Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Το σενάριο της προκήρυξης πρόωρων εκλογών εκ μέρους του Κυριάκου Μητσοτάκη στις αρχές του προσεχούς Φθινοπώρου –το αργότερο– συγκεντρώνει αυτή τη στιγμή πάρα πολλές πιθανότητες. Το συνταγματικό υπόβαθρο θα αφορά την ανάγκη νέας λαϊκής εντολής μιας και ο σημερινός πρωθυπουργός και το κυβερνών κόμμα θα πρέπει να διαφοροποιήσουν το πρόγραμμα βάση του οποίου εξελέγησαν τον Ιούλιο του 2019, εξαιτίας των συνεπειών της πανδημίας. Πολιτικά, ο Μητσοτάκης θα ζητήσει από το εκλογικό σώμα, να επιβραβεύσει τα πεπραγμένα της κυβέρνησής του και να του δώσει ακόμα μεγαλύτερη κοινοβουλευτική δύναμη, προκειμένου να ηγηθεί της προσπάθειας ανάκαμψης από την κρίση του κορωνοϊού.
Στόχος του Μητσοτάκη είναι να εκμεταλλευτεί το momentum: Αυτή τη στιγμή, κυριαρχεί απόλυτα στο πολιτικό σκηνικό. Τον τελευταίο χρόνο κέρδισε, τον Τσίπρα σε τέσσερις κάλπες (δημοτικές, περιφερειακές, ευρωεκλογές, εθνικές). Αναλαμβάνοντας τη διακυβέρνηση κινήθηκε γρήγορα στην κατεύθυνση της υλοποίησης του προεκλογικού του προγράμματος, με ενέργειες όπως η μείωση του ΕΝΦΙΑ να ενισχύουν την αποδοχή του. Στο μεταναστευτικό, που αποτελούσε το πλέον αδύναμο σημείο του, κατάφερε να γυρίσει το παιχνίδι με τη σκληρή στάση του στην απόπειρα εισβολής στον Έβρο. Σε ό,τι έχει να κάνει με την αντιμετώπιση της πανδημίας, η Ελλάδα κατάφερε να βρίσκεται σήμερα σε καλύτερη κατάσταση από πολλές άλλες χώρες. Μέχρι σήμερα, το πολιτικό του κεφάλαιο δεν έχει υποστεί πλήγματα από την κυβερνητική φθορά. Αντιθέτως μεγαλώνει συνεχώς και αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η αξιωματική αντιπολίτευση είναι, κατ’ ουσίαν, απούσα.
Ο Τσίπρας και ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται σε παραζάλη. Από τη μία, η απόρριψη του λαού, η απώλεια της εξουσίας και η βίαιη κατάρρευση της βεβαιότητας ότι «από τον Μητσοτάκη δεν χάνουμε». Από την άλλη, η κρίση ταυτότητας: ο Τσίπρας επιθυμεί μετατόπιση του ΣΥΡΙΖΑ προς τον χώρο της λεγομένης Κεντροαριστεράς. Μεγάλη μερίδα του «βαθέως ΣΥΡΙΖΑ» ξιφουλκεί υπέρ της διατήρησης των ριζοσπαστικών χαρακτηριστικών του κόμματος. Έτσι, έχουμε αφενός τυφλές μεταγραφές ξεπεσμένων πρώην ΠΑΣΟΚων και γνωστών γυρολόγων και αφετέρου σπασμωδικές συμπεριφορές κόμματος του 3%. Αυτό το υβρίδιο ψευδο-σοσιαλδημοκρατίας και «ορθόδοξου ΣΥΡΙΖΑ» έχει να επωμιστεί ταυτόχρονα τη νωπή ακόμα κυβερνητική φθορά της περιόδου 2015-2019, της περιόδου του τρίτου και χειρότερου μνημονίου, κατόπιν μεγαλοπρεπούς πολιτικής κυβιστήσεως.
Αυτός ο ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, σέρνεται αφοπλισμένος σε μια μάχη τους κανόνες της οποίας βάζει ο Μητσοτάκης: ανέκαθεν, ένα από τα μεγάλα όπλα της Αριστεράς, ήταν η λαϊκίστικη πλειοδοσία στον τομέα της οικονομίας. Ειδικά στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ, η μεγάλη μάζα των ψηφοφόρων που εισέρρευσε στις γραμμές του την περίοδο 2012-2015, επέλεξε να αγνοήσει τις θέσεις του σε πολλά άλλα ζητήματα (εθνικά, κοινωνικά κ.λπ.) και να επικεντρωθεί στην υπόσχεση αποκατάστασης του εισοδήματός της. Σήμερα όμως, ο Τσίπρας δεν μπορεί να αντιπολιτευτεί σοβαρά τον Μητσοτάκη στο πεδίο αυτό. Πρώτον, διότι ως πρωθυπουργός ταυτίστηκε με πολύ επαχθέστερα μέτρα και δεύτερον διότι πολλά από τα μέτρα που έχει λάβει η σημερινή κυβέρνηση ικανοποιούν τους πολίτες. Επιχειρήματα του στυλ «δίνει από αυτά που βρήκε έτοιμα από εμάς» και «θα τα δίναμε κι εμείς αλλά δεν προλάβαμε» μόνο θυμηδία προκαλούν, όπως συνέβαινε και όταν τα επικαλούνταν άλλοι. Εισέρχεται έτσι, άοπλος σε ακόμα πιο αφιλόξενα πεδία μαχών: στο μεταναστευτικό, η γραμμή Μητσοτάκη στον Έβρο τυγχάνει αποδοχής από το 90% των πολιτών τη στιγμή που όλοι πιστεύουν ότι με τον Τσίπρα στην εξουσία θα είχαν μπει οι πάντες και θα «λιάζονταν». Στο ζήτημα του κορωνοϊού, πέραν του γεγονότος ότι η στρατηγική που ακολούθησε η νυν κυβέρνηση μέχρι στιγμής αποδίδει, ο μέσος πολίτης σκέφτεται ότι η εναλλακτική ήταν ο Πολάκης. Χώρια φυσικά ότι έχει νωπές ακόμα τις μνήμες από τις επιδόσεις των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ στην πολιτική προστασία (Μάνδρα, Μάτι).
