Του Θάνου Κουλουβάκη,
Φαντάζομαι ότι οι περισσότεροι και οι περισσότερες έχετε βρεθεί σε συζητήσεις που κινούνται γύρω από την τέχνη. Να αναφέρω ότι όταν παραπάνω χρησιμοποίησα τον όρο «τέχνη» δεν αναφερόμουν αποκλειστικά σε μία τέχνη· αντιθέτως, μέσα στον όρο αυτό ήθελα να εμπερικλείονται νοητά όλες οι τέχνες. Σε τέτοιου είδους συζητήσεις, λοιπόν, ο καθένας αναφέρει τους αγαπημένους του καλλιτέχνες ή εν πάση περιπτώσει καλλιτέχνες τους οποίους θαυμάζει και παρακολουθεί την πορεία τους. Έτσι, δεν είναι λίγες οι φορές που προκύπτουν διαφωνίες, οι οποίες ενίοτε είναι αγεφύρωτες. Και δεν είναι λίγες οι φορές που μου έχει τύχει η εκάστοτε διαφωνία να χαλάσει το φιλικό (;) κλίμα που προϋπήρχε.
Ένα πολύ γνωστό επιχείρημα που έχω ακούσει να χρησιμοποιούν αρκετοί άνθρωποι –πέρα από το κλασσικό και απλό «δεν μου αρέσει», «δε με εκφράζει» και όλα τα συναφή– είναι το ότι ο εν λόγω καλλιτέχνης, τον οποίο θέλουν να μειώσουν με κάποιο τρόπο, «δεν είναι τέχνη αυτό που κάνει». Βαρύγδουπη δήλωση δεν λέω· στην αρχή με είχε προβληματίσει. Αλλά όσο εξελισσόταν η συζήτηση με τους ανθρώπους που χρησιμοποίησαν το εν λόγω επιχείρημα, ξεκίνησα να καταλαβαίνω πόσο γενικόλογο και ανυπόστατο είναι.Πρώτα απ’ όλα, για να δηλώσεις ότι κάποιος «δεν κάνει τέχνη» ή ότι δε θα μπορούσες να ονομάσεις τέχνη αυτό που κάνει, θα έπρεπε να έχεις ορίσει εξ αρχής τι είναι τέχνη. Και για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, δε θα έπρεπε μονάχα να ορίσεις τι είναι γενικά τέχνη αλλά τι είναι τέχνη για εσένα· διότι εν τέλει ο ορισμός που θα δώσεις αντιπροσωπεύει αυτό που εσύ αντιμετωπίζεις ως τέχνη. Ποτέ, κανένας και καμία που κάνει αυτή τη δήλωση δεν έχει αναλύσει πώς αντιλαμβάνεται την τέχνη. Όχι τίποτα άλλο, αλλά καταλήγω να ρωτάω εγώ –ή κάποιος άλλος που ενδιαφέρεται όντως να ακούσει μία διαφορετική άποψη– και αντί για τεκμηριωμένες απαντήσεις ακούμε –τι άλλο;– γενικολογίες.
Εκεί που έχω καταλήξει, λοιπόν, είναι πως σε αυτούς τους ανθρώπους –για τον έναν ή τον άλλο λόγο– δεν αρέσει ο εκάστοτε καλλιτέχνης. Αντί να παραδεχτούν ξεκάθαρα ότι απλώς δεν τους αρέσει, μπαίνουν στη διαδικασία να χρησιμοποιήσουν μία βαρύγδουπη μεν, μα ανυπόστατη φράση, απλώς για να μη φανεί ότι δεν έχουν επιχειρήματα για να υποστηρίξουν τα γούστα τους. Αυτό που δεν έχουν καταλάβει –ή αρνούνται για δικούς τους λόγους να καταλάβουν– είναι ότι στα γούστα δεν υπάρχουν επιχειρήματα. Ο εκάστοτε άνθρωπος διαμορφώνει τη δική του αισθητική (οι τρόποι βέβαια που αυτή διαμορφώνεται είναι ένα θέμα που απαιτεί μεγάλη ανάλυση) και δεν είναι δυνατόν η αισθητική όλων των ανθρώπων να είναι κοινή.
Αυτό που θέλω να πω είναι ότι –κατά τη γνώμη μου– δεν υπάρχει λόγος να χρησιμοποιούμε την τέχνη σαν εργαλείο για να επιχειρηματολογήσουμε. Ας την αφήσουμε στην ησυχία της και ας πούμε απλώς τη γνώμη μας. Τώρα όσον αφορά τις διαμάχες και τους τσακωμούς που συχνά προκύπτουν στο όνομά της, απλώς θα αναφέρω ότι κυρίως αυτοί προέρχονται από ανθρώπους που είναι έξω από τον χώρο και προσπαθούν διακαώς να λύσουν ζητήματα που ακόμα και αυτοί που είναι εντός δυσκολεύονται να λύσουν. Αφήστε απλώς τους καλλιτέχνες να εκφραστούν και να δημιουργήσουν και στηρίξτε αυτούς και αυτές που σας εκφράζουν.
Γεννήθηκε το 1997 στην Αθήνα. Σπουδάζει στο τμήμα Φιλοσοφικών και Κοινωνικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κρήτης, στο Ρέθυμνο. Αφοσιώθηκε από μικρή ηλικία στη λογοτεχνία – τόσο ως αναγνώστης όσο και ως δημιουργός. Στα εφηβικά του χρόνια ξεκίνησε την ενασχόλησή του με την αρθρογραφία, η οποία συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται με τον χώρο των εκδόσεων και δύο βιβλία του έχουν εκδοθεί.