Της Μαρίας Κρουσταλλίδη,
Μία νέα εποχή
Το ημερολόγιο δείχνει 8 Ιανουαρίου 1918, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Ο 28ος Πρόεδρος των ΗΠΑ, Woodrow Wilson, απευθύνεται ραδιοφωνικά στον λαό του, αλλά και σε ολόκληρο τον πλανήτη, εκφωνώντας την ομιλία των «14 σημείων», η οποία έμελλε να σηματοδοτήσει το πέρασμα από τις στάχτες του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου σε μια πολύ πιο ελπιδοφόρα εποχή. Ο Wilson αναφέρθηκε σε μια πραγματική, βιώσιμη ειρήνη και μια οικονομία ελεύθερη και ακμάζουσα, η οποία θα ήταν ικανή να συντελέσει στην ανοικοδόμηση του πληγμένου από τις συμφορές του πολέμου πλανήτη, υπό στιβαρότερα όμως θεμέλια αυτήν τη φορά. Ακριβώς το ίδιο πνεύμα με αυτήν την εξαγγελία διατρέχει τη νέα δεκαετία που θα ακολουθούσε, δίνοντας σάρκα και οστά στο όραμα του Αμερικανού Προέδρου, τουλάχιστον μέχρι το οικοδόμημα να γκρεμιστεί αιφνιδίως, με την οικονομική κρίση του 1929 και τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οι ΗΠΑ, άρτι βιομηχανοποιημένες σε μαζική κλίμακα, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1920 είχαν θέσει τις βάσεις ώστε η οικονομία τους να γνωρίσει μια από τις μεγαλύτερες περιόδους ανάπτυξης στην ιστορία, με την τεχνολογική πρόοδο και τη μαζική παραγωγή να οδηγούν σε μια έξαρση καταναλωτισμού και, συνακόλουθα, σημαντική οικονομική άνθηση, κάτω από την ομπρέλα του φιλελεύθερου εμπορίου. Έτσι, η περίοδος 1920-1929 έμεινε γνωστή ως τα “roaring twenties”, των οποίων η δυναμική σε καμία περίπτωση δεν προμήνυε αυτό που επρόκειτο να ακολουθήσει.
Πορεία προς την κρίση
Εύλογα θα είχε κανείς την απορία του πώς μια τόσο ισχυρή οικονομία, στο απόγειο της ανάπτυξής της, είναι δυνατόν να καταρρεύσει από τη μία στιγμή στην άλλη, και μάλιστα, με τις τόσο ολέθριες συνέπειες που όλοι γνωρίζουμε· η απάντηση εδώ βρίσκεται στη μεγάλη εικόνα. Η οικονομική δραστηριότητα, βασισμένη στις φιλελεύθερες αρχές του διεθνούς εμπορίου, αναπόφευκτα συνδέει όλες τις οικονομίες της εποχής με τρόπο αμετάκλητο.
Το κλίμα της εποχής σκιαγραφείται στη Συνθήκη των Βερσαλλιών, όπου είναι προφανές ότι οι νικηφόρες δυνάμεις ήταν ανυπόμονες να προχωρήσουν προς την επόμενη μέρα, καθορίζοντας με επιπόλαιο τρόπο τις πολεμικές αποζημιώσεις, χωρίς να λάβουν σοβαρά υπ’ όψιν τις επιπτώσεις τους για τη φιλελεύθερη διεθνή οικονομική τάξη. Με παρόμοιο σκεπτικό, ένα ακόμα μεγάλο λάθος ήταν η επαναφορά του κανόνα του χρυσού, και μάλιστα στα επίπεδα που επικρατούσαν πριν από τον πόλεμο, με αποτέλεσμα τα εθνικά νομίσματα να υπερτιμηθούν, οι εξαγωγές να είναι πιο ακριβές και συνεπώς να δημιουργηθεί, παρά τη μεγάλη παραγωγή, υψηλή ανεργία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτού του φαινομένου αποτελεί η Βρετανική μεσοπολεμική οικονομία.
