Της Βάλιας Πλακουδάκη,
Η επιθυμία για ομορφιά δεν αποτελεί σημείο των καιρών, καθώς φαίνεται να έκανε την εμφάνισή της στην ανθρώπινη κοινωνία χιλιάδες χρόνια πριν. Στο πέρασμα των αιώνων έχουν σχεδιαστεί διάφορα προϊόντα αισθητικής τα οποία μπορεί να έδιναν το επιθυμητό αποτέλεσμα, αλλά ήταν το λιγότερο επικίνδυνα και είχαν άγνωστες παρενέργειες.
Ένα από τα παλαιότερα παραδείγματα που συναντάμε, βρίσκεται στην αρχαία Αίγυπτο. Στο μυαλό μας έρχεται η βασίλισσα Κλεοπάτρα με τα έντονα βαμμένα μάτια, αλλά δεν ήταν η μόνη αρχαία Αιγύπτια με έντονο μακιγιάζ. Συγκεκριμένα, στην αρχαία Αίγυπτο, όλοι οι άντρες και οι γυναίκες χρησιμοποιούσαν μαύρες και πράσινες σκιές για να βάψουν τα μάτια τους. Οι σκιές αυτές θεωρούνταν πως μπορούσαν να προστατεύσουν αυτούς που τις φορούσαν από τον ήλιο και από ασθένειες, κάτι που είναι εν μέρει αλήθεια. Το μαύρο «κοχ» (μείγμα από μόλυβδο μετάλλευμα και νερό) και άλλες σκιές με τις οποίες έβαφαν τα μάτια τους περιείχαν άλατα μολύβδου, τα οποία Γάλλοι ερευνητές υποστηρίζουν ότι αύξαναν την παραγωγή νιτρικού οξειδίου του χρήστη, ενισχύοντας έτσι το ανοσοποιητικό τους σύστημα και αποτρέποντας τις μολύνσεις των ματιών. Παρ’ όλα αυτά, στην αρχαιότητα η πλειονότητα των Αιγυπτίων δε ζούσαν μετά τα 30 έτη. Η παρατεταμένη έκθεση σε μόλυβδο πιθανότατα θα είχε προκαλέσει σοβαρά προβλήματα υγείας.
Αιώνες αργότερα, στην Αγγλία του 16ου αιώνα, ο μόλυβδος χρησιμοποιήθηκε εκτεταμένα ως καλλυντικό για τον καλλωπισμό των γυναικών. Όπως οι γυναίκες στην αρχαία Ρώμη, έτσι και οι Άγγλοι ευγενείς της Αναγέννησης, χρησιμοποίησαν καλλυντικά φτιαγμένα από μόλυβδο για να δώσουν στο πρόσωπό τους μια πιο χλωμή όψη. Η βασίλισσα Ελισάβετ Α΄ της Αγγλίας αποτελεί μία από τις πιο διάσημες προσωπικότητες που κατέστησε το «πορσελάνινο» δέρμα ως το ιδανικό πρότυπο ομορφιάς. Η Ελισάβετ προσπαθώντας να καλύψει τις ουλές που της είχε αφήσει η ευλογιά, έκανε χρήση ενός μείγματος μολύβδου και ξιδιού. Η διαδεδομένη χρήση καλλυντικών με βάση τον μόλυβδο συνεχίστηκε μέχρι και τον 18ο αιώνα και έγινε αρκετά διάσημο προϊόν του εμπορίου. Πράγματι, το προϊόν αυτό είχε ως αποτέλεσμα να λειαίνει την επιδερμίδα, αλλά με την πάροδο του χρόνου προκαλούσε παρενέργειες όπως αποχρωματισμό του δέρματος, απώλεια μαλλιών, κοιλιακούς πόνους και σάπισμα των δοντιών.