Πέρα από την αξιωματική αντιπολίτευση, το Κίνημα Αλλαγής επίσης πιέζεται από την τακτική Μητσοτάκη. Καταρχάς, δεν έχει καταφέρει να συνδεθεί συναισθηματικά όχι μόνο με το λαό αλλά ούτε καν με τα περισσότερα στελέχη του. Η πλειοψηφία στο εσωτερικό του, η οποία δηλώνει ΠΑΣΟΚ, δυσανασχετεί με την ανοχή της ηγεσίας σε διαφόρους τύπους που βασικά το μισούν. Αποτέλεσμα αυτού είναι μια μακρά περίοδος ομφαλοσκόπησης με διαδοχικές εσωκομματικές διαδικασίες κι εντάσεις. Η δε τακτική του διμέτωπου αγώνα βρίσκεται σε τέλμα. Αφενός, όπως και επί ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ, το να κάνεις ίδιας έντασης κριτική σε κυβέρνηση κι αξιωματική αντιπολίτευση στην καλύτερη σε καθιστά μία καρικατούρα του ΚΚΕ. Αφετέρου, το αντι-ΣΥΡΙΖΑ αίσθημα που υπάρχει στη βάση του είναι τόσο έντονο που τελικά λειτουργεί υπέρ του Μητσοτάκη. Δεν είναι παράλογο, δεδομένου ότι στελέχη και ψηφοφόροι τα οποία βίωσαν τη σωματική και λεκτική βία από τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν διανοούνται οποιαδήποτε ενέργεια που θα μπορούσε να λειτουργήσει και υπέρ του. Αυτό το στρατηγικό αδιέξοδο δυσχεραίνει ακόμα περισσότερο τον ρόλο του τρίτου κόμματος. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ κατά τη διάρκεια της καραντίνας και μέχρι σήμερα το ΚΙΝΑΛ κατέθεσε σοβαρές, ρεαλιστικές και τεκμηριωμένες προτάσεις, αυτό δεν έγινε κτήμα του λαού και δύσκολα θα εκτιμηθεί στην κάλπη, στον βαθμό που το κόμμα χρειάζεται. Την ίδια στιγμή, ο Μητσοτάκης έχοντας σχεδόν εξαλείψει των εκ Δεξιών του κίνδυνο επενδύει στο άνοιγμα προς το Κέντρο.
Το πιθανότερο, λοιπόν, είναι ο Μητσοτάκης να επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί εκλογικά αυτή την κατάσταση. Να οδηγήσει τη χώρα σε διπλές κάλπες ώστε πρώτα να «κάψει» τον αναλογικό εκλογικό νόμο Τσίπρα κι εν συνεχεία να διεκδικήσει μέσα από το δικό του σύστημα μία ακόμα μεγαλύτερη κοινοβουλευτική πλειοψηφία αλλά κυρίως να συντρίψει την αντιπολίτευση. Διότι, γνωρίζει ότι από το φθινόπωρο τα πράγματα δεν θα είναι ρόδινα. Το αποτύπωμα του κορωνοϊού στην οικονομία αναμένεται μεγάλο, ενώ η θερινή τουριστική σεζόν που παραδοσιακά δημιουργούσε «λίπος» στην οικονομία όλα δείχνουν ότι θα συμπιεστεί. Ουδείς επίσης γνωρίζει αν θα βρεθεί η χώρα αντιμέτωπη με μια νέα έξαρση της νόσου με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ακόμα κι αν χειριστεί αυτά τα θέματα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο ο Μητσοτάκης δύσκολα θα βρεθεί ενώπιον μίας ευκαιρίας όπως η σημερινή.
Γεννήθηκε το 1989 στη Λαμία και έζησε μέχρι τα 18 μου χρόνια στον Άγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Νομικά στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, εργαζόμενος παράλληλα τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, πάνω στα αντικείμενα των σπουδών του. Αρθρογραφεί για θέματα πολιτικής επικαιρότητας.