Της Ελευθερίας Γκίκα,
Περνώντας τις μέρες της πολυσυζητημένης αυτής καραντίνας ή – πιο αισιόδοξα – οδεύοντας δειλά δειλά προς το τέλος της, πολλοί από εμάς θα έχουμε παρατηρήσει αλλαγές στο σώμα μας, και πώς όχι δηλαδή, αφού άλλαξε όλη μας η καθημερινότητα. Για εσένα που διαμαρτύρεσαι τώρα πως κατάφερες να μείνεις όπως ακριβώς ήσουν όταν ξεκίνησε, εντάξει, ξέρουμε ότι υπάρχεις κι ότι αξίζεις τα συγχαρητήριά μας. Όπως βέβαια γνωρίζουμε ότι πολλοί πέτυχαν αλλαγές προς το καλύτερο. Εξάλλου κάθε κατάσταση, όσο θετική ή αρνητική κι αν δείχνει, δεν εξαρτάται παρά από τον τρόπο που θα τη χειριστείς και τη σκοπιά απ’ την οποία θα επιλέξεις να τη δεις.
Παρ’ όλα αυτά, σε καταστάσεις και περιόδους, που αλλάζουν τόσο πολύ τα δεδομένα του ανθρώπου, ελλοχεύουν διαφόρων φύσεων κίνδυνοι, οι οποίοι είναι μεν αντιμετωπίσιμοι, απαιτούν όμως αρκετή δουλειά. Αναφέρομαι στους ανθρώπους, που αντιμετωπίζουν κάποια διαταραχή – σωματική, ψυχική, ψυχολογική κοκ.
Ένα από τα καλά στοιχεία της εποχής μας – γιατί είναι άδικο μόνο να την κατηγορούμε – είναι η ευαισθητοποίηση της κοινωνίας γύρω από αυτές τις διαταραχές και τους πάσχοντες. Όπως θα κατάλαβες, φαντάζομαι, από την εισαγωγή, θα αναφερθώ στις διατροφικές διαταραχές, οι οποίες έχουν μεν εμφανείς σωματικές επιπτώσεις συνδυάζονται όμως ή και απορρέουν από ψυχολογικούς παράγοντες. Οι τρεις βασικές διατροφικές διαταραχές είναι η υπερφαγία, η νευρική ανορεξία και η βουλιμία.
Η ακραία υπερφαγία είναι ίσως η πιο κοινή διατροφική διαταραχή. Οι άνθρωποι που συγκαταλέγονται στους πάσχοντες είναι συνήθως υπέρβαροι ή παχύσαρκοι και απευθύνεται περισσότερο στη μέση ηλικία. Μπορεί να οδηγήσει σε διαβήτη τύπου 2, υψηλή αιματολογική πίεση και καρδιοπάθειες. Συνήθως ο έλεγχος χάνεται σε περιόδους που ο πάσχων διανύει κάποια στρεσογόνο ή δυσάρεστη περίοδο της ζωής του. Οι ασθενείς αισθάνονται έντονο αίσθημα ντροπής ή θλίψης έπειτα από την μεγάλη κατανάλωση φαγητού, που όμως δεν λειτουργεί αποτρεπτικά στο να το επαναλάβουν. Μάλιστα, σύμφωνα με τελευταίες έρευνες, οι ασθενείς με παχυσαρκία έχουν 50% περισσότερες πιθανότητες για κατάθλιψη και αγχώδεις διαταραχές από τον υπόλοιπο γενικό πληθυσμό.
Η νευρική ανορεξία δεν είναι η συνηθέστερη μορφή διατροφικής διαταραχής, παρ’ όλα αυτά χρήζει ιδιαίτερης προσοχής. Τα άτομα που πάσχουν από νευρική ανορεξία διακατέχονται από έναν ασυνήθιστο φόβο ότι η οποιαδήποτε κατανάλωση φαγητού θα οδηγήσει σε αύξηση του βάρους τους κι έτσι υποσιτίζονται. Θύματά της είναι συνήθως γυναίκες και νεαρά κορίτσια, χωρίς όμως να εξαιρούνται άνδρες και αγόρια. Αιτία να ξεσπάσει γίνεται συνήθως κάποιο τραυματικό γεγονός ή η επιθυμία να ξεχωρίσουν σε διάφορα είδη άθλησης. Πέρα από την εξαιρετικά χαμηλή πρόσληψη τροφής, οι ασθενείς καταφεύγουν σε φάρμακα και χάπια αδυνατίσματος. Η πάθηση επιφέρει βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα προβλήματα στην υγεία του ατόμου, μεταξύ αυτών υπερευαισθησία του ανοσοποιητικού, αναιμία, καρδιακή ή οργανική ανεπάρκεια, ως και θάνατο.
