον Στράτο; Θα υπάρξει κάποια εκδήλωση για τα τριάντα χρόνια από τον αδόκητο χαμό του, όταν αυτό επιτραπεί;
Είχαμε προγραμματίσει φέτος το καλοκαίρι τα τρία αδέρφια, ο Άγγελος, ο Διαμαντής κι εγώ, να κάνουμε μια μεγάλη περιοδεία σε όλη την Ελλάδα και την Κύπρο, με θέμα τον πατέρα μας, λόγω των τριάντα χρόνων όπως προανέφερες, αλλά δυστυχώς λόγω των γεγονότων νομίζω δε μπορούμε να κάνουμε κάτι, εκτός κι αν κάποια στιγμή ανακοινωθούν νέα μέτρα από την κυβέρνηση που να μας επιτρέπουν να κάνουμε κάποιες συναυλίες. Αυτό θα το ξέρουμε πιστεύω μέσα στον Ιούνιο. Τώρα είναι ακόμα νωρίς για να ξέρουμε τι μέλλει γενέσθαι. Μακάρι να πάνε καλά τα πράγματα και για τον κλάδο τον δικό μας, γιατί δεν είμαστε μόνο οι τραγουδιστές, είναι οι μουσικοί, οι ηχολήπτες, οι φωτιστές, είναι οι εταιρείες παραγωγής και είναι πάρα πολύς κόσμος που έχει μείνει χωρίς δουλειά.
Κοίταξε να δεις, ένα παράπονο που εκφράζω χρόνια είναι το έξης. Όταν πέθανε ο πατέρας μας ήταν ενδεχομένως ο μόνος καλλιτέχνης στον οποίο δεν έγινε η κηδεία δημοσία δαπάνη· βέβαια εκεί δεν κατηγορώ την κυβέρνηση, ήταν μια μεταβατική περίοδος, μετά από μια οικουμενική κυβέρνηση που έμεινε για πολύ λίγο διάστημα. Επομένως, γι’ αυτόν τον λόγο ίσως και να μην έγινε. Βέβαια δεν ήταν θέμα χρημάτων, δόξα τω Θεώ είχαμε τα χρήματα για την κηδεία, αλλά ως κράτος, ως Υπουργείο Πολιτισμού δεν είχε γίνει κάποια εκδήλωση που να τον τιμήσει για όσα είχε προσφέρει στον ελληνικό πολιτισμό, καθώς είχε μεγαλώσει γενιές και γενιές, είχε προσφέρει πολλά.
- «Με όνομα βαρύ σαν ιστορία»… Είναι γνωστό πως κάποιες βραδιές, στα τέλη του ’89-αρχές του ’90 μοιραστήκατε με τον πατέρα σας το πάλκο, τραγουδώντας μαζί του. Ο ίδιος είχε αναφερθεί με ενθουσιασμό σε σας. Θα θέλατε να μας πείτε γι’ αυτό το γεγονός; Ποια ήταν τα συναισθήματά σας τη στιγμή που ερμηνεύατε δίπλα του;
Από πάρα πολύ μικρός, από το γυμνάσιο κιόλας, τραγουδούσα στο σπίτι μου, όταν ήξερα όμως ότι ήμουν μόνος μου, γιατί ντρεπόμουν και τη σκιά μου. Καταλαβαίνεις, δεν το συζητώ, να ήξερα πως είναι ο πατέρας στο σπίτι και να τραγουδήσω. Βέβαια αυτό έγινε μια μέρα. Επειδή φορούσα τα ακουστικά κι άκουγα πολύ δυνατά μουσική, δεν ήξερα ότι είχε μπει μέσα στο σπίτι κι ήταν σε μια γωνία και με κρυφάκουγε. Όταν τον είδα κι εκείνος χαμογέλασε, γιατί του άρεσε αυτό που άκουγε, ήθελα να ανοίξει η γη να με καταπιεί.