Προχωρώντας στον 18ο αιώνα, παρατηρούμε πως η τάση της εποχής απαιτούσε περίτεχνα χτενίσματα. Οι κυρίες στόχευαν στο να αποκτήσουν το «υψηλότερο» δυνατό χτένισμα, και γι’ αυτό χρησιμοποιούσαν συχνά εργαλεία από ξύλο ή μέταλλο, μαξιλαράκια από δέρμα και πολλά άλλα τεχνάσματα για να επεκτείνουν την κώμη τους. Στη συνέχεια, έδιναν σχήμα στα μαλλιά με τη χρήση καυτών εργαλείων (παρόμοια με αυτά που χρησιμοποιούμε σήμερα) και ύστερα επικάλυπταν τα μαλλιά τους με λαρδί και μείγμα από μόλυβδο, για να παραμείνουν ανέπαφα. Μετά από αυτήν τη χρονοβόρα διαδικασία, οι γυναίκες περνούσαν μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς να λούσουν τα μαλλιά τους, γεγονός που προσέλκυε ψείρες και άλλα παράσιτα. Συναντάμε κωμικές αφηγήσεις της εποχής που κάνουν λόγο για γυναίκες που φορούσαν κλουβιά γύρω από την κώμη τους τη νύχτα, για να κρατήσουν μακριά τα τρωκτικά.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, τη θέση του μολύβδου πήρε το αρσενικό με τη φήμη του περιβόητου θαυματουργού προϊόντος για λεία, πορσελάνινη επιδερμίδα. Οι αμερικανικές εφημερίδες άρχισαν να διαφημίζουν γκοφρέτες που, αν τρώγονταν, υπόσχονταν πως θα εξαφάνιζαν φακίδες, ακμή και άλλα σημάδια του προσώπου. Από τη βικτοριανή εποχή είχε γίνει γνωστό πως το αρσενικό ήταν δηλητηριώδες, αλλά πολλές γυναίκες πίστευαν πως σε μικρή ποσότητα δε θα ήταν βλαβερό. Στην πραγματικότητα, το αρσενικό αν και μπορεί να γίνει δεκτό από τον οργανισμό σε μικρές ποσότητες, η χρήση του εξακολουθούσε να αποτελεί σοβαρό κίνδυνο για την υγεία. Από την άλλη, ήταν σχεδόν αδύνατον να σταματήσει κανείς τη χρήση του αρσενικού, καθώς αν το σταματούσε η επιδερμίδα του άρχιζε να ξεφλουδίζει. Τα προϊόντα αρσενικού συνέχισαν να κυκλοφορούν στο εμπόριο μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα.
Ένα άλλο συστατικό που έγινε αρκετά διάσημο στη δημιουργία καλλυντικών, ήταν ο υδράργυρος. Ο υδράργυρος χρησιμοποιήθηκε κυρίως για να θεραπεύσει την ακμή (και επίσης τη σύφιλη). Όμως, έχει την ιδιότητα να απορροφάται εύκολα από το δέρμα και μπορεί να προκαλέσει γενετικές ανωμαλίες, νεφρικά προβλήματα, κόπωση, κατάθλιψη, μέχρι και θάνατο.
Τέλος, στις αρχές του 20ου αιώνα, οι επιστήμονες ανακάλυψαν πως οι ακτινοβολίες στο ανθρώπινο σώμα λειτουργούσαν ως μέσο «αποτρίχωσης». Σύμφωνα με αναφορές της εποχής, ορισμένοι ασθενείς έπρεπε να εκτεθούν έως και είκοσι ώρες στην ακτινοβολία για να έχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι παρενέργειες, όμως, δεν άργησαν να εμφανιστούν· σκλήρυνση του δέρματος, ατροφία, έλκη και καρκίνος. Ύστερα από πολλά ατυχή περιστατικά, έγινε αντιληπτό ότι η ακτινοβολία ήταν ιδιαίτερα βλαβερή για την υγεία. Αλλά για μεγάλο χρονικό διάστημα θεωρούνταν ως ένας απόλυτα ασφαλής τρόπος αποτρίχωσης.
Βιβλιογραφία
- Purvis, D. (1998). The history of cosmetics. Cosmetics, 26(2), pp.16.
- Cleveland, D. (1948). The removal of superfluous hair by X-rays. Canadian Medical Association Journal, 59(4), pp. 374-377.