Της Κασσιανής Σκαμάγκα,
Η πανδημία μας έφερε αντιμέτωπους με μία πληθώρα ερωτημάτων και ηθικών διλημμάτων. Σε ορισμένα από αυτά η απάντηση ήταν πρόδηλη, σε κάποια άλλα πάλι όχι. Το μόνο βέβαιο είναι πως για όσο καιρό διαρκέσει αυτή η κατάσταση, όλο και περισσότεροι προβληματισμοί θα ανακύπτουν. Καθώς οι έρευνες ανά τον κόσμο για την ανεύρεση του εμβολίου συνεχίζουν με εντατικούς ρυθμούς, αρκετοί από εμάς έχουν αναρωτηθεί για το εάν ο πιθανός εμβολιασμός θα καταστεί υποχρεωτικός και κατά πόσο μπορεί το κράτος να μας τον επιβάλει.
Για να απαντήσουμε σε ένα τόσο κρίσιμο ερώτημα δεν πρέπει να υποπέσουμε σε γενικεύσεις και αοριστίες, αλλά να προβούμε σε μία ακριβή αξιολόγηση και εκτίμηση των ήδη υπαρχόντων δεδομένων. Για τον λόγο αυτό, θα ξεκινήσουμε την εμβάθυνση στο παρόν ζήτημα με μία απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου των ΗΠΑ από το 1905 στη Μασαχουσέτη. Η υπόθεση αφορούσε έναν πάστορα, ο οποίος ήταν εναντίον των εμβολιασμών, ειδικά αφού ένα από τα παιδιά του που εμβολιάστηκε, εμφάνισε παρενέργειες. Ο πάστορας εξαιτίας της άρνησής του, διώχθηκε και του επιβλήθηκε πρόστιμο. Ο ισχυρισμός του για την άρνηση του στον υποχρεωτικό εμβολιασμό ήταν ότι αυτό αποτελεί «εισβολή» στην ελευθερία του. Η ίδια η υπόθεση έδειξε ότι πράγματι περιορίζεται μία πτυχή της ελευθερίας του ατόμου. Το δικαστήριο όμως τάχθηκε υπέρ του νόμου της Μασαχουσέτης περί υποχρεωτικού εμβολιασμού, προσδιορίζοντας και τους λόγους. Χαρακτηριστικά, οι λόγοι που δικαιολογούν τον περιορισμό της αυτοδιάθεσης του ατόμου είναι η πίεση που δέχεται το κράτος λόγω «μεγάλων κινδύνων» και η «ασφάλεια του ευρύτερου κοινού».Βλέπουμε ότι η επιδημία της ευλογιάς οδήγησε το δικαστήριο στην κρίση ότι τα ατομικά δικαιώματα κάμπτονται από την υποχρέωση του κράτους να εξαλείψει τη νόσο. Πράγματι, αυτή η υπόθεση σε πρώτη ανάλυση παρουσιάζει μεγάλες ομοιότητες με το σήμερα. Δικαιώματα όπως η ελευθερία της κίνησης περιορίζονται για να εξυπηρετηθεί ο σκοπός του δημοσίου συμφέροντος, δηλαδή η προστασία της υγείας των πολιτών. Οι περιορισμοί αυτοί φυσικά δεν είναι στο διηνεκές, αλλά επιβάλλονται για ένα συγκεκριμένο χρονικό διάστημα με γνώμονα την αρχή της αναλογικότητας. Τι γίνεται, όμως, στη περίπτωση που το κράτος υποχρεώσει μία ομάδα πολιτών να εμβολιαστεί υποχρεωτικά;
Ειδικότερα, ο νόμος 4675/2020 για την πρόληψη, προστασία και προαγωγή της υγείας και την ανάπτυξη των υπηρεσιών δημόσιας υγείας «αγγίζει» το συγκεκριμένο θέμα, στο οποίο ίσως δεν έχει δοθεί μεγάλη βαρύτητα. Προβλέπεται ότι σε περιπτώσεις εμφάνισης κινδύνου διάδοσης μεταδοτικού νοσήματος, που ενδέχεται να έχει σοβαρές επιπτώσεις στη δημόσια υγεία, μπορεί να επιβάλλεται, με απόφαση του Υπουργού Υγείας, μετά από