Του Χρήστου Αμανατίδη,
Στο πρώτο μέρος του αφιερώματος στον Καγκελάριο Μπίσμαρκ (που μπορείτε να βρείτε εδώ), μελετήσαμε την εσωτερική του πολιτική. Τώρα, θα δούμε την κληρονομιά που άφησε στο χώρο της παγκόσμιας διπλωματίας, την σταθερότητα της ισορροπίας δυνάμεων για 19 χρόνια και την ιδέα του Realpolitik.
Ο Μπίσμαρκ ήταν υπέρμαχος της διατήρησης του status quo στην Ευρώπη. Γι’ αυτό και η Γερμανία δεν συμμετείχε στο κυνήγι αποικιών και έπαιξε το ρόλο του διαιτητή στις διαφωνίες άλλων δυνάμεων, όπως στην περίπτωση του Συνεδρίου του Βερολίνου που διήρκεσε από τις 15 Ιουνίου ως τις 13 Ιουλίου του 1878 και έληξε ουσιαστικά το Ρωσο-τουρκικό Πόλεμο του 1877-1878.
Όλες αυτές οι ενέργειες, απλώς εξυπηρετούσαν τον μεγαλύτερο σκοπό της εξωτερικής του πολιτικής: την διπλωματική απομόνωση της Γαλλίας. Ήξερε ότι οι Γάλλοι θα προσπαθούσαν να εκδικηθούν τους Γερμανούς για την ταπείνωση τους στον Γαλλοπρωσικό πόλεμο και ήθελε να καθυστερήσει αυτόν τον εκδικητικό πόλεμο όσο το δυνατόν περισσότερο.
Στις 22 Οκτωβρίου του 1873, έπεισε τον Γουλιέλμο Α΄ να συμμετέχει στην Συνεννόηση των Τριών Αυτοκρατόρων, σε μια συνεννόηση όπου ο Ρώσος τσάρος Αλέξανδρος Β΄ και ο Αυστριακός αυτοκράτορας Φραγκίσκος Ιωσήφ Α΄ δεσμεύονταν να έρθουν σε διαβουλεύσεις στην περίπτωση σύγκρουσής τους στα Βαλκάνια ή στην περίπτωση αλλαγής της ισορροπίας δυνάμεων. Μετά, όμως, την Βαλκανική Κρίση του 1875- 1878 (οι εξεγέρσεις της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης και της Βουλγαρίας, όπως και ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος που τις ακολούθησε) τον εξώθησαν στο να διαλέξει έναν από τους δύο συμμάχους. Για πρώτη φορά στη ζωή του, ήρθε σε διαφωνία με τον Γουλιέλμο Α΄ και τον Σεπτέμβριο του 1879 υπέγραψε με τον Αυστριακό υπουργό Εξωτερικό Andrassy την Γερμανο-αυστριακή Συμμαχία, εναντίον της Ρωσίας. Για τα επόμενα 2 χρόνια, όμως, ετοίμαζε με λεπτούς διπλωματικούς χειρισμούς την επανένταξη της Ρωσίας στο σύστημα συμμαχιών του.
Τον Ιούνιο του 1881, κατόρθωσε να τη συμπεριλάβει εκ νέου στο σύστημα και να αναβιώσει την Συνεννόηση των Τριών Αυτοκρατόρων με τη μορφή Συνθήκης αυτή τη φορά. Στις 20 Μαΐου του 1882, δημιούργησε την Τριπλή Συμμαχία με την Αυστροουγγαρία και την Ιταλία και τον Φεβρουάριο του 1887 συντέλεσε έμμεσα στην υπογραφή του Μεσογειακού Συμφώνου μεταξύ Μεγάλης Βρετανίας και Ιταλίας, ενώ αργότερα προστέθηκαν σε αυτό και η Αυστροουγγαρία και η Ισπανία. Σκοπός του εν λόγω συμφώνου, ήταν η διατήρηση της ισχύουσας πραγματικότητας στην Αδριατική και τη Μαύρη Θάλασσα και το Αιγαίο Πέλαγος.
Τέλος, μετά την οριστική κατάρρευση της Συνθήκης των Τριών Αυτοκρατόρων το 1887 μετά τη Βουλγαρική Κρίση του 1876-1887, υπέγραψε Σύμφωνο Επαναβεβαίωσης με τη Ρωσία αποφασισμένος να αποκλείσει τη Γαλλία από οποιονδήποτε ισχυρό σύμμαχο.
Αυτό το διπλωματικό θαύμα, όμως, μπορούσε να διατηρηθεί μόνο μέσω της προσεκτικής διαχείρισης του Μπίσμαρκ. Δυστυχώς γι’ αυτόν, όμως, δεν ήταν ο μοναδικός ισχυρός πυλώνας εξουσίας στη Γερμανία. Το 1887 ο Γουλιέλμος Α΄ πέθανε και τον διαδέχθηκε ο γιος του Φρειδερίκος Γ΄, που έμελε να πεθάνει από καρκίνο μετά από μόλις 3 μήνες στην εξουσία. Ο νεαρός γιος του Φρειδερίκου, Γουλιέλμος Β΄, ήταν τελικά ο Κάϊζερ που σταθεροποιήθηκε στο γερμανικό θρόνο.