Η βουλιμία είναι συχνότερη από την νευρική ανορεξία και χαρακτηρίζεται από την τάση του πάσχοντος να καταναλώνει υπερβολικές ποσότητες φαγητού σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Πρόκειται ουσιαστικά για μια μορφή απώλειας ελέγχου ως προς το πόσο και τι τρώει. Κατά τη συνειδητοποίηση της ποσότητας που καταναλώθηκε, ο ασθενής υιοθετεί ακραίες μεθόδους ελέγχου του βάρους του, ώστε να κάψει τις θερμίδες που προσέλαβε. Οι βουλιμικοί άνθρωποι συνήθως νιώθουν ανασφαλείς με το σώμα τους, θεωρώντας το μη ελκυστικό. Έχουν χαμηλή αυτοπεποίθηση και ανάγουν την ευτυχία τους στο λεγόμενο body image.
Πώς όμως κάποιος καταλήγει να αποκτά αυτές τις διατροφικές διαταραχές; Η αλήθεια είναι πως οι λόγοι ποικίλλουν. Δύο άνθρωποι ίδιας ηλικίας διανύοντας την ίδια κατάσταση κάτω από ίδιες συνθήκες και για το ίδιο χρονικό διάστημα μπορούν να αντιδράσουν και να την αντιληφθούν εντελώς διαφορετικά. Όμοια και με τις διατροφικές διαταραχές, κάθε άνθρωπος μπορεί να οδηγηθεί σε αυτές για εντελώς διαφορετικούς λόγους. Πολλές φορές ευθύνεται το βιολογικό υπόβαθρο και οι ορμονικές ανισορροπίες του οργανισμού ή η γενετική προδιάθεση του ατόμου. Άλλοι πολύ βασικοί λόγοι για τους οποίους μπορεί κάποιος να νοσήσει από τέτοιες διαταραχές είναι οι ψυχιατρικοί. Διάχυτες αναπτυξιακές διαταραχές, ιδεοψυχαναγκαστικές διαταραχές, συναισθηματικές, αγχώδεις, ακόμη και μαθησιακές διαταραχές – εξαιτίας της χαμηλής αυτοεκτίμησης που μπορεί να προκαλέσουν στο παιδί – μπορούν να το οδηγήσουν εκεί. Φυσικά, οι περιβαλλοντικοί παράγοντες διατρέχουν καταλυτικό ρόλο. Το bullying που γίνεται σε υπέρβαρα παιδιά, τυχόν επικριτικά σχόλια στο ενδοοικογενειακό περιβάλλον, η στάση του γονιού απέναντι στο θέμα του φαγητού, αθλήματα που απαιτούν μείωση βάρους και τα κοινωνικά πρότυπα από τα οποία το σύγχρονο παιδί βομβαρδίζεται καθημερινά, είναι μόνο μερικοί από τους λόγους που μπορούν να διαταράξουν τις διατροφικές του συνήθειες.
Εν ολίγοις, θέλω να καταλήξω στην αμεσότητα της αλληλεπίδρασης της ψυχολογίας του ατόμου με τις διατροφικές – εν προκειμένω – διαταραχές. Όπως στους περισσότερους τομείς έτσι κι εδώ, η ψυχολογική κατάσταση είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη σωματική-διατροφική. Αυτό μπορεί να σημαίνει πως η βελτίωση της πρώτης αποτελεί βασικό πρόδρομο για τη βελτίωση της δεύτερης, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μια καλή σωματική κατάσταση συνεπάγεται απαραίτητα και μια καλή ψυχολογία. Πρωτού λοιπόν ληφθούν σπασμωδικές αποφάσεις ή εφαρμοστούν παρορμητικές, συχνά επιζήμιες κι επιδερμικές λύσεις, κρίνεται νομίζω σκόπιμο να ανατρέξουμε στην κατάλληλη ψυχολογική υποστήριξη. Είτε προέρχεται από κάποιον ειδικό είτε από κάποιον άλλο άνθρωπο ή από το οτιδήποτε, πρέπει να εξασφαλίζουμε ότι η προσπάθειά μας να αλλάξουμε αυτό που μας ενοχλεί πάνω μας πηγάζει από μια υγιή και λογική θέληση να βελτιώσουμε τον εαυτό μας. Όταν του φερθούμε με αγάπη και κατανόηση αντί να τον εκβιάζουμε και να τον καταδικάζουμε για τις ατέλειές του, είναι σίγουρο πως θα συνεργαστεί και θα μας δώσει το καλύτερο που μπορεί.