Του Ανδρέα – Άγγελου Σκόνδρα,
Το φλέγον θέμα της Λιβύης είχε απασχολήσει έντονα τη διεθνή κοινότητα πριν ξεσπάσει η πανδημία του Covid-19. Μετέπειτα, αυτό ξεχάστηκε, όπως και πολλές άλλες πολιτικές εξελίξεις. Ωστόσο, η τελευταία δήλωση του στρατάρχη Χαλίφα Χάφταρ έρχεται να αναζωπυρώσει την προηγούμενη συζήτηση και να εγκαινιάσει ένα νέο κύκλο συζητήσεων σχετικά με τη σύγκρουση που μαίνεται στη Λιβύη. Ο ίδιος δήλωσε στο τηλεοπτικό δίκτυο “Libya al-Hadath” ότι έλαβε τη «λαϊκή εντολή» να κυβερνήσει τη χώρα, υποσχόμενος να συνεχίσει την επίθεσή του εναντίον της Τρίπολης. Επίσης, έσπευσε να ανακοινώσει και το τέλος της συμφωνίας Σκιράτ (“Skhirat agreement”), η οποία υπεγράφη στα τέλη του 2015 στο Μαρόκο, υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ) και είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία της Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας (GNA), η νομιμότητα της οποίας αναγνωρίζεται από τον ίδιο τον ΟΗΕ.
Η Λιβύη είναι μία χώρα, η οποία για πολλές δεκαετίες έχει βρεθεί στο επίκεντρο συγκρούσεων, γεγονός που δεν της επιτρέπει να εξασφαλίσει τη σταθερότητα μίας ειρηνικής χώρας. Μετά την πτώση του δικτάτορα Μουαμάρ Καντάφι το 2011- στην οποία συνέπραξε και ο Χάφταρ- η χώρα βρίσκεται σε μια συνεχή σύρραξη μεταξύ της κυβέρνησης της Τρίπολης και του Χαλίφα Χάφταρ, με στόχο την κατάληψη της εξουσίας. Οι τελευταίες δηλώσεις του Χάφταρ δε φαίνεται να προσανατολίζονται προς την εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης, αλλά αντίθετα, δυναμιτίζουν την ήδη έκρυθμη ατμόσφαιρα. Πρόκειται κυρίως για μια αμυντική κίνηση, παρά για υπόνοια μιας στρατιωτικής του επιτυχίας. Ο Εθνικός Στρατός της Λιβύης (Libyan National Army, LNA) επλήγη σοβαρά μετά την επιτυχή στρατιωτική αποστολή στρατευμάτων του Φαγέζ αλ Σάρατζ στην πόλη Tarhuma. Κατά συνέπεια, η ανακοίνωση στην οποία προέβη αποτυπώνει την άμεση ανάγκη του LNA για νομιμοποίηση της ύπαρξής του, κάτι το οποίο είναι αβέβαιο, καθώς το Κοινοβούλιο της Ανατολικής Λιβύης δεν υποστηρίζει σύσσωμο την ανάληψη της διακυβέρνησης από τον Χάφταρ. Και οι δύο άνδρες φαίνονται να αποφεύγουν συστηματικά τη διπλωματική οδό, προς την οποία προτρέπουν με ανακοινώσεις τους η Ε.Ε, αλλά και η Ρωσία με τις ανακοινώσεις του Υπουργού Εξωτερικών της, Σεργκέι Λαβρόφ. Μία -απίθανη- διαπραγμάτευση των δύο ανδρών θα αποκάλυπτε τη νέα εικόνα πραγμάτων, η οποία δεν ευνοεί καθόλου το Στρατάρχη, διότι έχουν μειωθεί σε έκταση οι καίριες περιοχές που ήλεγχε. Συνεπώς, το στρατιωτικό αδιέξοδο είναι αναπόφευκτο. Ακόμη και με την επέμβαση του ΟΗΕ, δεν κατέστη δυνατή η κατάπαυση του πυρός, αφού, όπως δηλώνει η υπηρεσιακή επικεφαλής της Αποστολής Υποστήριξης του ΟΗΕ Στέφανι Γουίλιαμς, έχουν καταγραφεί 850 παραβάσεις, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν και υπόνοιες για τη χρήση χημικών όπλων από την πλευρά του Λιβυκού Εθνικού Στρατού, που πρόσκειται στον Χάφταρ.