Ένας ισχυρογνώμων και υπέρμετρα φιλόδοξος μονάρχης, που, επικαλούμενος τα «ελέω Θεού» προνόμια των Χοεντσόλερν, διακήρυττε πως η πολιτική της αυτοκρατορίας έπρεπε να ασκείται μέσω της δικής του πρωτοβουλίας και όχι του καγκελαρίου του. Αυτός και ο Μπίσμαρκ έρχονταν σε σοβαρές διαφωνίες κυρίως στο θέμα της εξωτερικής πολιτικής: ο Μπίσμαρκ ήταν υπέρμαχος της διατήρησης και της ισχυροποίησης της γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη, ενώ ο Γουλιέλμος οραματιζόταν μια Γερμανία που θα επέκτεινε τα σύνορά και την επιρροή της σε παγκόσμιο επίπεδο(Weltpolitik).
Το σκεπτικό του Γουλιέλμου δεν πρέπει να θεωρηθεί τελείως λανθασμένο: η διαρκής ανάπτυξη της βιομηχανικής οικονομίας της Γερμανίας απαιτούσε πόρους από το εξωτερικό, όπως και αγορές που θα ήταν σε θέση να απορροφήσουν το πλεόνασμα της βιομηχανικής παραγωγής. Ακόμα και ο Μπίσμαρκ, που για το μεγαλύτερο διάστημα της θητείας του ήταν αντίθετος στην αποικιακή πολιτική, είχε συνειδητοποιήσει την ανάγκη κάλυψης αυτών των αναγκών και έκανε ένα δειλό άνοιγμα στην αποικιακή πολιτική τα τελευταία χρόνια που παρέμεινε στην Καγκελαρία (Καμερούν, Γερμανική Ανατολική Αφρική και Αρχιπέλαγος Μπίσμαρκ στον Ειρηνικό ωκεανό). Ο Γουλιέλμος, όμως, ήταν βιαστικός και απερίσκεπτος και αυτή του η συμπεριφορά τον έφερε σε σύγκρουση με άλλες αποικιακές δυνάμεις, όπως την τότε πανίσχυρη Μεγάλη Βρετανία.
Τελικά ο Μπίσμαρκ εξωθήθηκε σε παραίτηση το 1890. Πέθανε 8 χρόνια αργότερα. Πριν ακόμα συμπληρωθεί μήνας από την ακούσια απομάκρυνσή του, ο Γουλιέλμος κατήγγειλε το Σύμφωνο Επαναβεβαίωσης με τη Ρωσία. Το θεωρούσε περιττό και πίστευε πως ενδεχόμενη απομάκρυνση της Αυστροουγγαρίας θα ήταν πιο σοβαρή απειλή για την Γερμανία. Εξωθώντας, όμως, τη Ρωσία εκ νέου στη διπλωματική απομόνωση, την οδήγησε κατά έμμεσο τρόπο στην αγκαλιά της Γαλλίας, θέτοντας έτσι τη Γερμανία μεταξύ σφύρας και άκμονος.
Ο Μπίσμαρκ ήταν ένας άνθρωπος που στην αρχή της ζωής του δεν προκαλούσε θετικές εντυπώσεις: ήταν εκκεντρικός και όσο σπούδαζε ενδιαφερόταν περισσότερο για ασχολίες όπως οι γυναικοδουλειές ή η οινοποσία, παρά για τις μελέτες του. Κατόρθωσε, όμως, να σφραγίσει μια ολόκληρη εποχή με τη σκληρή δουλειά, την αποφασιστικότητα και το ρεαλισμό του. Με το που έλειψε, όμως, η ισχυρή του προσωπικότητα, ολόκληρο το σύστημα που με τόσους κόπους έφτιαξε κατέρρευσε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, οδηγώντας τελικά στη διαίρεση της Ευρώπης σε δύο στρατόπεδα και την φρίκη που ακούει στο όνομα Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος.
Ενδεικτικές Πηγές
- E.M. Burns: Ευρωπαϊκή Ιστορία. Ο δυτικός πολιτισμός: Νεότεροι χρόνοι, σσ. 635-640, 751-756
- John E. Mearsheimer: Η τραγωδία της πολιτικής των Μεγάλων Δυνάμεων, σσ. 333, 375-377
- Θα ήθελα να αποδώσω ιδιαίτερες ευχαριστίες στον καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Ιωάννη Μουρέλο, για τις πληροφορίες που άντλησα στις διαλέξεις που έδινε σε εβδομαδιαία βάση από τις 17 Φεβρουαρίου ως τις 30 Μαρτίου και στις 13 Απριλίου με θέμα το σύστημα συμμαχιών του Μπίσμαρκ, στο πλαίσιο του μαθήματος ειδίκευσης τον 19ο αιώνα της Ευρωπαϊκής Ιστορίας.