Του Γιώργου Σαλπιγγίδη,
Ένα όνομα, μια ιστορία, μια αληθινή ζωή, Στράτος Διονυσίου, ο βάρδος του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού. Γεννήθηκε στις 8 Νοεμβρίου 1935 στην περιοχή Νιγρίτα στις Σέρρες. Οι γονείς του ήταν Μικρασιάτες πρόσφυγες, ο πατέρας του, ιεροψάλτης, πέθανε όταν ο Στράτος ήταν 13 χρονών. Το 1947 πήγαν στην Θεσσαλονίκη, εκεί ο μικρός Στράτος δούλεψε ως μικροπωλητής, ράφτης και εργάτης. Στα 14 γνωρίζει την γυναίκα με την οποία θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του, τη Γεωργία Λαβένη. Παντρεύτηκαν το 1955 και απέκτησαν τέσσερα παιδιά.
Θα κάνει την παρθενική του εμφάνιση στο κέντρο «Φαρίντα» της Θεσσαλονίκης και στα τέλη της δεκαετίας το ’50 θα κατέβει στην Αθήνα και από εκεί θα αρχίσει σταδιακά να μαγεύει τον κόσμο και τις δισκογραφικές με την βαθιά του φωνή. Η υπογραφή συμβολαίου με την «Κολούμπια» του ανοίγει τον δρόμο για τις μεγάλες επιτυχίες. Αυτό ήταν μόνο η αρχή. Ακολουθούν οι επανεκτελέσεις μεγάλων τραγουδιών «Αχάριστη», «Πριν το χάραμα», «Η μπαμπέσα». Από το 1967 και μετά η μια επιτυχία διαδέχεται την άλλη. Η γνωριμία του με τον Άκη Πάνου και τον Μίμη Πλέσσα είναι ένας σταθμός στην ζωή του ίδιου, αλλά και του ελληνικού τραγουδιού. Τραγούδια όπως «Στο σταθμό του Μονάχου», «Βρέχει φωτιά στη στράτα μου» (για την ταινία «Ορατότης μηδέν»), «Ο παλιατζής», «Αγάπη μου επικίνδυνη», «Αφιλότιμη» άφησαν την δική τους ιστορία.
Το 1973 ωστόσο το όνομά του θα μπλεχτεί σε μια υπόθεση που θα τον πικράνει πολύ και θα διακόψει την ανοδική του πορεία. Κατηγορείται για κατοχή όπλου, αδασμολόγητων τσιγάρων και ναρκωτικών. Ο ίδιος αναφέρει πως το όπλο το χρησιμοποιούσε για σκοποβολή, ενώ αρνήθηκε κάθε άλλη κατηγορία και δήλωνε πως έπεσε θύμα πλεκτάνης. Το 1974 αθωώνεται για την κατοχή του όπλου και των τσιγάρων, όμως στις 30 Μαΐου 1975 καταδικάζεται για την υπόθεση των ναρκωτικών, από δικαστήριο της Θεσσαλονίκης, σε τρία χρόνια φυλάκιση. Θα εκτίσει μέρος της ποινής του στις αγροτικές φυλακές της Τίρυνθας και το Πάσχα του 1976 θα του δοθεί χάρη.
Ο ίδιος περίμενε πως μετά από αυτήν την περιπέτεια θα είχε χάσει την αγάπη του κόσμου. Προς μεγάλη του έκπληξη όμως το κοινό του τον αγκάλιασε και μαζί με την βοήθεια του φίλου του Τόλη Βοσκόπουλου, που του στάθηκε σε σημαντικό βαθμό, εμφανίζεται και πάλι στο καλλιτεχνικό στερέωμα. Η δεύτερη φάση της καριέρας του εγκαινιάστηκε το 1980 με τον δίσκο «Υποκρίνεσαι» στην Minos και μας χάρισε τις «χρυσές» επιτυχίες του αξέχαστου ερμηνευτή. Μεταξύ άλλων τα τραγούδια «Και λέγε λέγε», «Άκου, βρε φίλε», «Με σκότωσε γιατί την αγαπούσα», «Ο Σαλονικιός», «Ο Ταξιτζής» και πολλά ακόμα.
Στην προσωπική του ζωή ο Διονυσίου είχε δυο αγάπες, πέραν από την οικογένειά του, τον ΠΑΟΚ και τον ιππόδρομο. Ανέβαινε τακτικά στην Θεσσαλονίκη για να παρακολουθήσει την αγαπημένη του ομάδα. Είχε στην κατοχή του πάνω από 20 άλογα, τα οποία αγαπούσε και φρόντιζε αρκετά συχνά ο ίδιος.
Στις 10 Μαΐου του 1990 ο Στράτος Διονυσίου τραγουδά κανονικά στο κέντρο που με τόσο κόπο είχε κτίσει, το «Στράτος« στη Φιλελλήνων. Μόλις τελειώνει την δουλειά του πηγαίνει στο ξενοδοχείο «Χανδρής». Εκεί βρίσκεται λιπόθυμος το επόμενο πρωί και μεταφέρεται στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», ωστόσο είναι πλέον αργά. Η μεγάλη αυτή λαϊκή φωνή θα σβήσει απότομα από ρήξη ανευρύσματος κοιλιακής αορτής στις 11 Μαΐου 1990 και ώρα 13:15 πριν καν φτάσει στον προορισμό της. Ήταν μόλις 55 ετών. Ο κόσμος που τόσο τον αγάπησε τον συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών, λίγες μέρες αργότερα.