γνώμη της ΕΕΔΥ, υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού με σκοπό την αποτροπή της διάδοσης της νόσου. Όταν παρθεί μία τέτοια απόφαση, θα ανακοινωθούν λεπτομέρειες όπως σε ποια ομάδα θα απευθύνεται ο υποχρεωτικός εμβολιασμός, καθώς και πόσο αυτός θα διαρκέσει. Ένα μέτρο σαν αυτό υποθετικά θα κλόνιζε το αναφαίρετο δικαίωμα στην αυτοδιάθεση του σώματος δίχως μία έκθεση των αναγκαίων επιστημονικών τεκμηρίων. Τι θα γίνει, αν το άτομο αρνηθεί τον εμβολιασμό; Ποιες θα είναι οι κυρώσεις;
Προτού φτάσουμε σε αυτό το σημείο, όπου το εμβόλιο για την αντιμετώπιση μίας νόσου όπως ο Covid-19 θα έχει ανακαλυφθεί και πλέον θα συζητείται η υποχρεωτικότητα ή μη του εμβολιασμού, μάλλον πρέπει να προσεγγίσουμε το ζήτημα, όχι μόνο από τη σκοπιά δημοσίου συμφέροντος, αλλά και της βιοηθικής. Αυτό δε σημαίνει πως θα φτάσουμε στο άκρο του αντιεμβολιασμού, αλλά αντιθέτως σε μία προσεκτική στάθμιση με τα συμφέροντα και τα δικαιώματα του ανθρώπου. Ο εμβολιασμός είναι αναπόφευκτος για την αποφυγή εξάπλωσης της πανδημίας. Στοχεύει στην προφύλαξη των εαυτών μας, των οικείων μας και των ευάλωτων κοινωνικών ομάδων από μία πιθανή και εύκολη μετάδοση του ιού. Άλλωστε, κατά το παρελθόν έχει παρατηρηθεί κίνδυνος επανεμφάνισης νόσου σε περιοχές με χαμηλά ποσοστά εμβολιασμού εξαιτίας της παραπληροφόρησης και της απαξίωσης της επιστήμης. Η λύση επομένως είναι η κοινωνία και οι αρμόδιοι να λάβουν τις αποφάσεις με διαφάνεια και αξιοκρατία, εκθέτοντας στους πολίτες όλα τα επιστημονικώς τεκμηριωμένα δεδομένα που καθιστούν απαραίτητο έναν εμβολιασμό σε συμπόρευση πάντως με τα δικαιώματα και τις αξίες τους.
Εν κατακλείδι, ο εμβολιασμός, ως ένα ακανθώδες και επίκαιρο ζήτημα απαιτεί προσεκτική εξέταση. Θα εξαλείψει μεν σε μεγάλο βαθμό την πανδημία, η αναγκαιότητα όμως της επιβολής του σε μία τόσο κρίσιμη στιγμή δε θα πρέπει να υπερκεράσει την αυτονομία του ανθρώπου. Έτσι, η γνωμοδότηση των ειδημόνων ακόμα και από νομική και κοινωνιολογική σκοπιά θα απελευθερώσει τους ανθρώπους από τα δεσμά της «γνωστικής δυσαρμονίας».
Γεννημένη το 2000 στον Βόλο, είναι δευτεροετής φοιτήτρια Νομικής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών. Μόλις στο Λύκειο είχε επιλεγεί για μαθητικό Erasmus στο Nymburk της Τσεχίας, μετρώντας ήδη μία σημαντική συμμετοχή της σε ρητορικούς αγώνες που διεξήχθησαν στο Κολλέγιο Ανατόλια της Θεσσαλονίκης. Έχει συμμετάσχει σε προσομοίωση επιτροπών του ΟΗΕ στο εξωτερικό και παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το διεθνές δίκαιο. Είναι γνώστρια της Αγγλικής και Γερμανικής γλώσσας, ενώ παράλληλα η πολυετής ενασχόληση της με τη κλασική μουσική συνοδεύεται από τη συμμετοχή της σε σύνολα δωματίου και τη Συμφωνική Ορχήστρα Νέων Βόλου.