Του Γιώργου Κοσματόπουλου,
Η Ελλάδα έχει πλέον εισέλθει στην τελική ευθεία για τη σταδιακή άρση των περιοριστικών μέτρων, που ελήφθησαν προκειμένου να αντιμετωπιστεί ο κορωνοϊός. Αυτή η επιτυχία οφείλεται στην ταχύτητα της λήψης και στην αποτελεσματικότητα της εφαρμογής των αναγκαίων μέτρων, από την κυβέρνηση, το επιστημονικό δυναμικό και τον κρατικό μηχανισμό. Ιδιαίτερα σημαντικό μερίδιο όμως σε αυτήν έχουν και οι απλοί πολίτες, η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων λειτούργησε σύμφωνα με τις υποδείξεις των ειδικών.
Η στάση αυτή των Ελλήνων πολιτών παρουσιάζεται από αρκετούς αναλυτές σε αντιδιαστολή με αυτή που επέδειξαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης. Τότε, οι πολιτικές δυνάμεις, η επιστημονική κοινότητα, και τελικά ο ελληνικός λαός διχάστηκαν μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών. Γίναμε μάρτυρες βίαιων επεισοδίων τα οποία οδήγησαν ακόμη και στην απώλεια ανθρωπίνων ζωών. Ο λαϊκισμός και η συνωμοσιολογία θέριεψαν, ενώ οι εθνικές ήττες διαδέχονταν, επί μία δεκαετία, η μία την άλλη.
Η πειθαρχία στις τότε κυβερνητικές αποφάσεις (κυρίως την περίοδο 2010-2015), ισοδυναμούσε, για ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης, με προδοσία. Αντιθέτως, το αντάρτικο, με βάση ανορθολογικά πλην εύπεπτα επιχειρήματα, συνιστούσε τον νέο διαφωτισμό. Αποκορύφωμα όλων αυτών ήταν η επώδυνη προσγείωση στη σκληρή πραγματικότητα. Το 2015, έχοντας φτάσει πολύ κοντά στο σημείο εξόδου επιλέξαμε να κάνουμε άσκοπα αιματηρές θυσίες τεσσάρων ετών για να καταλήξουμε στο τέλος να δηλώνουμε ικανοποιημένοι για το τρίτο και σκληρότερο όλων των μνημονίων.
Γιατί ο ελληνικός λαός λειτούργησε διαφορετικά στις δύο κρίσεις; Η εύκολη απάντηση είναι ότι ωρίμασε και αποφάσισε επιτέλους να ακολουθήσει τον δύσκολο αλλά αναγκαίο δρόμο, που του υπέδειξαν οι ειδικοί. Αυτή η ερμηνεία δεν είναι μόνο απλοϊκή. Είναι λαϊκίστικη (οι απλοϊκές ερμηνείες είναι εξάλλου βασικό στοιχείο του λαϊκισμού) και πολιτικά κατευθυνόμενη. Έχει στόχο να κολακεύσει τον ελληνικό λαό και να πριμοδοτήσει πολιτικά τη σημερινή κυβέρνηση, σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό απ’ ό,τι της αξίζει.
Αναμφιβόλως, η επιτυχής διαχείριση της κρίσης αυτής πρέπει να πιστωθεί στην κυβέρνηση και στον Κυριάκο Μητσοτάκη και αυτό συμβαίνει. Σίγουρα, ο ελληνικός λαός έκανε αυτό που έπρεπε και έχει κάθε δικαίωμα να αισθάνεται υπερήφανος. Από το σημείο αυτό όμως μέχρι να παρουσιάζεται ο σημερινός Πρωθυπουργός ως ο αναμορφωτής της ελληνικής κοινωνίας η διαφορά είναι μεγάλη. Και τούτο διότι ουδείς νουνεχής, σοβαρός και επιστημονικά αξιοπρεπής άνθρωπος μπορεί να υποστηρίξει ότι σε τρεις μήνες αλλάζουν νοοτροπίες δεκαετιών. Το βασικό στοιχείο για να ερμηνευθεί η στάση του ελληνικού λαού στη σημερινή συγκυρία, αυτό που ταυτόχρονα εξηγεί και τη διαφορετική αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, μπορεί να ονομαστεί “συλλογική πεποίθηση κινδύνου”.
Ο ελληνικός λαός πείστηκε ότι κινδύνευε από τον Covid-19. Ακολούθως, με το ένστικτο της αυτοσυντήρησης ερεθισμένο, συνειδητοποίησε ότι η συμμόρφωση στα κυβερνητικά μέτρα ήταν αναγκαία για την προστασία του. Οι καλές επιδόσεις της Ελλάδας στην αντιμετώπιση της πανδημίας του έδωσαν ελπίδα κι ενίσχυσαν το αίσθημα αυτοπειθαρχίας του όταν παράλληλα έβλεπε τις τραγικές επιπτώσεις της μη έγκυρης λήψης μέτρων σε άλλες χώρες. Την ίδια στιγμή, ουδείς εκ των παραγόντων τις αντιπολίτευσης είχε τη διάθεση ή την ικανότητα να αμφισβητήσει σοβαρά τον πυρήνα της κυβερνητικής πολιτικής. Οι χυδαιότητες που διατυπώθηκαν από ορισμένους του ΣΥΡΙΖΑ είχαν τη βάση τους στην ιδεοληψία, στην πολιτική συγκρότηση και στην αγωνία για το μέλλον του και περισσότερο τον έβλαψαν παρά τον ωφέλησαν.
