Της Μαρίας-Στεφανίας Νικηταρά,
Στις 10 Μαΐου αναμένεται να πραγματοποιηθούν οι αμφιλεγόμενες προεδρικές εκλογές στην Πολωνία, εν εξελίξει της πανδημίας COVID-19 και των μέτρων που έχει λάβει το κράτος για την αντιμετώπισή της. Παρά τις αντιδράσεις της αντιπολίτευσης, το κυβερνών κόμμα «Νόμος και Δικαιοσύνη» έχει αποφασίσει να προχωρήσει στις εκλογές, ενώ, ταυτόχρονα, τίθεται ζήτημα προστασίας της υγείας των πολιτών και της διεξαγωγής ελεύθερων και δίκαιων εκλογών. Είναι βέβαιο ότι η εκλογική διαδικασία που θα ακολουθηθεί αυτήν τη φορά, θα διαφέρει από τις άλλες, διότι δεν πρόκειται να χρησιμοποιηθούν εκλογικοί θάλαμοι.
Σε ό,τι αφορά τη διεκδίκηση του προεδρικού αξιώματος, υπάρχουν έξι υποψήφιοι από διαφορετικές πολιτικές παρατάξεις. Αρχικά, ο νυν πρόεδρος της χώρας, Andrzej Duda, έχει εργαστεί ως δικηγόρος και ασχολείται με την πολιτική λιγότερο από δέκα χρόνια. Στις επερχόμενες εκλογές φαίνεται πως θέλει να έχει την υποστήριξη και των κεντρώων ψηφοφόρων. Προερχόμενος, όμως, από ένα συντηρητικό κόμμα, οι «υποχωρήσεις» που θα έπρεπε να κάνει, θα τον φέρουν αντιμέτωπο με τα υπόλοιπα κόμματα. Η Małgorzata Kidawa-Błońska είναι υποψήφια από το κύριο αντίπαλο κεντρώο κόμμα, Συνασπισμός Πολιτών. Πρόκειται για την πρώτη γυναίκα που συγκεντρώνει τόσες πιθανότητες να εκλεγεί Πρόεδρος της Πολωνίας. Το γεγονός ότι είναι από τις προσωπικότητες που διχάζουν λιγότερο στο κόμμα, την καθιστά δημοφιλή, σε συνδυασμό με το φιλελεύθερο αφήγημα που χρησιμοποιεί, υποσχόμενη, αφενός, τη νομιμοποίηση του σύμφωνου συμβίωσης μεταξύ ομοφυλόφιλων ζευγαριών, και, αφετέρου, τηρώντας τον υπάρχοντα συντηρητικό νόμο για τις αμβλώσεις. Με αυτόν τον τρόπο, προσπαθεί να προσεγγίσει τόσο τους προοδευτικούς, όσο και τους δυσαρεστημένους συντηρητικούς ψηφοφόρους. Ο Robert Biedroń, προερχόμενος από το κόμμα «Μαζί» που ανήκει στην ενωμένη αριστερά, έχει επίσης πολιτική εμπειρία. Παρά το γεγονός ότι έχει πέσει θύμα ομοφοβικών επιθέσεων, κατά τη διάρκεια της καριέρας του, υπερασπίζεται ένθερμα τα δικαιώματα των ΛΟΑΤ. Παράλληλα, στοχεύει στην αναμόρφωση της φαρμακευτικής αγοράς, της βιομηχανίας άνθρακα, της εισαγωγής κοινωνικών προνομίων, όπως είναι η μηνιαία σύνταξη συγκεκριμένου ποσού, και στον περιορισμό του χάσματος ανάμεσα στα μεγάλα αστικά κέντρα και την επαρχία. Στις 3 Φεβρουαρίου 2019 ίδρυσε ένα νέο κόμμα, την «Άνοιξη», και με αυτό θα διεκδικήσει το προεδρικό αξίωμα. Ο επόμενος υποψήφιος, Szymon Hołownia, είναι πολιτικά ανεξάρτητος και εργάζεται ως δημοσιογράφος. Προσανατολισμένος στην κεντρώα πολιτική πτέρυγα, υποστηρίζει ότι το πολιτικό σύστημα μπορεί να «διορθωθεί» μόνο από κάποιο άτομο που βρίσκεται εκτός πολιτικής σκηνής. Επιπλέον, τάσσεται υπέρ του υπάρχοντα νόμου γα τις αμβλώσεις και υπέρ της ίδρυσης ενός «Εθνικού Συμβουλίου για το Κλίμα», ενώ τάσσεται κατά των πολιτικών που δίνουν επιπλέον δικαιώματα στις ΛΟΑΤ κοινότητες. Ο Władysław Kosiniak-Kamysz αποτελεί τον προτελευταίο υποψήφιο, που είναι πρόεδρος της Πολωνικής Συμμαχίας.