Τώρα, όσον αφορά εκείνη τη βραδιά, ήταν μία βραδιά που την έχω χαραγμένη στην καρδιά μου και δεν πρόκειται να την ξεχάσω ποτέ, μία βραδιά που θα μου μείνει αξέχαστη. Επειδή εγώ, λοιπόν, πήγαινα στο «Στράτος», στο μαγαζί που εμφανιζόταν την περίοδο εκείνη, τις ημέρες που δεν είχα σχολείο -Παρασκευή και Σάββατο-, γιατί μου άρεσε και ήθελα να δω πώς λειτουργεί ένα μαγαζί, πήγαινα στην κονσόλα και έβλεπα τον ηχολήπτη, πώς χειρίζεται τα μηχανήματα για παράδειγμα, τον φωτιστή μέχρι και ο παρκαδόρος πώς κάνει τη δουλειά του. Ήξερα γενικώς πώς είναι η λειτουργία μέσα στο μαγαζί. Κι εκείνο το βράδυ δε γνωρίζω γιατί, αλλά ανακοινώνει από το μικρόφωνο, χωρίς να μου έχει πει τίποτα «Είναι εδώ και ο Στελάρας, ο μικρός μου ο γιος» και «θα ήθελες να μας πεις ρε Στελάρα κανένα τραγούδι;». Μόλις τα ακούω αυτά, ανεβαίνω στη Φιλελλήνων να φύγω, να εξαφανιστώ. Θυμάμαι ότι με πήραν σηκωτό οι εργαζόμενοι του κέντρου, όλοι μαζί και με ανέβασαν με το ζόρι στην πίστα. Έτρεμα, όπως καταλαβαίνεις, σαν το ψάρι κι έλεγα μέσα μου «μα καλά, πώς θα τραγουδήσω;». Τότε γυρνάει και μου λέει ο πατέρας μου στο αφτί: «φαντάσου ότι είσαι μόνος σου, στο σαλόνι του σπιτιού και τραγουδάς, όπως έχεις κάνει». Τι να έκανα τώρα; Αφού μπήκαμε στον χορό, θα χορέψουμε. Είπαμε τρία τραγούδια, το «Γιατί καλέ γειτόνισσα» ήτανε το ένα, το «Μας υποχρέωσες» και ένα ακόμα που δε θυμάμαι. Βέβαια, το έκανα αυτό που μου είπε, έκλεισα τα μάτια μου, έτρεμε όμως το χέρι μου μαζί με το μικρόφωνο. Παρ’ όλα αυτά, τελειώνοντας ο κόσμος χειροκροτούσε και γυρνάω να δω την αντίδραση του πατέρα μου και τον είδα δακρυσμένο κι εκείνη η εικόνα ήταν σαν να έλεγε «αγόρι μου, προχώρα!».
Έτσι το εισέπραξα, και νομίζω έτσι ήταν. Δεν πρόλαβε να μου πει κάτι άλλο, γιατί μετά από κάποιους μήνες έφυγε. Δεν πρόλαβε να μου δώσει κάποιες συμβουλές ή να μου πει πώς θα ήθελε να με δει. Παρ’ όλα αυτά, εγώ αυτήν τη σκηνή την κρατάω, την έχω μέσα στην καρδιά μου και προχωράω όσο καλύτερα μπορώ σε αυτόν τον χώρο που επέλεξα να κάνω επάγγελμα.
- Είχατε ονειρευτεί να τραγουδάτε μαζί ή να βγάλετε κάποιο ντουέτο με τον πατέρα σας; Όταν τον ακούγατε ζωντανά, ποια τραγούδια έκαναν «χαμό» και ξεσήκωναν τον κόσμο;
Όταν έλεγε το «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» σηκωνόταν όλο το μαγαζί να χορέψει αυτόν τον ύμνο του Μίμη Πλέσσα και του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Ένα άλλο τραγούδι που έλεγε και γινόταν χαμός ήταν το «Τα πήρες όλα και έφυγες», ένα πιο ατμοσφαιρικό τραγούδι, που εκείνος δεν ήθελε ο κόσμος να το χορεύει, καθώς μπορεί η εισαγωγή του να παραπέμπει σε ζεϊμπέκικο, αλλά είναι μπαλάντα. Πρόκειται για δύο τραγούδια που έγιναν πολύ μεγάλες επιτυχίες.
Σίγουρα κάποια στιγμή ονειρευόμουν να κάνουμε κάποιο ντουέτο μαζί, αλλά ήμουν πολύ μικρός τότε, δεκαέξι χρόνων, δεν ήμουν έτοιμος ακόμη. Αλλά έτυχε εν τέλει αυτή η στιγμή, να ανέβω για λίγο στο πάλκο με τον πατέρα μου και είμαι πάρα πολύ χαρούμενος!
- Ως τραγουδιστής, ποιο ήταν εκείνο το στοιχείο που έκανε τις ερμηνείες του Στράτου τόσο μοναδικές;
Θεωρώ η πολλή μελέτη. Πριν ηχογραφήσει ένα τραγούδι, θυμάμαι, έπαιρνε τα τραγούδια και ανέβαινε στη Θεσσαλονίκη. Έκανε πέντε ώρες δρόμο και ξαναγυρνούσε, ακούγοντας τα τραγούδια μόνος του, γιατί μάλλον ηρεμούσε έτσι και προφανώς σιγοτραγουδώντας τα στο αυτοκίνητο κατανοούσε ποια ήταν η πιο σωστή ερμηνεία.