Επί οικονομικής κρίσεως, ο ελληνικός λαός φοβόταν μεν τη χρεοκοπία αλλά, στην πλειοψηφία του, έπαψε σταδιακά να αντιμετωπίζει τα μνημόνια ως μονόδρομο. Δεν βίωσε αρχικά ένα σοκ π.χ. δεν έκλεισαν οι τράπεζες το 2010. Οι κυβερνητικές ηγεσίες, που υποστήριζαν την αναγκαιότητα της προσφυγής στον μηχανισμό στήριξης την ίδια στιγμή, προσπαθώντας να περιστείλουν το πολιτικό κόστος, συνήθιζαν να χρεώνουν τις επώδυνες αποφάσεις στο μνημόνιο υποστηρίζοντας άλλοτε φανερά κι άλλο κεκαλυμμένα ότι διαφωνούν με τα μέτρα τα οποία συνόδευαν τη χρηματοδότηση της χώρας. Κατέληγαν έτσι να αλληλοαναιρούνται ενώ ταυτόχρονα ανέβαλαν μεταρρυθμίσεις που αποτελούσαν αποτέλεσμα της δικής τους διαπραγμάτευσης. Όταν, μοιραία, η κατάσταση έφτανε σε οριακό σημείο έπαιζαν το χαρτί του κινδύνου άτακτης χρεοκοπίας προκειμένου να δικαιολογήσουν επώδυνα μέτρα. Το χαρτί αυτό από ένα σημείο και μετά έπαψε να σώζει την παρτίδα. Ο ελληνικός λαός αντιμετώπιζε όποιον τον τράβαγε ως τον ψεύτη βοσκό που όλο προειδοποιούσε για τον λύκο ο οποίος δεν εμφανιζόταν ποτέ. Συνήθισε λοιπόν ο κόσμος την απειλή της χρεοκοπίας και πλέον την απομυθοποίησε. Την ίδια στιγμή που το βασικό επιχείρημα των μνημονιακών έπνεε τα λοίσθια, γιατί πλέον το είχαν τεντώσει σε τέτοιο βαθμό που πλέον δεν αναγνωριζόταν, οι αντιμνημοναικοί ισχυροποιούσαν την πεποίθησή του λαού ότι ο κίνδυνος της χρεοκοπίας είναι πλαστός, διατυπώνοντας θεωρίες όχι μόνο φαιδρές αλλά κι εγκληματικές. Εκτός αυτού, το 2015 ο Τσίπρας και οι ΣΥΡΙΖΑίοι έρχονταν ως το “νέο” που θα έδινε εκείνες λύσεις που το “παλιό” αδυνατούσε, λόγω υστεροβουλίας και ανικανότητας να δώσει. Το 2020 ο ίδιος αρχηγός και το ίδιο κόμμα βρίσκονται και πάλι στη θέση της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης πλην όμως κουβαλούν σημαντική κυβερνητική φθορά. Κοινή πεποίθηση της πλειοψηφίας των πολιτών είναι ότι σε περίπτωση που βρίσκονταν σήμερα στην ηγεσία της χώρας η κατάσταση θα ήταν πολύ χειρότερη.
Ούτε η κοινωνία μας άλλαξε ξαφνικά νοοτροπία ούτε ο Μητσοτάκης είναι μεσσίας. Κι αν για τον οποιονδήποτε λόγο η “συλλογική πεποίθηση κινδύνου” πάψει να υφίσταται και στη συγκεκριμένη περίπτωση θα παρατηρηθούν σοβαρά φαινόμενα απειθαρχίας. Γι’ αυτό, η διαδικασία επαναφοράς στην κανονικότητα είναι ιδιαίτερα σημαντική. Η καραντίνα δεν μπορεί να διαρκέσει πολύ ακόμα και η σταδιακή αποκατάσταση της κανονικότητας θα πρέπει να γίνει με ρεαλισμό στις δυνατότητες της κοινωνίας. Διαφορετικά, υπάρχει κίνδυνος οι καλές επιδόσεις θα γυρίσουν μπούμερανγκ, με τον ελληνικό λαός ν’ αρχίσει να θεωρεί ορισμένους περιορισμούς δυσανάλογους της ανάγκης. Εδώ είναι που επιβεβαιώνεται ο ρόλος της πολιτικής ως διαδικασίας προσαρμογής των δεδομένων της επιστήμης στην κοινωνική πραγματικότητα.
Γεννήθηκε το 1989 στη Λαμία και έζησε μέχρι τα 18 μου χρόνια στον Άγιο Κωνσταντίνο Φθιώτιδας. Σπούδασε Πολιτικές Επιστήμες στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και Νομικά στο Ευρωπαϊκό Πανεπιστήμιο Κύπρου, εργαζόμενος παράλληλα τόσο στο δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, πάνω στα αντικείμενα των σπουδών του. Αρθρογραφεί για θέματα πολιτικής επικαιρότητας.