Η στήριξη που παρέχεται στους δύο ισχυρούς άνδρες λειτουργεί ανασταλτικά για την αναζήτηση γόνιμης λύσης συνεργασίας. Τα Αραβικά Εμιράτα (αφού προμηθεύουν -κατά παράβαση του εμπάργκο που έχει επιβάλει ο ΟΗΕ- εξαιρετικά προηγμένα οπλικά συστήματα, όπως το ρωσικής κατασκευής σύστημα Pantsir S-1), η Αίγυπτος, το Σουδάν και -υπό μυστικότητα- η Ρωσία και η Γαλλία βρίσκονται στο πλευρό του Χάφταρ, ενώ η Τουρκία είναι φιλικά διακείμενη και στρατιωτικά προσκείμενη στον Σάρατζ. Οι ΗΠΑ διατηρούν ουδέτερη στάση, αφού ο Ντόναλντ Τράμπ δε θεωρεί πως υπάρχουν συμφέροντα της Αμερικής στην ευρύτερη περιοχή. Είναι εύλογο, συνεπώς, πως όσο θα υπάρχει η εξωτερική βοήθεια αυτών των κρατών, η ειρήνη δεν πρόκειται να αποκατασταθεί, αλλά, αντίθετα, θα πυροδοτείται αέναα ένας φαύλος κύκλος εχθροπραξιών.
Ωστόσο, δεν είναι μόνο αυτή η εξωκρατική βοήθεια που δυσχεραίνει την κατάσταση, αλλά και η δράση των πολιτοφυλακών (militias), καθώς και άλλων ενόπλων ομάδων, οι οποίες εκμεταλλεύονται το κλίμα ανασφάλειας και διαμορφώνουν τη δική τους πολιτική agenda. Οι -τρομοκρατικές- αυτές ομάδες εργαλειοποιούνται συχνά και από τις δύο παρατάξεις, αλλά, πολλές φορές, με την πρόφαση της βοήθειας σε μία από αυτές, δρουν ατομικά και αυτόνομα. Η Λιβύη είναι μία από τις σημαντικότερες χώρες εξόρυξης πετρελαίου στην Αφρική, γεγονός που της παρείχε αξιόλογο πλούτο, ο οποίος, βέβαια, με την έναρξη των συγκρούσεων, δαπανήθηκε στη χρηματοδότηση αυτών των πολιτοφυλακών ή και πολλές φορές, το πετρέλαιο επιτάχθηκε βίαια από αυτές.
Όλα αυτά συντελούν στη θεώρηση της Λιβύης ως ένα “failed state”, το οποίο αδυνατεί να καλύψει νομίμως αυτό το κενό ισχύος που έχει δημιουργηθεί και να επιστρέψει σύντομα στην κανονικότητα και την προστασία των πολιτών. Είναι κρίσιμο το ερώτημα για πόσο ακόμη θα αντέξει ο λαός την αδιαλλαξία των πολιτικών του και τη φανερή καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Η Ελλάδα θα πρέπει με μεγάλη προσοχή να εξετάσει τις ισορροπίες, καθώς η Λιβύη -και ειδικότερα η κυβέρνηση Σάρατζ με τη βοήθεια της Τουρκίας (Μνημόνιο Συναντίληψης για την Οριοθέτηση των Θαλασσίων Ζωνών)- επηρεάζουν τα συμφέροντα της χώρας στην περιοχή. Άραγε μπορεί δυνητικά η Λιβύη να μετατραπεί σε μια αιματηρότερη και βελτιωμένη στρατιωτικά Συρία;
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2001 και είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει παρακολουθήσει δεκάδες σεμινάρια, ημερίδες και συνέδρια συναφή με τις σπουδές του. Παράλληλα, έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις του ΟΗΕ (MUN) και σε κοινωνικές δράσεις. Τέλος, ενδιαφέρεται για την μουσική και την ανάγνωση βιβλίων, κυρίως πολιτικών δοκιμίων.