Τον Μάιο του 1931, η Αυστριακή τράπεζα Creditanstalt, η μεγαλύτερη της χώρας, πτώχευσε λόγω της μείωσης των περιουσιακών της στοιχείων και της ανάληψης ξένων κεφαλαίων, συμπαρασύροντας και το τραπεζικό σύστημα της Γερμανίας, λόγω της χρηματοπιστωτικής εγγύτητας των δύο. Από εδώ και πέρα, ξεκινά ένα «γαϊτανάκι» μετάθεσης της ανάληψης ευθύνης για τη διαχείριση της κρίσης. Η Μ. Βρετανία χρειαζόταν τις ΗΠΑ για να επικουρήσει τις δύο χώρες σε κρίση. Οι ΗΠΑ δε θα συμφωνούσαν σε αυτό το εγχείρημα χωρίς τη συμμετοχή της Γαλλίας, η οποία προκειμένου να στηρίξει τη Γερμανία και την Αυστρία, προσπάθησε να αποσπάσει πολιτικούς συμβιβασμούς από την πρώτη. Η δε Γερμανία, ήδη υπό την κυβέρνηση του Εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και την επιρροή του ναζισμού, έκλεισε την οικονομία της επιβάλλοντας κεφαλαιακούς ελέγχους, ώστε να μην πωλείται το γερμανικό νόμισμα στη διεθνή αγορά. Έτσι, Βρετανία και ΗΠΑ εγκατέλειψαν τον κανόνα χρυσού, ενώ οι συναλλαγές με διαφορετικά νομίσματα εξάλειψαν και κάθε μία από τις μεγάλες οικονομικές δυνάμεις περιορίστηκε στη δική της νομισματική επικράτεια, δημιουργώντας όλες τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την ταχύτατη εξάπλωση της επερχόμενης αποτυχίας του χρηματοπιστωτικού τομέα.
Όταν η κατάσταση έγινε εμφανές ότι θα οδηγούσε σε μια γενικευμένη κατάρρευση του διεθνούς οικονομικού συστήματος, οι ΗΠΑ ύψωσαν εμπορικούς φραγμούς και γρήγορα κατέφυγαν σε έναν απόλυτο οικονομικό απομονωτισμό, υποκύπτοντας στις εσωτερικές πιέσεις του συντηρητικού Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, που στη συνέχεια ακολουθήθηκε από μία εξίσου ριζική αποχή από τη διεθνή πολιτική σκηνή. Σύμφωνα με τη θεωρία της ηγεμονικής σταθερότητας, η οποία συναρτά τη σταθερότητα κάθε περιόδου με μια ακμάζουσα δύναμη να αναλαμβάνει ηγετικό ρόλο στα διεθνή δρώμενα, όταν έληξε η περίοδος ισχύος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, ως φυσικός διάδοχος αναδείχθηκαν οι ΗΠΑ. Οι Αμερικανοί, εντούτοις, αρνήθηκαν την ανάληψη του ρόλου αυτού, απορρυθμίζοντας έτσι την ισορροπία ισχύος, καθώς και το φιλελεύθερο οικονομικό καθεστώς. Χωρίς κάποιον πιστωτή τελευταίας καταφυγής, που θα μπορούσε να διοχετεύσει κεφάλαια στην αγορά, κάθε οικονομία ήταν καταδικασμένη στην απομόνωσή της.
Η κρίση στις ΗΠΑ
Παράλληλα, οι ΗΠΑ είχαν μπει σε τροχιά ύφεσης ήδη από το καλοκαίρι του 1929, οπότε και η ανεργία σημείωσε σημαντική αύξηση, χωρίς όμως οι συνθήκες της οικονομίας να συμπαρασύρουν σε φθίνουσα πορεία και την αξία των χρεογράφων στη χρηματιστηριακή αγορά της Νέας Υόρκης. Στις 24 Οκτωβρίου του 1929, μέρα μετέπειτα γνωστή ως “Black Thursday”, επενδυτές προχώρησαν στη μαζική πώληση 12,9 εκατομμυρίων υπερτιμημένων μετοχών, πυροδοτώντας την κατάρρευση του συστήματος. Παρόμοιες μαζικές κινήσεις πανικού πραγματοποιήθηκαν κατά «κύματα» και στη διάρκεια του 1930, ροκανίζοντας τη ρευστότητα των τραπεζών, αφού οι επενδυτές προχωρούσαν σε πωλήσεις, για να εξασφαλίσουν αποθέματα σε μετρητά. Μέχρι το 1933, οι περισσότερες τράπεζες δεν άντεξαν στην πίεση, ενώ η παραγωγή αποδεκατίστηκε και η ανεργία εκτοξεύθηκε στα ύψη. Ο Πρόεδρος Herbert Hoover, πρώην Υπουργός Εμπορίου, επιχείρησε, χωρίς επιτυχία, να αναλάβει κρατικά τη διάσωση των τραπεζών, με την κυβέρνηση να δρα απευθείας ως δανειοδότης τους, με την ελπίδα ότι κι αυτές με τη σειρά τους θα δάνειζαν επιχειρήσεις και ιδιώτες. Ωστόσο, δεν ενεπλάκη άμεσα με την οικονομία.
