Του Παύλου Πετίδη,
Καθώς η παγκόσμια οικονομία βαδίζει προς τη μετά-κορωνοϊό εποχή σε εν πολλοίς αχαρτογράφητα νερά, οι οικονομικοί αναλυτές στις ΗΠΑ και την Ευρωπαϊκή Ένωση συνειδητοποιούν αιφνιδίως και με τον σκληρότερο τρόπο την αλληλένδετη ή ακόμη και την πλήρως εξαρτημένη σχέση ορισμένων τομέων διεθνούς οικονομίας με την Κίνα. Ως αποτέλεσμα του μεγάλου εύρους των ξένων επενδύσεων, της προσφοράς φθηνού εργατικού δυναμικού, της πλούσιας τεχνογνωσίας και του ευρύτατου καταναλωτικού κοινού, η Κίνα έχει αναδειχθεί σε παγκόσμια υπερδύναμη, εισφέροντας σχεδόν το ένα πέμπτο του παγκόσμιου Ακαθαρίστου Εγχώριου Προϊόντος ως η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη.
Παρά το γεγονός ότι η Κίνα κατάφερε να επιδείξει ισχυρά αντανακλαστικά και να επιβιώσει απέναντι σε μια σειρά σοβαρών κρίσεων, όπως είναι το ξέσπασμα του SARS το 2002 και η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, αλλά και κατά τη διάρκεια κρίσεων στην ευρύτερη περιοχή της ανατολικής Ασίας, όπως για παράδειγμα το τσουνάμι στην Ιαπωνία το 2011 και το επακόλουθο πυρηνικό ατύχημα στη Φουκουσίμα, η πανδημία θα αναδείξει με σφοδρότητα τα τρωτά σημεία των παγκόσμιων εφοδιαστικών αλυσίδων. Για έναν τεράστιο όγκο επιχειρήσεων, η διαδικασία της παραγωγής εκκινεί από την Κίνα και ειδικότερα από την ευρύτερη περιοχή της Χουμπέι, απ’ όπου ξέσπασε η πρώτη φάση του κορωνοϊού και συγκροτεί τον πόλο της βιομηχανικής παραγωγής της χώρας. Τόσο ισχυρό ήταν το σοκ από τον κορωνοϊό, ώστε μεγάλος όγκος επιχειρήσεων, οι οποίες δραστηριοποιούνταν στην Κίνα, να εκφράσουν τάσεις φυγής με στόχο να διακόψουν τη λειτουργία των μονάδων τους και να αναζητήσουν νέες βάσεις για τα εργοστάσιά τους.
Με τον κίνδυνο συγκέντρωσης των μονάδων παραγωγής σε μία μόνο χώρα να είναι όλο και πιο επικίνδυνα ορατός στον ορίζοντα, σειρά κυβερνήσεων έχουν λάβει πρωτοβουλίες για να καταρτίσουν σχέδια με στόχο τη διασφάλιση του πλήρους ή μερικού επαναπατρισμού της παραγωγής. Εξάλλου, το αρχικό σοκ μεγάλων εταιρειών, όπως οι αυτοκινητοβιομηχανίες Fiat Chrysler και Hyundai, που υποχρεώθηκαν να σταματήσουν την παραγωγή τους από τις πρώτες ημέρες του έτους, ήταν ισχυρότατο. Δεδομένου, όμως, του κόστους μεταφοράς και του αυξημένου κόστους εργασίας που θα προέκυπτε από τον επαναπατρισμό της παραγωγής, ορισμένες επιχειρήσεις επιλέγουν τη μεταφορά των εργοστασίων τους σε άλλες χώρες της ανατολικής Ασίας.
Από το ξέσπασμα της πανδημίας, ένα από τα κυρίαρχα παραδείγματα όπου ο κίνδυνος συγκέντρωσης των εργοστασίων στην Κίνα αναδείχθηκε έντονα, δεν ήταν άλλο από την αγορά φαρμάκων. Η Κίνα παράγει έως και το 90% των υλικών που χρησιμοποιούνται για ορισμένα φάρμακα, μεταξύ αυτών και τα αντιβιοτικά. Μολονότι οι φαρμακευτικές εταιρείες έχουν καταφέρει μέχρι σήμερα να ανταπεξέλθουν στην υγειονομική κρίση του κορωνοϊού χάρη στα αποθεματικά τους, οι εκκλήσεις για μεταφορά της παραγωγής σε Ευρώπη και ΗΠΑ διαρκώς αυξάνονται.
Από την άλλη πλευρά, επιχειρήσεις που εκπροσωπούν άλλους κλάδους τονίζουν ότι οι μονάδες παραγωγής τους θα παραμείνουν στη Κίνα, καθώς η εξυπηρέτηση του τεράστιου κινεζικού καταναλωτικού κοινού αποτελεί για αυτούς την ύψιστη προτεραιότητα. Προς επίρρωση της στάσης τους αυτής και παρότι το κόστος συντήρησης εργοστασίων έχει αυξηθεί εκθετικά τα τελευταία χρόνια, ένας μεγάλος αριθμός επιχειρήσεων θα επιλέξουν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους, διατηρώντας την ισχυρή παρουσία στη χώρα ακόμα και μετά την καταστολή του κορωνοϊού. Δύο είναι οι βασικές θέσεις που συνηγορούν στη θέση υπέρ της παραμονής των επιχειρήσεων. Και είναι άκρως ενδιαφέρουσες. Πρώτον, προκειμένου, όμως, να αποφύγουν αναταραχές στην εφοδιαστική τους αλυσίδα σε μελλοντικές κρίσεις, αναμένεται πως θα αυξήσουν τα αποθέματά τους σε εμπορεύματα. Δεύτερον, κρίνεται επιτακτική η συνεργασία παράλληλα με επιπλέον προμηθευτές είτε εγχώριους είτε με αυτούς που βρίσκονται κοντά στις βάσεις τους, καθώς και την εισαγωγή και αξιοποίηση των τεχνολογικών μέσων.
Μέχρι σήμερα, η πλειοψηφία των αναλυτών των παγκόσμιων αγορών υποστηρίζουν ότι η Κίνα, παρά τα σοβαρά πλήγματα στη βιομηχανική ισχύ της, θα συνεχίσει να διατηρεί τη θέση της ως «ατμομηχανής» της παγκόσμιας οικονομίας.