Πρόκειται για έναν κεντρο-δεξιό υποψήφιο, ο οποίος δίνει βαρύτητα στην αναμόρφωση του συστήματος υγείας, του εκπαιδευτικού συστήματος, του διαχωρισμού εκκλησίας-κράτους με μία εθνικιστική πολιτική. Ο τελευταίος υποψήφιος είναι ο Krzysztof Bosak, προερχόμενος από το ακροδεξιό κόμμα «Συνομοσπονδία για την Ελευθερία και Ανεξαρτησία». Είναι ευρωσκεπτικιστής και κοινωνικά συντηρητικός, καθώς υποστηρίζει τις «παραδοσιακές χριστιανικές αξίες», ενώ, ταυτόχρονα, τάσσεται κατά των ΛΟΑΤ κοινοτήτων και της αύξησης φόρων. Το κυβερνών κόμμα, ήδη από τον Ιανουάριο προσπάθησε να «ελέγξει» τη δικαστική εξουσία της χώρας, με έναν νόμο που ψηφίστηκε από το Κοινοβούλιο, σχετικά με την ποινική και πειθαρχική δίωξη των δικαστών που υπακούουν στο Ανώτατο Δικαστήριο της Πολωνίας. Η εν λόγω απόφαση, ήδη εξετάζεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Υπό αυτές τις συνθήκες και μέσα στις εξελίξεις της πανδημίας του COVID-19, η κυβέρνηση φαίνεται να στοχεύει στην επανεκλογή της, καθώς λόγω των ληφθέντων μέτρων κατά του ιού, δεν ακολουθούνται οι πρέπουσες πολιτικές διαδικασίες. Αρχικά, οι αντίπαλοι υποψήφιοι δεν έχουν δυνατότητα διεξαγωγής πολιτικής καμπάνιας, λόγω του περιορισμού των μετακινήσεων των πολιτών και την αποφυγή του συνωστισμού, ενώ, ταυτόχρονα, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, κατά κύριο λόγο, υποστηρίζουν το κυβερνών κόμμα. Επιπλέον, η προτεινόμενη λύση για την ταχυδρομική διεξαγωγή εκλογών δημιουργεί ερωτήματα τόσο για την προστασία της υγείας των ψηφοφόρων, καθώς μέσω των εκλογικών φακέλων θα μπορούσε να μεταδοθεί ο ιός, όσο και για την αξιοπιστία των εκλογικών διαδικασιών, διότι η καταμέτρηση των ψήφων με αυτό το σύστημα θα γίνει από την κρατική ταχυδρομική υπηρεσία.
Αντίθετα με τις νομοθετικές διαδικασίες που θα έπρεπε να ακολουθηθούν, δηλαδή την αλλαγή του εκλογικού νόμου με ισχύ τουλάχιστον έξι μήνες αργότερα, η κυβέρνηση, μονομερώς, έχει επιλέξει την αλλαγή και πρόωρη εφαρμογή του νόμου, ενισχύοντας την παραπληροφόρηση και τη δημιουργία μιας «χαοτικής» κατάστασης. Παράλληλα, τίθεται ζήτημα σχετικά με την προστασία των προσωπικών δεδομένων των υποψηφίων, από τη στιγμή που δε θα υπάρχουν οι κατάλληλοι ελεγκτικοί μηχανισμοί, και η εκλογική διαδικασία θα εναποτεθεί στους τοπικούς ταχυδρόμους. Η στάση της κυβέρνησης, η οποία φαίνεται πως επιδιώκει να εκμεταλλευτεί τα μέτρα προστασίας κατά του COVID-19, σε συνδυασμό με τη διεξαγωγή «γρήγορων και απροετοίμαστων» εκλογών, που δεν πληρούν τα δημοκρατικά εχέγγυα, αναδεικνύει ότι η Πολωνία περνάει δημοκρατική κρίση. Το γεγονός, δε, ότι η χώρα έχει κηρυχθεί σε «κατάσταση έκτακτης ανάγκης», διευρύνοντας τις κρατικές εξουσίες, ενισχύει τη δημοκρατική κρίση. Εν κατακλείδι, τα αποτελέσματα των εν λόγω εκλογών, σε περίπτωση που διεξαχθούν με τον προαναφερθέντα τρόπο, δε θα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως ασφαλή δημοκρατικά αποτελέσματα, δεδομένου ότι η πληροφόρηση των πολιτών είναι ελάχιστη για την εκλογική διαδικασία, ενώ είναι πολύ πιθανόν να αυξηθούν κατά πολύ τα ποσοστά αποχής.