Στην έξοδο από την κρίση οδήγησε ο Δημοκρατικός Πρόεδρος Franklin D. Roosevelt, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία με συντριπτική εκλογική πλειοψηφία το 1933 και αμέσως προχώρησε στην επιβολή μιας τετραήμερης παύσης λειτουργίας των εναπομείναντων τραπεζικών ιδρυμάτων, καθώς και σε μια σειρά νομοθετημάτων οικονομικής ανασυγκρότησης, που έμειναν γνωστά στο σύνολό τους ως “New Deal”. Σημειωτέον ότι οι ΗΠΑ ήταν η μοναδική βιομηχανοποιημένη χώρα της εποχής χωρίς κανενός είδους κοινωνικές παροχές στους εργαζομένους, αδυναμία του συστήματος που ο Roosevelt θεράπευσε με το “Social Security Act”, το 1935. Η κεφαλαιαγορά ενισχύθηκε με θεσμικό πλαίσιο ασφαλείας, το οποίο θεμελιώθηκε πάνω στον “Federal Deposit Insurance Corporation” (FDIC) και την “Securities and Exchange Commission” (SEC).
Επιμύθιο μιας καταστροφής
Η αποτυχία του “laissez faire” και οι επιπόλαιοι οικονομικοί χειρισμοί της μεσοπολεμικής δεκαετίας οδήγησαν σε έναν γενικευμένο κλονισμό της πίστης στο φιλελεύθερο οικονομικό παράδειγμα. Ακόμα και οι πιο πιστοί ακόλουθοι του καπιταλισμού όπως οι ΗΠΑ και η Μ. Βρετανία, δε μπόρεσαν μετά από την κρίση να επιστρέψουν στις ακριβώς ίδιες πρακτικές και προσανατολίστηκαν περισσότερο προς τον κεϋνσιανισμό. Παράλληλα, οι κοινωνικές ζυμώσεις που έλαβαν χώρα ταυτόχρονα με την κρίση, οδήγησαν σε κάποιες περιπτώσεις σε πολύ πιο ριζικές μεταστροφές, όπως την πανηγυρική επικράτηση του ναζισμού στη Γερμανία και την ενίσχυση της πίστης στο «φρέσκο» σοσιαλιστικό οικονομικό μοντέλο της Ανατολικής Ευρώπης.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- The “Roaring Twenties”, BBC (2020), https://www.bbc.co.uk/bitesize/guides/zsggdxs/revision/1
- Great Depression History, History. (2020), https://www.history.com/topics/great-depression/great-depression-history
- The presidency of Herbert Hoover, Khan Academy (2016), https://www.khanacademy.org/humanities/us-history/rise-to-world-power/great-depression/a/the-presidency-of-herbert-hoover
- Παγκόσμια Πολιτική Οικονομία, O’Brien, R., Williams, M., (2011), Εκδόσεις Παπαζήση
Είναι επί πτυχίω φοιτήτρια του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Αρθρογραφεί για τρία χρόνια σχετικά με θέματα διεθνούς πολιτικής και διπλωματίας. Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια προσομοίωσης πολιτικών θεσμών και στην οργάνωσή τους. Τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα άπτονται θεμάτων ασφάλειας, άμυνας, διεθνών σχέσεων και διαπραγματεύσεων. Διετέλεσε Αρχισυντάκτρια Διεθνών Θεμάτων του OffLine Post το διάστημα Μάιος-Οκτώβριος 2020.