Βέβαια, αυτό που είχα ακούσει σε μια συνέντευξη του Λευτέρη Παπαδόπουλου και μου έκανε πολύ μεγάλη εντύπωση, ήταν ότι στο «ο» του Στράτου καταλάβαινες ποιο ήταν το ωμέγα και ποιο το όμικρον, μόνο από την ερμηνεία. Από εκεί καταλαβαίνεις πόσο καθαρός ήταν και δεν έβαζε πολλά στην ερμηνεία, έβαζε όσα χρειαζόταν. Έβαζε αυτά που έπρεπε στο κάθε ρεφρέν, στο κάθε κουπλέ, στην κάθε λέξη.
Κάτι άλλο που έχω ακούσει από μουσικούς είναι ότι η ορχήστρα πάντα κούρδιζε πάνω στη φωνή του Στράτου και όχι το ανάποδο, ως συνήθως, που ζητάμε έναν τόνο για να μπούμε. Ο Στράτος από μόνος του ήταν ένα μουσικό όργανο και ποτέ δεν παράτησε την πίστα, να πει δηλαδή μια νύχτα «δε μπορώ να τραγουδήσω». Ό,τι κι αν είχε, ό,τι κι αν τον απασχολούσε ακόμη και άρρωστος εάν ήταν, υπηρετούσε το λαϊκό τραγούδι και ακόμη καλύτερα από πριν.
- Ο μεγάλος λαϊκός βάρδος υπηρέτησε σε όλη του τη ζωή το λαϊκό τραγούδι. Γνωρίζετε εάν είχε απορρίψει προτάσεις συνθετών του λεγόμενου «έντεχνου» τραγουδιού;
Εγώ ξέρω ότι κάποτε ήταν να γίνει μια συνεργασία με τον μεγάλο μας Μίκη Θεοδωράκη και του είπε «Δάσκαλε σε εκτιμώ, σε σέβομαι, είσαι ο καθηγητής μας, αλλά σου ζητώ συγγνώμη διότι αυτά τα τραγούδια δε μπορώ να τα πω. Εγώ έχω μάθει να υπηρετώ άλλου στυλ τραγούδια, πιο λαϊκού ρεπερτορίου. Να πω για τη γυναίκα, για τον έρωτα, για την καψούρα να το πω έτσι…». Αρνήθηκε με πάρα πολύ ωραίο τρόπο, γιατί είναι ο μεγαλύτερος συνθέτης που έχουμε στην Ελλάδα και σίγουρα καταλαβαίνεις ότι ο Στράτος το έκανε γιατί θεωρούσε ότι αυτά τα τραγούδια δεν ταιριάζουν στην ιδιοσυγκρασία του, δεν του ταιριάζουν ερμηνευτικά. Με τον Γιάννη Μαρκόπουλο, πάλι, είχε συμμετάσχει σε μία συναυλία προς τιμήν του στο Καλλιμάρμαρο και από εκεί υπάρχει μία ηχογράφηση σε έναν δίσκο που συμμετείχε και ο Στράτος. Αλλά πιστεύω αυτή ήταν και η πολύ μικρή τους συνεργασία.
- Θα θέλατε να μας διηγηθείτε τις τελευταίες στιγμές που θυμάστε με τον Στράτο;
Κοίταξε, τον θυμάμαι πάνω στην πίστα, τον θυμάμαι ακμαίο, όσο καλύτερα. Τραγουδούσε με την ψυχή του, έδινε όλο του το είναι. Αυτό θυμάμαι. Ο πατέρας μας έφυγε τραγουδώντας, δε σταμάτησε ποτέ το τραγούδι. Την Πέμπτη το βράδυ τραγουδούσε και την Παρασκευή το πρωί έφυγε. Τον θυμάμαι μαχητή, αγωνιστή. Εκείνη την ημέρα δεν είχαμε βρεθεί παρά μόνο για λίγο το μεσημέρι. Ήταν και ημέρες που τελείωνε τον δίσκο του κι έλειπε αρκετές ώρες. Όταν έγινε αυτό (όταν έφυγε), εγώ ήμουν στο σχολείο γιατί έγινε Παρασκευή πρωί. Έτσι το μάθαμε.
- Βρεθήκατε ποτέ σε κάποια ηχογράφηση του πατέρα σας; Σας έβαζε τα demo πριν μπει στο στούντιο, για να του πείτε κάποια γνώμη;
Βέβαια! Τα ντέμο τα ακούγαμε συνέχεια στο σπίτι. Είχε το κασετοφωνάκι το δημοσιογραφικό, με τις κασετούλες τις μικρές και μας τα έβαζε. Μάλιστα και η μητέρα συμμετείχε. Μας έλεγε «ακούστε τα καινούργια τραγούδια», διότι ακόμα δεν τα είχε πει και τα ακούγαμε πρόχειρα ή με τη φωνή του συνθέτη. Αλλά πάντα θυμάμαι μέσα στο σπίτι ότι γινόταν ακρόαση και του λέγαμε τη γνώμη μας.